ΗΤΑΝ
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ «αὐτιστικοῦ» ἔρωτα. Ὅλα ἔγιναν μηχανικὰ μὲ σκοπὸ ὁ
καθένας νὰ ἱκανοποιηθεῖ σὰν μονάδα, δὲν ἑνώθηκαν ψυχικά, ὅπως
συμβαίνει σὲ ἕνα κανονικὸ ζευγάρι. Τελείωσαν σὲ ἄλλους χρόνους καὶ
ἔκαναν ντοὺς χωριστά. Στὸ τέλος κοιμήθηκαν ἀγκαλιά. Αὐτὴ ἦταν ἴσως
καὶ ἡ μόνη πραγματικὴ ἀνάγκη τους.
Ἦταν ἡ τελευταία του μέρα. Προηγουμένως εἶχε πάει βόλτα μὲ τὸν
μικρό, πῆραν τάπας γιὰ τὸ δρόμο, ἔτρεξαν στὸ πάρκο Μαρία Λουίζα,
εἶδαν τὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο τῆς Σεβίλης καὶ ἔφαγαν παγωτό. Καὶ
μετὰ γύρισαν στὸ σπίτι τῆς πρώην του, τῆς Γκλόρια. Ὁ Πέδρο ἕσφιξε στὴν
ἀγκαλιὰ του τὸν Ἀνχελίτο καὶ τὸν ἀποχαιρέτησε μὲ ἕνα ζεστὸ φιλί.
Στενοχωριόταν κάθε φορὰ ποὺ τὸν ἀποχωριζόταν. Πῶς νὰ ἐξηγήσει σὲ
ἕνα παιδὶ τεσσάρων ἐτῶν ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι πολύπλοκη, ὅταν χωρίζεις
μὲ τὴν μαμά; Οἱ ὑποχρεώσεις κατακερματίζονται καὶ ἐσὺ γίνεσαι
λάστιχο γιὰ νὰ εἶσαι ἐντάξει μὲ ὅλους: τὸν Ἀνχελίτο ποὺ σὲ ρωτάει
γιατί φεύγεις, τὴ Γκλόρια ποὺ θέλει νὰ τρέχεις ὅταν δὲν μπορεῖ ἐκείνη,
τὴ μάνα σου ποὺ σὲ φιλοξενεῖ γιατί ἐσὺ ξεπληρώνεις τὸ δάνειο γιὰ τὸ
νέο σου σπίτι. Τοῦ εἶχε λείψει μιὰ κανονικὴ σχέση μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ
νὰ εἶναι δίπλα του μετὰ ἀπὸ 10 μέρες ἀπουσίας τὸ μήνα. Ποιὰ δείχνει
κατανόηση γιὰ τὰ πέρα δῶθε ἀνάμεσα σὲ δυὸ πόλεις ἀκόμα κι ἂν ἐσὺ
πᾶς νὰ δεῖς τὸ παιδί σου; Ἦταν ἀπογοητευμένος.
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ θὰ ἐπέστρεφε στὴ Βαρκελώνη. Ἕντεκα ὧρες
δρόμος. Καὶ μετὰ μοντὰζ στὸν ὑπολογιστὴ γιὰ τὸ ντοκυμαντὲρ ποὺ
ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρώσει καὶ γυρίσματα μὲ παλαβοὺς μουσικούς, μέχρι
νὰ ξαναφύγει πάλι γιὰ δέκα μέρες. Πόσο ἀνυπομονοῦσε κάθε φορὰ νὰ
φτάσει στὴ Σεβίλη γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Ἀνχελίτο του.
Ἡ ὥρα εἶχε πάει ὀκτὼ καὶ ἦταν ἀκόμη μέρα. Βασίλευε ἡ ἐαρινὴ
ἰσημερία καὶ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν στὶς ὄχθες τοῦ Γουαδαλκιβίρ. Τί
ἀφόρητη ὑγρασία! Εἶχε μουσκέψει στὸν ἱδρώτα. Ἀγόρασε μιὰ μπύρα,
τὴ μοναδικὴ ἀπόλαυση ποὺ ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἔξοδα ποὺ
εἶχε: μετακινήσεις μὲ τὸ αὐτοκίνητο, χρήματα στὴ Γκλόρια,
δάνειο... Ἀπορροφημένος στὶς σκέψεις του ἔφτασε περπατώντας στὴν
κεντρικὴ λεωφόρο. Σταμάτησε στὸ φανάρι ποὺ ἔδειχνε κόκκινο. Καὶ
τότε τὴν πρόσεξε.
Αὐτὴ
ἦταν ἡ τελευταία της μέρα. Εἶχε σηκωθεῖ ἀπὸ τὶς ὀχτὼ τὸ πρωί. Πῆρε τὸ
λεωφορεῖο γιὰ Γρανάδα καὶ μετὰ ἀπὸ δυόμισι ὧρες θαύμαζε τὰ δωμάτια
τοῦ ἀνακτόρου τῆς Ἀλάμπρα. Ἡ Ἄλ Ἀνταλοὺς τῆς μουσουλμανικῆς
δυναστείας τῶν Νασριδῶν ἁπλωνόταν στὰ πόδια της μὲ τὸν ἐντυπωσιακό
της πολιτισμό: ἀραβουργήματα καὶ γεωμετρικὰ σχέδια σκαλισμένα
στοὺς τοίχους καὶ τὴν ὀροφή, εὐωδιαστοὶ κῆποι, χτιστὰ λουτρά, ὅλα
βγαλμένα ἀπὸ τὶς Χίλιες καὶ μιὰ Νύχτες.
Ἡ πόλη ἀκτινοβολοῦσε κάτω ἀπὸ τὸν καυτὸ ἥλιο. Σὲ μιὰ ἰσπανικὴ
ταβέρνα κάθισε κι ἔφαγε πατάτες καὶ ἐντόσθια χοίρου μὲ γέμιση
μπαχαρικῶν καὶ ἤπιε κόκκινο κρασί. Μεθυσμένη ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ
μέρους, προσπάθησε νὰ ξεχάσει τὴ στενοχώρια της γιὰ τὴν ἔλλειψη
συντροφιᾶς. Στὰ σαράντα πλέον, δὲν εἶχε μὲ ποιὸν νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρά
της. Οἱ φίλοι ποὺ τῆς εἶχαν ἀπομείνει ἦταν οἰκογενειάρχες καὶ δυὸ
φίλες της, μόνες κι ἐκεῖνες, γκρίνιαζαν γιὰ τὰ λεφτά. Δύσκολο νὰ
ἀποταμιεύεις, ὅταν οἱ μισθοὶ εἶναι τῆς πείνας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν
ἤθελε νὰ γυρίσει στὴν Ἀθήνα. Τὴν περίμενε ἡ ρουτίνα. Ὀκτάωρο
μπροστά σε ἕναν ὑπολογιστή, μοναξιὰ στὸ σπίτι, εἰδήσεις γιὰ τὴν
ἑλληνικὴ κρίση καὶ τηλεφωνικὲς συζητήσεις μὲ τὴ μητέρα της ποὺ
ἀνησυχοῦσε πότε θὰ παντρευτεῖ. Ὣς ἐδῶ. Αὐτὸ τὸ ταξίδι ἤθελε νὰ τὸ
χαρεῖ.
Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο τῆς ἐπιστροφῆς φοροῦσε ἕνα λινὸ
φλοράλ φόρεμα καὶ μιὰ κόκκινη ἐσάρπα γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους.
Κατευθύνθηκε στὸ φανάρι καὶ ἔνιωσε χαμένη. Ποιά κατεύθυνση
ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει; Δίπλα της ἦταν ἕνας κοκκινομάλης,
ἀδύνατος ἄντρας μὲ μαῦρα γυαλιὰ μυωπίας. Ἕνας γοητευτικὸς
διανοούμενος ποὺ τὴν κοίταζε. «Πῶς μπορῶ νὰ πάω στὴν Πλάθα ντ’
Ἐσπάνια;» τὸν ρώτησε. Ἐκεῖνος χαμογέλασε στὸ ἄκουσμα τῆς ξενικῆς
προφορᾶς καὶ τῆς ζήτησε τὸ χάρτη. Τῆς φάνηκε πὼς τὸν κοίταζε ἀρκετὴ
ὥρα, σὰ νὰ προσπαθοῦσε νὰ κερδίσει χρόνο. «Πρέπει νὰ εἶναι μακρυὰ»
τὸν ἄκουσε στὸ τέλος νὰ λέει. «Πηγαίνω στὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔχω gps,
θέλετε νὰ σᾶς πετάξω;».
Ἔφαγαν
μαζὶ πρωινό. Ὀμελέτα μὲ αὐγά, ντομάτα, τυρὶ καὶ κρεμμύδι.
Μαγείρεψε ἐκεῖνος. «Μὴν ἀνησυχεῖς, δὲν θὰ μυρίζεις» τῆς εἶπε ὅταν
τὴν εἶδε νὰ βγάζει τὸ κρεμμύδι ἀπὸ τὴν ὀμελέτα. «Εἶναι φρέσκο».
Ἐκείνη ἤθελε νὰ δικαιολογήσει τὴν ψυχρότητά της στὸ σέξ, νὰ τοῦ πεῖ
ὅτι θέλει χρόνο γιὰ νὰ ἐκδηλωθεῖ. Μὰ δὲν εἶπε τίποτε. Ὁ Πέδρο
πρόσεξε τὴ μελαγχολία της καὶ θυμήθηκε τὰ πόδια της ποὺ κρύβονταν
ἀνάμεσα στὰ δικά του ὅλο το βράδυ. Σηκώθηκε καὶ τὴν ἀγκάλιασε. «Δὲν
θέλω νὰ φύγω» τοῦ ψιθύρισε. «Δὲν μὲ ξέρεις» τῆς ἀπάντησε
παραξενεμένος. «Θὰ σοῦ πῶ κάτι ποὺ σκέφτομαι ὅταν ἀποχαιρετῶ τὸν
γιό μου. Ὅτι μοιραστήκαμε ὄμορφα πράγματα μαζὶ καὶ θὰ θυμᾶμαι, ὅσο
λείπω, τὸ χαμόγελό του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου