Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

«Ανεμοδαρμένα Ύψη»: Στο μεταίχμιο έρωτα και λογικής

E-mailΕκτύπωση
altΓια το μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Λένε πως υπάρχουν μυστικές πόρτες που οδηγούν στη χώρα της λογοτεχνίας. Αν τις ανακαλύψεις νωρίς και τις διαβείς ανέτοιμος, το πιθανότερο είναι να βρεθείς σε κάποιο limbo, κάνοντας κύκλους και επιστρέφοντας πίσω στα βήματά σου αέναα. Η στιγμή θα χαθεί, το απαραίτητο βήμα στο κενό δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ…«απέσβετο και λάλον ύδωρ». Εφόσον όμως το «ήμαρ» έχει έλθει, ο μαγικός κήπος που κρύβεται πίσω τους θα αποκαλυφθεί. Με κομμένη την ανάσα θα ανακαλύψεις με τη σειρά σου (όπως πολλοί πριν, ακόμα περισσότεροι μετά) πως η Σάνγκρι Λα της λογοτεχνίας υπάρχει και κατοικείται από συγγραφείς όπως η Έμιλι Μπροντέ.
Ο χρόνος δεν φαίνεται να έχει προσθέσει βάρος στα «Ανεμοδαρμένα ύψη», τουναντίον τα έχει περιτυλίξει με το φωτοστέφανο του Αριστουργήματος. Απόδειξη αυτού (όχι η μόνη) είναι οι πλείστες όσες ερμηνείες για τα τεκταινόμενα και τους πρωταγωνιστές του έργου. 
Sui generis περίπτωση, ανήκει κι αυτή στη χωρία των μεγάλων δημιουργών που παρέδωσαν ένα μόνο έργο, τεραστίου βεληνεκούς, προτού «διέλθουν προς αθανάτους». Ο χρόνος δεν φαίνεται να έχει προσθέσει βάρος στα Ανεμοδαρμένα ύψη, τουναντίον τα έχει περιβάλει με το φωτοστέφανο του Αριστουργήματος. Απόδειξη αυτού (όχι η μόνη) είναι οι πλείστες όσες ερμηνείες για τα τεκταινόμενα και τους πρωταγωνιστές του έργου. 
Κάθε ερμηνεία, βέβαια, όσο στοιχειοθετημένη, παραμένει προβολή των προβληματισμών και των αξιών του κρίνοντος κι όχι απαραιτήτως «αντικειμενική» ερμηνεία του έργου ή, περισσότερο, της συγγραφέως, της οποίας το δημιουργικό σύμπαν παραμένει απυρόβλητο και απροσπέλαστο. Στη λογική αυτή, δεν πρόκειται να επιχειρήσω να ερμηνεύσω προθέσεις, παρά μόνο να σταθώ σε σημεία που βάσει των προσωπικών μου αισθητικών προτύπων χρήζουν ανάλυσης. 

Ως αρχική διαπίστωση, σε όλη την έκταση του κειμένου κυριαρχεί το ζήτημα της υγείας, της οποίας το φάντασμα καταδίωκε την Μπροντέ καθ' όλη τη διάρκεια του σύντομου βίου της. Εν μέσω άλλων δυισμών στο βιβλίο αυτό, άμεσα διακριτός είναι εκείνος μεταξύ των υγιών, αρτιμελών και σφυζόντων από ζωή κι από την άλλη των αρρώστων, των ανίσχυρων. Κρυμμένη σε κοινή θέα υποβόσκει μια ανομολόγητη (;) απέχθεια για τους αδύναμους, σε αντίθεση με τον θαυμασμό για τους ρωμαλέους, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Δεν είναι τυχαίο που οι υγιείς είναι εκείνοι που καθορίζουν τους κανόνες, που θέτουν τα παραδείγματα, που υποτάσσουν τους ασθενικούς σωματικά και ιδιοσυγκρασιακά στις επιθυμίες, τα όνειρα ή τις ψευδαισθήσεις τους. Ουδείς μπορεί να αντιταχθεί στη δύναμη, την εξουσία του παντοδύναμου Χίθκλιφ και το αντίπαλο δέος (ο Έντγκαρ) απλά παραμένει παρακολουθηματικός και δευτερεύων. Μα και οι θηλυκοί χαρακτήρες υποτάσσονται στη ζωώδη του δύναμη, στην ορμή και το σθένος του, αν κι όχι χωρίς προσπάθειες αντίστασης. 
Η Μπροντέ στέκεται με τρόμο, κάποιες φορές με απέχθεια και φόβο, απέναντι σε αυτό το πανίσχυρο πρότυπο. Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορεί να κρύψει τον θαυμασμό της, τη ζήλια της, ίσως, γι' αυτή τη «force majeure» που κινεί το σύμπαν κι άπαντα τα ανθρώπινα – τουλάχιστον εκείνα του βιβλίου της. Ακούγεται εύλογο, δεδομένου του καταγεγραμμένου βίου της συγγραφέως: παιδί πολυμελούς οικογένειας, έχασε από νωρίς τη μητέρα της και δύο αδέλφια της προτού τους ακολουθήσει λόγω ασθενούς κράσης στον πρόωρο χαμό. Έχει δε ενδιαφέρον ότι στα Ανεμοδαρμένα ύψη, όπου κυριαρχεί η νοσηρή ατμόσφαιρα, ο θάνατος προαναγγέλλεται, οι χαρακτήρες γνωρίζουν πότε και πώς θα πεθάνουν και το πράττουν, θα έλεγε κάποιος, ιδία βουλήσει. Πρόκειται για έναν κατ' ευφημισμόν θάνατο, του οποίου το κράτος βιώνεται, αλλά ποτέ απόλυτα (η παράνοια, ο έρωτας, το πάθος έχουν εξουσία επάνω του). Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή είναι η επιλογή της έμμεσης αφήγησης. Τίποτε δεν συμβαίνει σε παρόντα χρόνο, πλην μόνο όσων περιγράφει ο αφηγητής στις εναρκτήριες και τις καταληκτικές σελίδες του βιβλίου. Όλα τα ενδιάμεσα αποδίδονται εμμέσως, αποτελούν διηγήσεις κυρίως της οικονόμου του σπιτιού Έλεν Ντιν. Ο αφηγητής του βιβλίου (η συγγραφέας;) εισαγάγει τον αναγνώστη στη δράση, του παρουσιάζει τους βασικούς ήρωες όσο πιο «αντικειμενικά» μπορεί και στη συνέχεια απλώς αποσύρεται. Αυτό είναι και το νόημα της έμμεσης αφήγησης, η οποία ηθελημένα στερεί τα όποια ψήγματα αντικειμενικότητας, υποχωρώντας στην πρωτοκαθεδρία του υποκειμενικού, των οπτικών γωνιών και των εναλλασσόμενων φακών που ανακλούν πολύχρωμα ψήγματα αλήθειας ή ψέματος. 
Η Έλεν γεφυρώνει τα χάσματα, συγκρατεί, νουθετεί, ποδηγετεί, παρεμβαίνει στη δράση, επιχειρεί να επηρεάσει τις εξελίξεις και, το σημαντικότερο για τον αναγνώστη, φιλτράρει τα τεκταινόμενα. Όχι όμως με σκοπό να λογοκρίνει (η Μπροντέ δεν θα το επέτρεπε), αλλά να δράσει ως πυροτεχνουργός που προκαλεί ελεγχόμενες εκρήξεις εκεί που μια ανεξέλεγκτη θα προκαλούσε αισθητική ανισορροπία, διαταράσσοντας τις δυναμικές του κειμένου.
Κεντρικός ο ρόλος τής οικονόμου Έλεν Ντιν στο μυθιστόρημα αυτό. Πολλαπλές οι συνδηλώσεις, οι ερμηνείες και οι νοηματικές επιστρώσεις. Εκ πρώτης, η αλήθεια της αποτελεί και την κυρίαρχη οπτική του έργου, καθότι όσα μαθαίνουμε για τους χαρακτήρες στην πορεία του χρόνου προέρχονται ουσιαστικά από εκείνη. Αν υποθέσουμε πως υπάρχουν δύο κύρια συμβολικά κέντρα (το Θράσκρος Γκρέιντζ και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη), η Έλεν είναι η γέφυρα μεταξύ των. Σε ένα απόκοσμο σκηνικό, όπου η κυριαρχία του νοσηρού, των ανεκδήλωτων και εκδηλωμένων παθών αποτελεί τον κανόνα, η ίδια είναι η μόνη φωνή λογικής. Συγκρατημένη, ανθρώπινη, νουνεχής, προικισμένη με «κοινό νου» φέρνει τη νηνεμία σε μια συχνότερα τοξική ατμόσφαιρα. 
Από ψυχαναλυτικής σκοπιάς (βρίθει τέτοιων ερμηνειών το κείμενο) είναι το φροϋδικό Εγώ (το λογικό μέρος) σε συνάρτηση με το Υπερεγώ (θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες) που ισορροπεί, όχι πάντα επιτυχώς, με το δυσήνιο ασυνείδητο (το Αυτό) το οποίο υπερ-εκπροσωπείται στο βιβλίο. Η Έλεν γεφυρώνει τα χάσματα, συγκρατεί, νουθετεί, ποδηγετεί, παρεμβαίνει στη δράση, επιχειρεί να επηρεάσει τις εξελίξεις και, το σημαντικότερο για τον αναγνώστη, φιλτράρει τα τεκταινόμενα. Όχι όμως με σκοπό να λογοκρίνει (η Μπροντέ δεν θα το επέτρεπε), αλλά να δράσει ως πυροτεχνουργός που προκαλεί ελεγχόμενες εκρήξεις εκεί που μια ανεξέλεγκτη θα προκαλούσε αισθητική ανισορροπία, διαταράσσοντας τις δυναμικές του κειμένου. Ως γνήσιος θηριοδαμαστής, δεν φοβάται να βάλει το κεφάλι στο στόμα του κτήνους όταν κρίνει σκόπιμο, αλλά την ίδια στιγμή είναι έτοιμη να υποχωρήσει πίσω από τα κάγκελα αφήνοντας τα θηρία στο κελί να αλληλοσπαραχθούν.
Ας επανέλθουμε στα τα δύο βασικά κέντρα δράσης, δεδομένου πως αποτελούν ουσιώδη ερμηνευτικά κλειδιά. Το μεν Θράσκρος Γκρέιντζ αντιστοιχεί (όπως και η οικονόμος) στο φροϋδικό Εγώ. Οι ένοικοί του εκπροσωπούν την εποχή τους, είναι «άνθρωποι του κόσμου», η συμπεριφορά τους ταιριαστή με τα ήθη και τις επιταγές της. Τουναντίον, στα Ανεμοδαρμένα ύψη (το Αυτό) επικρατούν οι άλογες σκοτεινές δυνάμεις του ασυνείδητου. Υγρό, σκοτεινό μέρος, με ιστορία που χάνεται στο παρελθόν, κατοικείται από φασματικές υπάρξεις και φαντάσματα, από μοχθηρά τετράποδα που αλυχτούν και απειλούν τους επισκέπτες και, βέβαια, από έναν ακόμα πιο σκοτεινό Κύριο που αναλαμβάνει να αποτελειώσει, όταν κρίνει σκόπιμο, το έργο των τετράποδων φυλάκων. 
Ακόμα κι η φιγούρα του υπηρέτη, κακότροπου, ύπουλου και δαιμόνιου, έχει προέλθει από σελίδες ιστοριών γοτθικού τρόμου. Το στοιχειωμένο αυτό μέρος δεν επιδρά αρνητικά μόνο σε όσους το κατοικούν μόνιμα, αλλά και στους επισκέπτες του. Έχει ενδιαφέρον ότι η Μπροντέ σκηνοθετεί τις συγκρούσεις σχεδόν αποκλειστικά μέσα σ' αυτό τον χώρο, καθώς λαμβάνουν χώρα αποκλειστικά εκεί. Ο επισκέπτης αφήνει στην είσοδο τη λογική, την ευπρέπεια, την ηθική του και μετατρέπεται σε επιθετικό ον, επιστρέφοντας στην προτέρα κατάστασή του όταν αποχωρεί από τα Ανεμοδαρμένα ύψη. Η καταβύθιση στον κυκεώνα των εσωτερικών συγκρούσεων περιγράφεται με τη χρήση σκληρής γλώσσας και προσβολών από την Μπροντέ (κάτι που στην εποχή της επικρίθηκε). 
anemodarmena ipsi kentriki
Αρκετά όμως απέφυγα να μιλήσω για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο». Θα επισπεύσω. Μπορεί λοιπόν το βιβλίο αυτό να κινείται σε πολλαπλά επίπεδα, αλλά γενιές αναγνωστών το απολαμβάνουν πρώτιστα ως την απόλυτη ερωτική ιστορία, εκείνη του Χίθκλιφ και της Κάθριν. Πρόκειται για έναν έρωτα πέρα από τον θάνατο, του οποίου η ένταση και η χρονική διάρκεια ξεπερνάει τα ανθρώπινα. H γοτθική, ρομαντική (με τη βυρωνική έννοια) ατμόσφαιρα διαποτίζει τις σελίδες με ένα άρωμα σήψης, ανθοφορίας σε λιμνάζοντα ύδατα, όπου το κάλλος φύεται μεν, πλην όμως συντομότερα παραχωρεί τη θέση του στο πεισιθάνατο. Δεν είναι απλώς παράφορος ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών, κινούμενος εγγύτερα στην παραφροσύνη όσο ζουν, αλλά αγγίζει (ξεπερνώντας) ακόμα και τα όρια της νεκροφιλίας μετά θάνατον. 
Δεν είναι απλώς παράφορος ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών, κινούμενος εγγύτερα στην παραφροσύνη όσο ζουν, αλλά αγγίζει (ξεπερνώντας) ακόμα και τα όρια της νεκροφιλίας μετά θάνατον. 
Όταν ο Χίθκλιφ αναφωνεί: «Δεν λυπάμαι κανέναν. Δεν λυπάμαι κανέναν! Όσο πληθαίνουν τα σκουλήκια τόσο λαχταρώ να τα συνθλίψω όλα μαζί. Είναι ηθικός πονόδοντος, και τρίζουν τα δόντια μου με μεγαλύτερη ορμή όσο ο πόνος δυναμώνει», η πρόδηλη μισανθρωπία του δεν αφήνει περιθώρια σύγχυσης. Το αυτό ισχύει και από την πλευρά της Κάθριν: «Όποιο κι αν είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες οι ψυχές μας, η δική του και η δική μου είναι από το ίδιο». Η νοσηρή της ταύτιση δεν είναι κάτι που θα επιθυμούσε κανείς, έχων σώας τας φρένας, για τον ίδιο ή αγαπημένο του πρόσωπο.
Ας μου επιτραπεί να διαχωρίσω τη θέση μου εδώ: Αυτή η αρρωστημένη σχέση δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδανική, απόλυτη, θετικά προσημασμένη για καμία εποχή και καμία γενιά. Κι όμως ως τέτοια αναφέρεται. Τι συμβαίνει εδώ; Τι είναι εκείνο που κάνει γενιές αναγνωστών να ταυτίζονται με τον μεγαλειώδη έρωτα δύο νοσούντων ψυχικά ατόμων, μόνο μέλημα των οποίων είναι η εμμονική τους συνύπαρξη με κάθε τίμημα, πατώντας επί των πτωμάτων όσων τους αντιτίθενται; Η απάντηση κρύβεται –πρώτα και πάντα– στη συγγραφέα. Όχι, φρονώ, τελικά ο αναγνώστης (ένας εξ αυτών κι εγώ) δεν ταυτίζεται με τους ήρωες του βιβλίου, αλλά με την αφηγηματική ορμή της Μπροντέ που καθιστά το επώδυνο ανώδυνο, το απεχθές προσιτό, το αρρωστημένα ανοίκειο οικείο και θετικό (θυμήσου τη Λολίτα!). 
alt
Στο άκουσμα του τίτλου "Wuthering Heights", πολλοί θα είναι
αυτοί που θα ανακαλέσουν το ομότιτλο κομμάτι της Kate Bush.
Το κομμάτι βρίσκεται στον πρώτο δίσκο της Bush ("The kick
inside", 1978) και είναι μέχρι και σήμερα, το μόνο τραγούδι
της που έμεινε στην πρώτη θέση των UK singles για τέσσερις
εβδομάδες. 
Η Bush έγραψε το κομμάτι μέσα σε μερικές ώρες όταν ήταν
18 χρόνων.
 Είχε παρακολουθήσει στο BBC μια τηλεοπτική
διασκευή του βιβλίου, ενώ αμέσως μετά διάβασε και το
μυθιστόρημα 
της Μπροντέ. Σ' αυτά τα "Wuthering Heights"
είναι η 
Κάθριν αυτή που αφηγείται την ιστορία μέσω των
στίχων της Kate Bush.






Όχι, η τέχνη δεν αγαπά τους χλιαρούς και την καθημερινότητά τους. Ο αναγνώστης το γνωρίζει κατά βάθος και γι' αυτό στρέφεται σ' αυτήν. Όσο πιο αφασικό, φιλάσθενο είναι αυτό που καλούμε ζωή τόσο περισσότερο θα στρεφόμαστε στην τέχνη για τις μεγάλες αφηγήσεις, τα μεγάλα πάθη, τους υψιπετείς έρωτες, τα αβυσσαλέα μίση. Η Μπροντέ, ζώντας ως γυναίκα εντός της εποχής της, προβάλει από το κουκούλι της όποτε πιάνει στα χέρια της την πένα. Ενδύεται τον ρόλο του συγγραφέα, ενός ανθρώπινου και μη πλάσματος που δεν αγαπά τη μετριότητα, δεν αρκείται στο πρόσφορο, στο χειραγωγούμενο, στη χρυσή (χρηστή) τομή. 
Ας μην γελιόμαστε. Κανείς αξιόλογος συγγραφέας δεν αγαπά το Κέντρο, την ισορροπία (πλην της αναγκαίας ενδοκειμενικής), όλα εκείνα που αποζητούμε και επιβραβεύουμε στην καθημερινότητα. Για τον καλλιτέχνη, η λέξη «κανονικότητα» αποτελεί ύβρη, και η τέχνη εξεμεί επάνω της από καταβολής της, nunc et semper. Η Μπροντέ, ως γνήσια καλλιτέχνης, εμφορούμενη από το πνεύμα αυτό, προσφέρει μέσα από το έργο της στον αναγνώστη δώρο προμηθεϊκής φύσης: τη φλόγα που έχουν κρατήσει οι Θεοί για χάρη τους. Φευ, το δώρο αυτό δεν παραδίδεται δωρεάν. Η κόψη του είναι διπλή, καθώς λειτουργεί ως συνεχής υπενθύμιση του απολεσθέντος παραδείσου, τουτέστιν όλων εκείνων που ο ίδιος δεν αποτολμά να ζήσει, στιγματίζοντας σε κάθε σελίδα τη δειλία, την ατολμία, την έλλειψη ζέσης.
Είναι το ύφος της Μπροντέ –ο ολοδικός της ενορατικός αφηγηματικός τρόπος– που υποχρεώνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τη διήγηση, με τους εμμονικούς ήρωες του βιβλίου κι όχι βεβαίως οι βαρύγδουπες λέξεις όπως ο «έρωτας», ο «θάνατος».
Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να προσφέρει (υπο)δείγματα ζωής σε πληρότητα, εκεί που το φιλοθεάμον κοινό αρκείται σε συμπληρώματα επιβίωσης. Ενδόμυχα ο αναγνώστης το αναγνωρίζει, καθότι ο καθρέφτης της τέχνης ανακλά συχνότερα το Τέρας παρά την Πεντάμορφη που κρύβει εντός του, προσφέροντας –πολύτιμο αντίτιμο– την ομορφιά ως υπόσχεση ευτυχίας. Είναι το ύφος της Μπροντέ –ο ολοδικός της ενορατικός αφηγηματικός τρόπος– που υποχρεώνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τη διήγηση, με τους εμμονικούς ήρωες του βιβλίου κι όχι βεβαίως οι βαρύγδουπες λέξεις όπως ο «έρωτας», ο «θάνατος» κ.ο.κ. Ναι, υπάρχει έρωτας πέρα από τον θάνατο κι είναι εκείνος που μας συνδέει με τον συγγραφέα και το έργο του!
Αυτό είναι τελικά η τέχνη: άπαντα τα εν δυνάμει συγκερασμένα σε ένα έργο, οι προοπτικές και οι διαψεύσεις τους. Κι ο αναγνώστης το γνωρίζει, το αποδέχεται και παρασύρεται από εκείνο το πάθος που σπάνια θα δεχόταν να βιώσει εκτός κειμένου. Ο αλλοτριωμένος υπαρκτός κόσμος χάνεται προς στιγμήν, το πέπλο σχίζεται και προβάλλει στο ημίφως η ζωή. Στο σούρουπο του πεπερασμένου χρόνου μας, η Μπροντέ στέλνει τη λάμψη του άστρου της να διανύσει έτη φωτός (τέχνης έρωτας γεφυρώνει το κενό) για να μας αγγίξει λυτρωτικά. 
Κι ύστερα, το σκοτάδι πέφτει επάνω σε όλους.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
 Στην κεντρική και τη μεσαία εικόνα: Η Κάθριν έτσι όπως την «είδε»/© η artist illustrator από τη Ρωσία Alena Nikonenko.

alt
Ανεμοδαρμένα Ύψη
Έμιλι Μπροντέ
Μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου
Επίμετρο: Τζόις Κάρολ Όουτς
Ψυχογιός 2020
Σελ. 464, τιμή εκδότη €17,70
alt

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου