|
ΚΗΔΕΙΑ. Οἱ σειρὲς τῶν μαργαριταριῶν, ἐπιστρέφουν
σ' ἐκείνη, εἶναι δικά της, σὰν βαριὰ κουρτίνα σκεπάζουν τὸ λεπτό της σῶμα.
Ἀνάσκελη στὸ κρεβάτι, βυθίζει τὸ βλέμμα της στὸ ἔντονο φῶς ποὺ βγαίνει
ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο. Τὸ «Pacific» εἶναι δικό της. Εἶναι δικοί της δύο
πρωθυπουργοὶ τῆς χώρας, ἕνα ὁλόκληρο ὑπουργικὸ συμβούλιο, τέσσερις
πρέσβεις καὶ τρεῖς πρυτάνεις. Δικαστές, δημοσιογράφοι καὶ ἀστυνόμοι.
Γιατροί, ποδοσφαιριστὲς καὶ καλλιτέχνες. Ναῦτες κι ἐργάτες καθαριότητας.
Ἀστρολόγοι, κηπουροί, φύλακες καὶ φορτηγατζῆδες. Δικός της ὁ ἱδρώτας,
τὸ σπέρμα, τὸ αἷμα τους. Δεμένα στὰ μαργαριτάρια της, τὰ συντρίμμια τῶν
ἀντρῶν ἐκκρίνουν τὴ δελεαστικὴ μυρουδιὰ τῆς σήψης. Ἡ μικρὴ πόρνη ἔχει
ἐκπληρώσει τὸν προορισμό της. Τὸ ἴδιο κι ὁ καρκίνος. Ἀνοίγει τὸ στόμα
κι ἀφήνει τὴν τελευταία της πνοή. Ὁ γιατρός, μὲ τὸ νυστέρι στὸ χέρι, ὁρκίζεται
ὅτι τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου της ὁ δαίμονας συνουσιάστηκε σὲ πτήση μὲ
τὴν ἀγγελική της ὄψη. Ἀφαιρεῖ τὰ μαργαριτάρια ἀπὸ τὸ πτῶμα της μὲ
φανερὴ εὐχαρίστηση.
Χωρὶς μαργαριτάρια. Ἡ μικρὴ πόρνη τελειοποιεῖ τὶς κραυγές της κι ἀξιοποιεῖ
κάθε εἰσβολὴ ἀγοράζοντας μαργαριτάρια. Ὁ μαστροπός της, ἰδιοκτήτης
τοῦ «Pacific», δένει σὲ κορδόνια καὶ προστατεύει τὸν θησαυρὸ στὴν ἀπομονωμένη
ἔπαυλή του. Αὐτὴ ἡ ἔπαυλη, ἰδανικὴ κρύπτη, ἦταν τὸ ὄνειρό του. Στὴν
πραγματικότητα, ἡ μοναξιὰ της τὸν τρελαίνει. Θεωρεῖ τὸν συντηρητὴ
τῶν λίθων εἰσβολέα. Σκοτώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
Θάνατοι. Οἱ ἐνενήντα ἑπτὰ μεσίτες ἀκινήτων πεθαίνουν φαρμακωμένοι
ἀπὸ ἄγνωστη τοξικὴ οὐσία. Μειοψήφησαν στὸν πλειστηριασμὸ γιὰ τὴν
παρθενιὰ τῆς μικρῆς πόρνης, ὑπῆρξαν ὅμως ἐξαιρετικοὶ προμηθευτὲς
μαργαριταριῶν. Συχνὰ τοὺς ἔβρισκες στὸ «Pacific». Τὰ βογγητά τους ἀντηχοῦσαν
στὸν κῆπο του ὅπως κι οἱ κραυγές της. Ἡ μικρὴ πόρνη, ἀνοιχτὴ κι ἀπελευθερωμένη,
τοὺς προσέφερε, στὸ τέλος, τὰ περιποιημένα χέρια της. Δροσερά, ἁπαλὰ
σὰν ἄνθη. Ὅλοι τὰ φιλοῦσαν μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
«Drosera». Ἐνενήντα ἑπτὰ νὲες ποικιλίες τοῦ σαρκοβόρου αὐτοῦ φυτοῦ,
τρέφονται μὲ τὸ σπέρμα τους, στὸ φυτώριο τοῦ οἴκου ἀνοχῆς, ἀποκλειστικὰ
ἀπὸ τὴ μικρὴ πόρνη. Ἀκτινωτά, ἀνθίζουν ἀγκάθια. Στὴν ἄκρη τους φαρμακερὰ
λευκὰ σφαιρίδια ἑλκυστικὰ σὰν μαργαριτάρια. Τὸ δηλητήριό τους ἀνακατεύεται
μὲ κρέμα περιποίησης, ἁπλώνεται στὰ χέρια τῆς μικρῆς πόρνης. Ἡ περιποίηση
αὐτῶν τῶν φυτῶν τῆς δίνει φανερὴ εὐχαρίστηση.
Πλειστηριασμός. Ἡ μικρὴ πόρνη παίζει κουτσὸ στὸν κῆπο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἰδιοκτήτης
τοῦ «Pacific» προσφέρει οὖζο σ' ἕναν ἀκόμη μεσίτη ἀκινήτων στὴ λιακάδα.
Ἡ φούστα της ἀναπηδᾶ μαζί της, ἐλαφριὰ σὰν πούπουλο, ἀποκαλύπτει
καὶ κρύβει θέα ἑλκυστικότερη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ τοπίου. Ὁ μεσίτης τὴν
κοιτάζει ἐκστατικός, «εἶναι ἕνας ἄγγελος», ὁμολογεῖ καὶ τοῦ τρέχουν
τὰ σάλια. Τὴν ποθεῖ διακαῶς, προσθέτει στὸ ποσὸ τῆς προσφορᾶς του, τὴν
νεόκτιστη ἔπαυλη καὶ πλειοδοτεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων μεσιτῶν. Οἱ καρποὶ
καὶ οἱ ἀστράγαλοι τῆς μικρῆς πόρνης δένονται μὲ λουριὰ στὸ κρεβάτι τοῦ
δωματίου ποὺ διαθέτει θέα στὸν κῆπο. Ὁ μεσίτης ἀπολαμβάνει τὶς
κραυγές της καὶ χύνει τὸ πρῶτο σπέρμα στὸ στόμα της. Ἡ μικρὴ πόρνη φτύνει
τὸ σπέρμα μαζὶ μὲ τὰ μαργαριτάρια τῶν παιδικῶν δοντιῶν της στὸ φυτώριο.
Τὸ χῶμα τὰ καταπίνει μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
Τούρτα. Ἡ μικρὴ πόρνη ζεσταίνεται. Στὴν κουζίνα σηκώνει τὸ φόρεμά
της καὶ βουλιάζει τὸ κωλαράκι της σὲ λεκάνες γεμάτες νερὸ γιὰ νὰ δροσιστεῖ.
Ἡ μαγείρισσα τὴ διώχνει χαχανίζοντας. Στὰ γενέθλια τοῦ ἰδιοκτήτη
τοῦ «Pacific», ἡ μικρὴ πόρνη ἀνεβαίνει στὸ τραπέζι, βυθίζει τὰ γυμνά
της ὀπίσθια στὴν καμένη μὲ φλόγιστρο, παγωμένη μαρέγκα τῆς τούρτας
ποὺ εἶναι στολισμένη μὲ μαργαριτάρια. Ὁ ἰδιοκτήτης ἀπαθανατίζει
τὴ σκηνὴ καὶ πουλᾶ τὶς φωτογραφίες στοὺς ἐξαιρετικοὺς καλεσμένους.
Μὲ τὰ κέρδη σκέφτεται ν' ἀγοράσει ἔπαυλη στὰ προάστια. Ἡ μαγείρισσα,
ἐνοχλημένη ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς δημιουργίας της, δίνει στὴ μικρὴ
πόρνη μιὰ ξυλιὰ στὰ πισινά. Ἡ παλάμη της καίγεται. Οἱ ἐξαιρετικοὶ
καλεσμένοι, οἱ περισσότεροι μεσίτες, ἀπολαμβάνουν τὸ ὑπόλοιπο τῆς
τούρτας μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
Αὐτόνομη. Ἡ μικρὴ πόρνη κάνει τὰ πρῶτα της βήματα ἀνάμεσα σὲ λεκάνες
κι ἀποφάγια. Οἱ ἄλλες πόρνες τῆς δίνουν τὸ μπουκάλι μὲ τὸ γάλα της,
μαυρισμένη ἡ θηλή του ἀπὸ μύγες. Ἡ μικρὴ πόρνη τὸ ρουφάει, στὸ ἀγαπημένο
της μέρος, στὸ φυτώριο. Τὰ φυτὰ τὴν ὑποδέχονται. Ἐκκρίνουν τὴ δελεαστικὴ
μυρωδιὰ τῆς σήψης. Οἱ μύγες πεταρίζουν γύρω, εὐτυχισμένες κολλοῦν
στὰ σαρκοβόρα ἄνθη. Οἱ μύγες σύντομα στρογγυλεύουν, ἀσπρίζουν σὰν
σταγόνες γάλα, σὰν μαργαριτάρια. Ὅλοι μαζὶ ἀπολαμβάνουν τὸ φαγητὸ
μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
Ἀγνώστου πατρός. Στὸν δρόμο ἡ μικρὴ πόρνη βυζαίνει τὸ δάχτυλο τοῦ γιατροῦ
λαίμαργα. Ἐκεῖνος τὴν παραδίδει στὸν ἰδιοκτήτη τοῦ φημισμένου οἴκου
ἀνοχῆς «Pacific», ἔναντι ἁδρῆς ἀμοιβῆς, βέβαιος ὅτι μεγαλώνοντας
θὰ ἀξιοποιήσει στὸ ἔπακρο τὸ ταλέντο της. Τὸ μπορντέλο στεγάζεται
σὲ βίλα μὲ πισίνα. Στὸν τεράστιο κῆπο ὑπάρχει φυτώριο σπάνιων σαρκοβόρων
φυτῶν. Ὁ γιατρὸς ἐπιθεωρεῖ τὸ ἐκπαιδευτήριο μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
Προορισμένη. «Ἀγγελικὴ στὴν ὄψη καὶ δαίμονας, γιατρέ, γεννήθηκε μὲ
τὰ πόδια μπροστά, τὰ σήκωσε, σφικτὰ κρατοῦσε ἀνάμεσά τους, τοῦ δίδυμου
ἀδελφοῦ της τὰ συντρίμμια. Τὸν εἶχε τυλίξει μὲ τὸν λῶρο της σὰν τὸν κισσό,
τὸν ρουφοῦσε κι οὔτε τὴν πείραζε ἡ σαπίλα, γεννήθηκε προορισμένη
πόρνη. Δὲς τὰ λακκάκια στὶς λαγόνες, δὲς τὶς φτέρνες της. Ὄχι, μὴν τὴν
κοιτᾶς, ἄντρας κι ἐσύ, δὲν θὰ δεῖς παρὰ τὴν ὀμορφιά της. Μονάχα ἐγώ, ἡ
μάνα της ξέρω τί θηρίο γέννησα. Ἡ μικρὴ πόρνη ἅρπαξε ἀμέσως τὴ θηλή
μου, κάρφωσε τὰ ροδαλά της οὖλα, νὰ τὴν κόψει. Καὶ τὰ μάτια της μαῦρα,
τὰ κάρφωσε στὰ μάτια μου ποὺ θρηνοῦσαν τὸν γιόκα μου. Θήλασε γάλα, δάκρυα,
αἷμα κι ἀπότομα ἄφησε τὴ ζουλιγμένη θηλὴ νὰ πιτσιλάει μικρὲς λευκὲς
σταγόνες. Ἡ μικρὴ πόρνη ἔκλεψε τὰ μαργαριτάρια μου», λέει ἡ μάνα
της, τὴν πετάει ἀνάσκελη στὸ κρεβάτι, τῆς δίνει τὶς κατάρες της. Ἡ μικρὴ
πόρνη νανουρίζεται καὶ κοιμᾶται. Ἡ γαλάζια κούνια λικνίζεται. Ἡ μητέρα
ξαπλώνει μέσα της καὶ πεθαίνει. Ὁ νεκρὸς ποὺ δὲν γεννήθηκε, τυλίγεται
γύρω ἀπὸ τὴ μικρὴ πόρνη.
Ἡ αἰωνιότητα στέκεται στ' ἄδεια παπούτσια της μὲ φανερὴ εὐχαρίστηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου