Ὕστερα σκύβουμε τὰ μάτια,
κοιτᾶμε τὰ παπούτσια μας, κοιτᾶμε τὸ χῶμα. Δὲν ἔπεσε τίποτα.
Γιάννης Ρίτσος, Ἡμερολόγια Ἐξορίας
Ι.
ΕΙΧΑ ΜΕΙΝΕΙ πιὸ πίσω ἀπὸ
τοὺς ἄλλους. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀκούω τὸν φόβο νὰ ἐκβιάζει γνωριμίες. Εἶχαν
γίνει ὅλοι μιὰ παρέα. Ὁ καθένας κλαψούριζε γιὰ τὰ δικά του. Ἂν τοὺς ἄκουγε
κάποιος, ἦταν φανερό, πὼς κανεὶς δὲν ἀπαντοῦσε σὲ κανένα παρὰ μόνο
στὸν ἑαυτό του. Ἤθελαν νὰ ποῦν, ὄχι ν’ ἀκούσουν. Ποιός δὲν φοβᾶται στὸ
δάσος μὲ ὁμίχλη; Ποιός δὲν φοβᾶται μὲ βαρίδια στὰ πόδια στὴν ἔρημο
χωρὶς νερό; Ἀτέλειωτο περπάτημα. Μετὰ τὴν πρώτη μέρα ἔπαψα νὰ μετράω
τὸ χρόνο. Μέχρι τότε εἶχα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐπιλογῆς νὰ ἐπιστρέψω.
Σὰν νὰ κολυμπᾶς μέχρι ἐκεῖ ποὺ πατᾶς. Ἂν προχωρήσεις, εἶσαι μεσοπέλαγα.
Εἶσαι τοῦ πελάγου πιὰ καὶ ὄχι τῆς ἀκτῆς. Πρέπει νὰ συνεχίσεις νὰ κολυμπᾶς.
Μιὰ γραμμὴ ἀπὸ γένια, κολλημένα μαλλιὰ καὶ παπούτσια ποὺ εἶχαν χάσει
τὴν ἀξιοπρέπειά τους περπατοῦσαν πηγαίνοντας τὴν ἀνθρωπότητα πίσω.
Μάτια ποὺ προχωροῦσαν πρὶν τὰ πόδια καὶ ἔριχναν τὸ ἀγκίστρι τῆς ἐλπίδας
στὴ μακρινὴ θέα κάποιων φώτων. Μετὰ μαζεύονταν στὴν σκοτεινὴ κόχη
τους καὶ ἡ ὁρατότητα περιορίζονταν πάλι στὴν πραγματικότητα.
Εἶχα μείνει πιὸ πίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἐγὼ φοβόμουν. Ἡ ἀλαζονεία
τῆς νιότης ὅμως δὲν μ’ ἄφηνε νὰ φανερώνομαι. Κανένας δὲν μὲ εἶχε
προσέξει σ’ αὐτὴ τὴν πορεία ἐλπίδας. Σὲ κανένα, ἴσως, δὲν θὰ ἔλειπα
πίσω. Ὅταν μὲ δάγκωνε ἐκεῖνος ὁ πόνος στὸ στῆθος καὶ δὲν μποροῦσα νὰ
πάρω ἀνάσα, ἔχωνα τὸ χέρι μου στὴ τσάντα ποὺ φοροῦσα χιαστὶ στὸ στῆθος
καὶ ἔπιανα τὴ μαντήλα τῆς μάνας μου. Τὴν ἔβγαζα, τὴ μύριζα τὴν ἔβαζα
πίσω στὴ θέση της. Μύριζε σπίτι, ζωή, ἀγάπη, κάτι δικό μου. Αἰσθανόμουν
πάλι ἄνθρωπος, θυμόμουν ποιός εἶμαι καὶ συνέχιζα.
Εἶχα μείνει πιὸ πίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἄκουγα τὶς ἱστορίες τους ἀπὸ
μακριὰ ὅταν ξεκουραζόμασταν, ἀναγνώσματα γιὰ τὸν ὕπνο. Ἔτσι τοὺς εἶχα
γνωρίσει ἕναν-ἕναν ἀπὸ μακριά. Ἤθελα νὰ φτάσουν πρῶτοι. Ἤθελα νὰ δῶ
τί θὰ κάνουν ἢ μᾶλλον τί θὰ ἀπογίνουν. Κρυμμένος, βλέπω τὰ ταλαιπωρημένα
παπούτσια τους παρατημένα νὰ ξεκουράζονται στὸ ἀφράτο χῶμα ἑνὸς
χωραφιοῦ, ἀνασηκωμένα, μισὰ στὴ γῆ μισὰ στὸν ἀέρα, ἕτοιμα νὰ τὸ
σκάσουν. Τὰ ἴδια ἔχουν ξανακάνει παρέα ἔξω ἀπὸ τζαμιά, ἀλλὰ πάντα
οἱ ἰδιοκτῆτες ἐπέστρεφαν νὰ τὰ φορέσουν. Ἔχουν χορέψει δίπλα-δίπλα
σε μπαϊράμια καὶ γάμους, ἔχουν σταθεῖ ἀπέναντι καὶ ἔχουν φλερτάρει,
ἔχουν γίνει τὸ ἀποκούμπι δυὸ χαμηλωμένων ματιῶν καὶ δύο κόκκινων
μάγουλων. Τώρα, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, στρατιωτάκια χωρὶς μιὰ διαταγὴ
γιὰ περπάτημα, χορό, τρέξιμο, παιχνίδι, φλέρτ, ἔστω πάτημα, νὰ ζήσουν
πάλι. Ὁ πόνος εἶναι ζωή· ἀλλὰ ὄχι αὐτὴ ἡ ἀπραξία.
Μέσα ἀπὸ τὸ θάμπος τῶν ματιῶν μου, ξεχωρίζω τὰ ἀθλητικὰ τοῦ Ζαμὶ ποὺ
ἀνεβοκατέβαιναν τὸ γήπεδο σὲ 20 δεύτερα, τὰ παπουτσάκια τῆς Ἀμένα
καὶ δίπλα τῆς κούκλας της, τὰ γαμπριάτικα τοῦ Σάϊντ ποὺ δὲν πρόλαβαν νὰ
ἀνταμώσουν τὶς γόβες μὲ τὶς ἀσημὶ πέρλες τῆς Χάγια, τὶς μπότες τῆς
Νούντα ποὺ εἶχαν τὴν τύχη, νόμιζαν, νὰ φύγουν μαζί της ταξίδι, τὶς σαγιονάρες
τοῦ Ρίφατ ποὺ ξεκίνησαν γιὰ κολύμπι καὶ δὲν δροσίστηκαν ποτέ.
Τὰ δικά μου μοκασίνια ὑπομένουν ἀκόμη τὰ πληγωμένα πόδια μου, αὐτὰ
τὰ ἴδια μοκασίνια ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει ἐκεῖνο τὸ τελευταῖο ἀπόγευμα
φτερὰ στὸ πλησίασμα μὲ τὰ λευκὰ σανδάλια τῆς Μαλάλα καὶ τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.
Μὰ πρὶν ἀπογειωθοῦν, βάρυναν ἀπὸ τὸ μολυσμένο μὲ ἀπειλὲς ἀέρα καὶ
προσγειώθηκαν στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ μου δίπλα στὴν ἀκίνητη μάνα μου
πεσμένη μέσα σὲ ἕνα κουκούλι ἀπὸ μαῦρο καπνό. Τὸ μόνο ποὺ πρόλαβα ἦταν
νὰ τὴν ἐλευθερώσω ἀπὸ τὴ μαντήλα της. Τὰ ἀνοιχτὰ μάτια της ἦταν τὸ
τελευταῖο ποὺ θυμόμουν ὅταν ἄνοιξα τὰ δικά μου στὸ γυμνὸ κρεβάτι τοῦ
νοσοκομείου· τὰ μάτια της ἄδεια χωρὶς ἕνα κανένα μήνυμα γιὰ μένα.
Ἀκουμπάω τὰ τρύπια παπούτσια μου στὸ νωπὸ χῶμα. Κρυώνω μπροστὰ ἀπὸ
τὴν ὑγρὴ κουρτίνα τῆς ὁμίχλης ποὺ πίσω της χάθηκαν οἱ ἄλλοι. Μὲ προστατεύει
ἀπὸ τὰ λόγια, τοὺς ἤχους, τὶς σιωπές, τὶς σκέψεις, τὴν ἐλπίδα. Σὰ νὰ
βουβάθηκαν ὅλοι μόλις τὴν πέρασαν. Οἱ ἱστορίες ἔκαναν τὸ καθῆκον
τους. Μασάλια* γιὰ νὰ περνάει ἡ ὥρα. Τώρα δὲν πειράζει νὰ ἔρθει μιὰ
βροχὴ νὰ τὶς παραχώσει στὴ λάσπη ἑνὸς ξένου χωραφιοῦ. Μὰ ἂν τὸ χῶμα εἶναι
δεκτικὸ μπορεῖ νὰ τὶς καρπίσει καὶ νὰ βγάλουν ρίζες καὶ κλαδιὰ καὶ τὰ
παλιὰ νὰ μπλέξουν μὲ τὰ νέα· ἂν τὸ χῶμα εἶναι δεκτικό. Γιατί θὰ χρειαστοῦν
καινούργιες ἱστορίες. Μ΄ αὐτὴ τὴ σκέψη περνάω καὶ ἐγὼ πίσω ἀπὸ τὴν
κουρτίνα.
μπαϊράμι : μεγάλη
μουσουλμανικὴ γιορτή.
μασάλια : κουτσομπολιά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀθηνᾶ Χαραλαμπίδου. Εἶναι
καθηγήτρια Ἀγγλικῆς Γλώσσας καὶ Λογοτεχνίας σὲ δημόσιο σχολεῖο καὶ
ἀπόφοιτη τοῦ Προγράμματος Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν, Δημιουργικὴ Γραφὴ στὴ Λογοτεχνία
καὶ τὴν Ἐκπαίδευση τῆς Παιδαγωγικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ. Ζεῖ στὴ
Θεσσαλονίκη. Μὲ τοὺς μαθητές της γράφουν ἱστορίες καὶ ποιήματα στὰ
ἑλληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου