ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ ὅλο παραπονιόταν, κάθε βράδυ, ἔλεγε, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ
τοίχου πάντα ἡ ἴδια μουσική, μετὰ τὸ φαγητὸ οἱ γέροι γείτονες, ὁ
ἄντρας καὶ ἡ γυναίκα, ἴδια σὰν προγραμματισμένο δρομολόγιο τρένου
πᾶνε στὸ πιάνο καὶ ἡ γυναίκα παίζει τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια: στὴν ἀρχὴ κάτι
μελαγχολικὸ καὶ μετὰ ἕνα βάλς. Κάθε μέρα τὸ ἴδιο παλιόπραμα,
ταρατατὶ-ταρατατά, ἔλεγε ἡ γυναίκα, ἡ γειτόνισσα τῶν γέρων καὶ
γελώντας τὸ διηγοῦνταν σὲ ὅλους τους γνωστούς της καὶ στὴ δουλειά της,
παρόλο ποὺ αὐτὴ ἡ κατάσταση δὲν ἤτανε γιὰ γέλια. Ἀφοῦ μπορεῖ νὰ σοῦ
συμβαίνουν διάφορα, νὰ σοῦ πονάει τὸ κεφάλι ἢ ἁπλὰ νὰ θέλεις νὰ
ξεκουραστεῖς καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ κάθε βράδυ νὰ βουλώνεις τὰ αὐτιά
σου βάζοντας δυνατὰ τὴν τηλεόραση – καὶ στοὺς γέρους ὅλο ἡ ἴδια
λατέρνα, αὐτὸ τὸ παλιόπραμα, ταρατατὶ-ταρατατά.
Αὐτοὶ οἱ γέροι ἀκόμα καὶ ἔξω ἔβγαιναν πάντα μαζί, σοβαρὰ καὶ
εὐγενικὰ μὲ μικρὰ βήματα ἔφταναν στὸ μαγαζάκι, καὶ αὐτὸ μὲ
δρομολόγιο, ἀρκετὰ νωρὶς τὸ πρωί, —τὴν ὥρα ποὺ οἱ δυνατοὶ ἐνήλικες
καὶ οἱ πιωμένοι βρίσκονταν στὴ δουλειὰ ἢ κοιμόντουσαν— γιὰ νὰ μὴν
μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς πειράξει.
Κοντολογίς, ἡ γειτόνισσα ποὺ μὲ τὸν καιρὸ ἤξερε πιὰ τὸ
ρεπερτόριό τους, ρώτησε ἀρκετὰ ἄξεστα, μὲ τὸ περιπαικτικό της
ὕφος, ὅταν ἔπεσε πάνω τους (αὐτοὶ μόλις βγαίνανε γιὰ τὸ μαγαζάκι, μὲ
γιορτινὰ σιδερωμένα ροῦχα, σὰν γιὰ χορό, ἐκείνη μὲ τριμμένο
παναμαδάκι, ἐκεῖνος μὲ ἄσπρη τραγιάσκα, τὰ ματάκια καὶ τῶν δύο
χαρούμενα, τὰ χεράκια ζαρωμένα), τί εἶναι αὐτὸ ποὺ παίζετε
συνέχεια, ἄ! χαίρετε, δὲν καταλαβαίνω, – ἐνῶ βασικὰ θὰ ἤθελε νὰ πεῖ
«γιὰ ποιό λόγο παίζετε συνέχεια καὶ ἐνοχλεῖτε», ὅμως αὐτοὶ
κατάλαβαν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, συγκινήθηκαν, χαμογέλασαν
φαρδιὰ-πλατειὰ μὲ τὰ λεία πλαστικά τους δόντια καὶ αὐτὴ εἶπε —αὐτὴ τὸ
εἶπε— ἡ γριούλα: «Ἀπὸ τὰ τραγούδια χωρὶς λόγια τοῦ Μέντελσον καὶ ἕνα
βὰλς-φαντασία τοῦ Σοπὲν.» (Φτοῦ σου! σκέφτηκε ἡ γειτόνισσα).
Ὅμως ὅλα στὸν κόσμο τελειώνουν, καὶ ἡ
μουσικὴ ξαφνικὰ τελείωσε. Ἡ γειτόνισσα ἀνέπνεε ἐλεύθερα,
ἄρχισε νὰ τραγουδάει καὶ νὰ τὸ διασκεδάζει, αὐτὴ ἦταν κάτι σὰν
παραπεταμένη, ἦταν μιὰ ἐγκαταλειμμένη σύζυγος, σωστότερα οὔτε
κὰν σύζυγος, καὶ ἔτσι ὕστερα ἀπὸ τὸν χωρισμὸ τῆς ἔμεινε μιὰ
γκαρσονιέρα, καὶ κάποιος ἄλλος ἐγκαταστάθηκε στὸ σπίτι της, ἔμενε
ἐκεῖ, κάρφωσε ἕνα ράφι στὴν κουζίνα, ἀγόρασε καὶ κάτι γιὰ τὸν
ἐφοδιασμὸ τοῦ ἀποχωρητηρίου σὰν κανονικὸς νοικοκύρης, ἦρθε μὲ
ἕνα συσκευασμένο καπάκι καὶ τὸ βίδωσε μουρμουρίζοντας ὅτι αὐτὸ
ποὺ ὑπῆρχε ἦταν χάλια. Ὕστερα ἐπέστρεψε στὴ μάνα του. Καὶ τώρα αὐτὴ
ἡ μουσικὴ κάθε βράδυ, ἀπὸ τὸν πολὺ λεπτό, ὅπως φαίνεται, τοῖχο, αὐτὸ
τὸ βὰλς τοῦ Σοπὲν μὲ τὰ λάθη πάντα στὸ ἴδιο σημεῖο, πάντα το ἴδιο
φάλτσο σὰν ἕνα παλιωμένο γραμμόφωνο ποὺ κολλάει καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ
σὲ τρελάνει. Ἡ τηλεόραση ἦταν στὸν ἄλλο τοῖχο, καὶ ἐδῶ ὑπῆρχε ἕνα
ντιβάνι, καὶ ὡς συνήθως τὸ παλιωμένο γραμμόφωνο ἦταν σχεδὸν
κολλημένο κάθε βράδυ στὸ αὐτί της. Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε ἡ ἀκοὴ τῆς
γειτόνισσας βελτιωνόταν σὰν τῆς νυχτερίδας, σὰν τοῦ τυφλοῦ ποὺ
ἀκόμα καὶ ἀνάμεσα στὸν πάταγο τῆς τηλεόρασης ξεχωρίζει αὐτὸν τὸν
καταραμένο Μέντελσον καὶ τὸν Σοπέν.
Κοντολογίς, ξαφνικὰ ὅλα τελείωσαν, γιὰ
δυὸ μέρες δὲν ἀκουγόταν μουσικὴ καὶ μποροῦσες νὰ δεῖς τηλεόραση μὲ
ἠρεμία, νὰ τραγουδήσεις ἢ νὰ χορέψεις, ὅμως ἀπὸ μακριὰ σὰν νὰ
ἔκλαιγε κάποιος, σὰν νὰ τσίριζε ἕνα παιδὶ ἀπὸ τὰ πάνω πατώματα,
ἀλλὰ καὶ αὐτὸ σταμάτησε. «Μὰ τί καλὴ ἀκοὴ ποὺ ἔχω!», – διηγοῦνταν
μετὰ ἡ γειτόνισσα τῶν γέρων στὴ δουλειά, ὅταν ὅλα ξεκαθαρίστηκαν,
ὅτι αὐτὸ τὸ τσίριγμα ἦταν τοῦ ἄντρα τῆς γριᾶς πιανίστας, ὅτι δὲν τὴ
βρήκανε κάπου γενικὰ ἀλλὰ στὸ πάτωμα κάτω ἀπὸ τὸν ἄντρα της,
φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἀπὸ καιρὸ ἦταν παράλυτος στὸ κρεβάτι («καὶ ἐγὼ
δὲν τὸ εἶχα καταλάβει, κάποτε τοὺς συναντοῦσα, νά ‘τανε παλιά;» –
συνέχιζε μονολογώντας τὴ διήγησή της ἡ νεαρὴ γειτόνισσα),
κείτονταν παράλυτος, καὶ ἡ γυναίκα του κάθε βράδυ, ὅπως φαίνεται,
τοῦ ἔπαιζε τὸ ρεπερτόριό της ἀκριβῶς δίπλα στὸ αὐτὶ τῆς γειτόνισσας,
προφανῶς γιὰ νὰ τὸν εὐθυμήσει, καὶ ὕστερα αὐτὴ κάπως ἔπεσε, πέθανε
κοντὰ στὸ κρεβάτι του καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ προσπαθεῖ νὰ κατέβει, γιὰ τὸ
τηλέφωνο μᾶλλον, καὶ στὸ τέλος γκρεμίστηκε πάνω στὴ γυναίκα του καὶ
ἀπὸ αὐτὴ τὴ θέση, παρόλ’ αὐτά, κατάφερε νὰ τηλεφωνήσει, ἄνοιξαν
τὸ διαμέρισμα, καὶ οἱ δύο δὲν ἦταν πιὰ ζωντανοί, ἦταν γρήγορη ἡ
ἔκβαση.
«Μὰ τί καλὴ ἀκοὴ ποὺ ἔχω!» – ἔλεγε καμαρώνοντας ἡ νεαρὴ
γειτόνισσα σὲ ὅλους συνέχεια στὸ τηλέφωνο, ἐνῶ θυμόταν ἐκεῖνο τὸ
ἀπομακρυσμένο τσίριγμα ἢ κλάμα καὶ ὑπολόγιζε τὸν χρόνο ποὺ τοῦ
χρειάστηκε (τὸ βράδυ καὶ ὅλη τὴ νύχτα καὶ ὅλη τὴν ἑπόμενη ἡμέρα),
γιὰ νὰ φτάσει τὸ τηλέφωνο· γι’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι τσίριζε ὁ γέρος.
«Μὰ τί καλὴ ἀκοὴ ποὺ ἔχω!» – σκεφτόταν μὲ
ἀνησυχία ἡ γειτόνισσα γιὰ τοὺς μελλοντικοὺς γείτονες καὶ θυμόταν
ἀπὸ μέσα της μὲ ἀγάπη καὶ ζήλια τὸν Σοπὲν καὶ τὸν Μέντελσον, – αὐτοὶ
ἐδῶ ἦταν ἄνθρωποι μορφωμένοι, ἥσυχοι, δεκαπέντε λεπτὰ τὴν ἡμέρα
ἔκαναν θόρυβο καὶ αὐτὸ ἦταν ὅλο, ποιὸς θὰ τοὺς ἀντικαταστήσει; Καὶ
πέθαναν μὲ διαφορὰ μιᾶς μέρας, ὅπως στὰ παραμύθια, ἔζησαν πολὺ καὶ
πέθαναν μὲ μιὰ μέρα διαφορὰ» – Σοπέν, Σοπέν, Μέντελσον σκεφτόταν
σαστισμένη μέσα στὴν σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου