ΓΙΑ
ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΑΥΤΗ δὲν γράφουν οὔτε μιλοῦν φωναχτά. Κι ὅλοι οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν
σ’ αὐτὴν εἶναι ἀποκλεισμένοι, σὰ νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο μαγικὸ κάστρο.
Πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς δρόμους κρέμεται μιὰ ἀπαγορευτικὴ πινακίδα, μὲ
μιὰ ἁπλή, βουβὴ γραμμή. Ὁ ἄνθρωπος ἢ τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ θὰ δοῦν στὸν δρόμο
τους αὐτὴ τὴ γραμμὴ θὰ πρέπει νὰ τὸ στρίβουν. Τούτη τὴ γραμμὴ τὴν τοποθετεῖ
ἐκεῖ ἡ ἐπίγεια ἐξουσία. Σημαίνει: ἀπαγορεύεται τὸ ταξιδεύειν, ἀπαγορεύεται
τὸ ἵπτασθαι, ἀπαγορεύεται τὸ βαδίζειν καὶ ἀπαγορεύεται τὸ ἕρπειν.
Δίπλα στοὺς δρόμους, μέσα στὸ πυκνὸ πευκοδάσος, ἐνεδρεύουν φρουροὶ μὲ
κοντόκανα, πλατύστομα τουφέκια καὶ πιστόλια.
Τριγυρνᾶς μέσα στὸ σιωπηλὸ δάσος, ὁλοένα τριγυρνᾶς καὶ
γυρεύεις τὸν τρόπο νὰ φτάσεις στὴ λίμνη – δὲν θὰ τὸν βρεῖς, καὶ δὲν ὑπάρχει
κανεὶς νὰ ρωτήσεις: ὁ κόσμος τρόμαξε, κανεὶς δὲν συχνάζει σ’ ἐκεῖνο
τὸ δάσος. Καὶ μοναχὰ παίρνοντας στὸ κατόπι τὸν ὑπόκωφο ἦχο ἀπὸ τὸ
κουδουνάκι μιᾶς ἀγελάδας θὰ μπορέσεις νὰ διασχίσεις μὲ δυσκολία τὸ
δάσος, ἀκολουθώντας τὸ μονοπάτι τῶν ζώων, μιὰ ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ,
κάποια βροχερὴ ἡμέρα. Μόλις δεῖς τὴ λίμνη νὰ γυαλίζει, πελώρια, ἀνάμεσα
στοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, πολὺ πρὶν τρέξεις πρὸς τὸ μέρος της, ἤδη τὸ
γνωρίζεις: αὐτὴ τὴ γωνίτσα πάνω στὴ γῆ θὰ τὴν ἀγαπήσεις γιὰ ὅλη σου τὴ
ζωή.
Ἡ λίμνη Σεγκντὲν εἶναι στρογγυλή, σὰν νὰ χαράχτηκε μὲ διαβήτη.
Ἂν φωνάξεις ἀπὸ τὴ μία ὄχθη (ὅμως δὲν θὰ φωνάξεις, γιὰ νὰ μὴν σὲ πάρουν
χαμπάρι), στὴν ἄλλη ὄχθη θὰ φτάσει μόνο μιὰ ἀλλοιωμένη ἠχώ. Ἡ λίμνη
βρίσκεται μακριά. Εἶναι περιτριγυρισμένη ἀπὸ τὸ παρόχθιο δάσος. Τὸ
δάσος εἶναι ἐπίπεδο, τὸ ἕνα δέντρο εἶναι δίπλα στὸ ἄλλο, καὶ δὲν ὑπάρχει
χῶρος οὔτε γιὰ ἕναν παραπανίσιο κορμό. Ὅταν φτάσεις στὸ νερό, βλέπεις
ὅλη τὴν περιφέρεια τῆς ἀπομονωμένης ὄχθης: ἀλλοῦ ὑπάρχει μιὰ κίτρινη
λωρίδα ἄμμου, κάπου ἕνα γκρίζο καλαμάκι προβάλλει ἀμυνόμενο, κάπου
ἀλλοῦ ἁπλώνεται τὸ νεαρὸ γρασίδι. Τὸ νερὸ εἶναι ἐπίπεδο, λεῖο, δίχως
ρυτίδες, κάπου-κάπου στὴν ὄχθη εἶναι καλυμμένο μὲ νεροφακές, κι ἔπειτα
ἕνα διάφανο ἄσπρο – κι ὁ ἄσπρος βυθός.
Περίκλειστο τὸ νερό. Περίκλειστο καὶ τὸ δάσος. Ἡ λίμνη
κοιτάει τὸν οὐρανό, ὁ οὐρανὸς τὴ λίμνη. Ἀκόμα κι ἂν κάτι ὑπάρχει στὴ
γῆ ἢ πάνω ἀπὸ τὸ δάσος, αὐτὸ παραμένει ἄγνωστο κι ἀόρατο. Ἀκόμα
κι ἂν κάτι ὑπάρχει, ἐδῶ εἶναι ἄχρηστο καὶ περιττό.
Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐδῶ γιὰ πάντα… Ἐδῶ ἡ ψυχή,
σὰν τὸν ἀέρα ποὺ τρεμίζει, θὰ ρυάκιζε ἀνάμεσα στὸ νερὸ καὶ στὸν οὐρανό,
κι οἱ σκέψεις θὰ κυλοῦσαν καθάριες καὶ βαθειές.
Ὅμως ἀπαγορεύεται. Ὁ θηριώδης πρίγκιπας, ὁ ἀλλήθωρος κακοῦργος,
κατέλαβε μὲ τὴ βία τὴ λίμνη: νά ἡ ντάτσα του, νά καὶ τὸ μέρος ὅπου κολυμπάει.
Τὰ παιδιά του ψαρεύουν καὶ πυροβολοῦν πάπιες μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα. Στὴν
ἀρχὴ ἐμφανίζεται λίγος γαλάζιος καπνὸς πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, κι ἔπειτα
ἀπὸ λίγο ἀκοῦς τὴν τουφεκιά.
Ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὰ δάση, καμπουριάζει καὶ σέρνεται ὅλη ἡ γύρω
περιοχή. Ἐνῶ ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσει κανείς, οἱ δρόμοι εἶναι
κλειστοί, ἐδῶ οἱ ὑποτακτικοί τους ψαρεύουν καὶ κυνηγοῦν τὰ θηράματα
ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτούς. Ἰδοὺ καὶ τὰ ἴχνη: κάποιος ἑτοίμαζε φωτιά,
κι αὐτοὶ τὴν ἔσβησαν μὲ τὴν πρώτη καὶ τὸν ἔδιωξαν.
Ἔρημη λίμνη. Λίμνη ἀγαπημένη.
Πατρίδα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου