|
|
ΚΟΙΤΑΖΩ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ κινητό μου, 15.45. Εἶναι ὥρα νὰ ξεκινήσω. Κατεβαίνω τὶς σκάλες πατώντας στὶς μύτες. Δὲν θέλω νὰ μὲ ἀκούσει ἡ μάνα. Μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου τὴ βλέπω στὴν κουζίνα ἀλλὰ προλαβαίνω νὰ βγῶ πρὶν μὲ ρωτήσει. Ἂν καὶ ξέρει τὴν ἀπάντησή μου δὲν λέει νὰ τὸ πάρει ἀπόφαση ἑφτὰ χρόνια τώρα.
«Ναί, θὰ πάω » τῆς φωνάζω ἀποφασιστικὰ πίσω ἀπὸ τὴν κλειστὴ
πόρτα.
Ὁ
δρόμος ἔχει κίνηση καὶ κολλάω γιὰ ἕνα τέταρτο στὸ φανάρι πρὶν τὴν ἐθνική.
Δὲν θὰ προλάβω. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ προλάβω. Ἀρχίζω νὰ ἱδρώνω . Χτυπάω
τὰ χέρια μου στὸ τιμόνι καὶ πατάω τὴν κόρνα. Κάποιο αὐτοκίνητο μπῆκε
στὸ ἀντίθετο ρεῦμα κυκλοφορίας καὶ μπλόκαρε τὸ δρόμο. Ἀνοίγω τὸ παράθυρο
καὶ βρίζω τὸν ὁδηγό. Τὸ μετανιώνω ὅμως καὶ σταματάω. Πρέπει νὰ ἠρεμήσω.
Δὲν τῆς ἀρέσει ὅταν ἐκνευρίζομαι. Παίρνω μιὰ βαθιὰ ἀνάσα καὶ φέρνω
στὸ μυαλό μου τὴ μελωδία τοῦ τραγουδιοῦ μας. Βάζω τὸ cd καὶ ἡ βραχνὴ φωνὴ
τοῦ Κοὲν χτυπάει σὰ γροθιὰ στὸ στομάχι μου. «Dance me to the end of love».
Φτάνω στὸ 65ο χιλιόμετρο Ἀθηνῶν-Λαμίας στὶς ἕξι καὶ τέταρτο ἀκριβῶς.
Ἔχω ἀργήσει πάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ φοβᾶμαι πὼς δὲν θὰ μὲ περιμένει. Ἁρπάζω
τὸ μπουκέτο μὲ τὶς ἀνεμῶνες καὶ βγαίνω ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο. Ὁ ἥλιος ἂν
καὶ ὁδεύει πρὸς τὴ δύση του εἶναι ἀρκετὰ δυνατὸς γιὰ νὰ μοῦ θαμπώσει
τὰ μάτια. Κάνω μερικὰ βήματα μὲ δυσκολία γιατί τὰ πόδια λυγίζουν ἀπὸ
τὴν ἀγωνία καὶ τότε τὴ βλέπω.
Εἶναι ἐκεῖ ἀκίνητη, ξαπλωμένη στὴν ἄσφαλτο, καὶ μοῦ χαμογελάει
μὲ τὸ ἴδιο γλυκὸ χαμόγελο ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε πάντα ὅταν ἀγχωνόμουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου