|
ΕΚΕΙΝΟ τὸ ἄρωμα πίσω ἀπὸ τὸ σχολεῖο τοῦ
χωριοῦ. Στάχια, ἐλιές, πρόβατα καὶ κατσίκες μὰ πιὸ πολὺ τὸ ἁλμυρίκι,
ποὺ στὴ βαθειὰ χαρακιά του κρύβουμε τὰ πακέτα μὲ τὰ τσιγάρα. Ἔτσι ὅποιος
πηγαίνει πρῶτος ἔχει πάντα τουλάχιστον ἕνα.
Κρυβόμαστε γιατὶ ἀνὰ πάσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ περάσει ὁ μπάρμπα-Μανώλης
καὶ νὰ μᾶς δεῖ νὰ καπνίζουμε καὶ τότε θὰ τὸ πεῖ στὴ γυναίκα του ποὺ τὴ φωνάζουμε
ρόιτερ, γιατὶ εἶναι ἡ πιὸ κουτσομπόλα ἀπ' τὶς γριές. Μετὰ οἱ γονεῖς
μας δὲ θὰ μᾶς ἀφήνουν ἔξω στὸ σχολεῖο τὰ ἀπογεύματα καὶ εἶναι καλοκαίρι.
Δὲν ἔχουμε κάπου ἀλλοῦ νὰ πᾶμε. Τὴν καλύβα ποὺ χτίσαμε ὅλοι μαζὶ πέρυσι
τὴ διέλυσε ὁ Ἀντώνης, ὁ γιὸς τοῦ κὺρ-Μιχάλη, ποὺ ἦταν καλὸς καὶ δὲν τὸν
ἔνοιαζε ποὺ στὴ μέση τοῦ χωραφιοῦ του φτιάξαμε αὐτὴν τὴν καλύβα καὶ
μαζευόμασταν καὶ καπνίζαμε καὶ πίναμε καὶ λέγαμε βλακεῖες.
Ὅταν παίζουμε πόλεμο, τὸ ἕνα στρατόπεδο εἶναι ἡ καλύβα καὶ τὸ ἄλλο
τὸ σχολεῖο. Περπατᾶμε δύο μαζὶ πάντα, κι ὅταν ἤμασταν μὲ τὸν Νίκο
μιὰ φορὰ βαθειὰ μέσα στοὺς ἐλαιῶνες, κοντὰ στὸ μικρὸ Βυζαντινὸ παρεκκλήσι
τὸν φίλησα στὸ στόμα. Ἔτρεμα στὴ σκέψη ὅτι κάποιος θὰ μᾶς δεῖ ἢ ὅτι θὰ
τὸν πειράξει, ἀλλὰ ὁ Νίκος ἁπλὰ χαμογέλασε καὶ εἶπε «πᾶμε νὰ τοὺς νικήσουμε!».
Ψάχναμε μιὰ ὥρα νὰ τοὺς βροῦμε, πήγαμε ἀκόμα καὶ μέχρι τὸ πεσμένο
δέντρο στὸν ξεροπόταμο ἀλλὰ δὲ βρήκαμε κανέναν. Ἐκεῖ γύρω ἔχει πλατάνια
καὶ πάω πότε-πότε μόνος μου καὶ γράφω, ἢ ἁπλὰ κοιτάω τὸν τεράστιο ἱστὸ
ποὺ ἔχουν φτιάξει οἱ ἀράχνες.
Πρὶν μερικοὺς μῆνες εἶχα δεῖ ἐκεῖ καθισμένη τὴν Ἀγγελικούλα, τὴν κόρη
τοῦ παπᾶ. Ἡ Ἀγγελικούλα εἶναι γύρω στὰ τριάντα, ἀλλὰ τὸ μυαλό της δὲν
ἔχει μεγαλώσει. Κυκλοφορεῖ γύρω-γύρω στὸ χωριὸ μόνη της κρατώντας
πάντα στὸ χέρι ἕνα λεμόνι. Ὅταν μὲ βλέπει, μὲ ρωτάει πάντα τί κάνω,
καὶ τί κάνουν ἡ μαμά μου κι ὁ μπαμπάς μου, μὲ μιὰ ἀργόσυρτη φωνὴ σὰν μοιρολόϊ.
Πολλὲς φορὲς μὲ ρωτάει πῶς τὰ πάω στὸ σχολεῖο, καὶ μετὰ μοῦ λέει τοὺς
βαθμούς της στὸ γυμνάσιο· ἦταν πολὺ καλὴ μαθήτρια. Οἱ γλῶσσες τοῦ χωριοῦ
λένε ὅτι ἡ Ἀγγελικούλα τὸ ἔπαθε αὐτό, ἐπειδὴ ἐρωτεύτηκε ἕνα ἀγόρι
καὶ τὸ κάνανε, κι ἔτσι ὁ παπὰς καὶ ἡ παπαδιὰ τὴν κλείσανε μέσα καὶ τὴ
δέρνανε. Κάθε τόσο ἀκούω λυγμοὺς μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ θέλω τὴν ἑπόμενη
φορὰ ποὺ θὰ πάω νὰ κοινωνήσω νὰ φτύσω τὸν παπά. Εἶναι καὶ κακομούτσουνος
καὶ μιὰ φορὰ πῆγε νὰ κλωτσήσει τὴ γάτα μου ὁπότε τοῦ τά' χω μαζεμένα.
Πρὶν δύο χρόνια, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸν Ἐπιτάφιο, μὲ εἶχε βάλει νὰ
κρατάω τὸ ἕνα ἑξαπτέρυγο γιὰ τὴν πομπή, ἐπειδὴ κανεὶς ἄλλος δὲν ἤθελε
κι ἐμένα ὁ παπποῦς μου ἦταν κι αὐτὸς παπᾶς. Ὁ Μανοῦσος κρατοῦσε τὸ ἄλλο
καὶ ὁ Γιῶργος τὴ λαμπάδα καὶ τὸ θυμιατό. Περάσαμε ἀπὸ ὅλα τὰ δρομάκια
τοῦ χωριοῦ καὶ σὲ κάθε σπίτι μᾶς ρίχνανε οἱ γριὲς κολώνια ἢ ἁγιασμένο
νερό. Μετὰ ὅταν μαζευτήκαμε τὰ παιδιὰ πάλι στὸ σχολεῖο ὅλοι μᾶς κοροϊδεύανε,
γιατὶ εἴχαμε φορέσει κάτι ἄθλιες ἄσπρες ρόμπες σχεδὸν σκισμένες,
καὶ σκυλοβρωμούσαμε Μυρτώ.
Ἦταν ἡ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ ποὺ δέχτηκα, κι ἀπὸ τότε κάθε χρόνο
πηγαίνω ἐξ ἀρχῆς στὸ σχολεῖο μὲ τὸ Βαγγέλη καὶ τοὺς ἄλλους ἀλῆτες μὲ
τὰ μηχανάκια. Μ' ἀρέσει ὁ Βαγγέλης, γιατὶ εἶναι ντόμπρος καὶ σκληραγωγημένος
καὶ κάποτε μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἐγὼ εἶμαι τὸ καλύτερο παιδὶ καὶ ὁ πιὸ μάγκας
ἀπ' ὅλους, ὅ,τι κι ἂν λένε οἱ ἄλλοι γιὰ μένα. Ἄ ναί, καὶ γιατὶ κάθε φορὰ
ποὺ πάει στὸ σχολεῖο, ἀφήνει ὅ,τι τσιγάρα τοῦ ἔχουν μείνει στὴ βαθειὰ
χαρακιὰ στὸ ἁλμυρίκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου