Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Το φαράγγι του Αγιατριαδίτικου ποταμιού και το πέρασμα των Στενών



Αναμνήσεις και «βουτιές» στο παρελθόν … περπατώντας
στα μονοπάτια που διάβαινα παιδί

Του Στέφανου Σταμέλλου*

........ ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά η Ευρυτανία ομορφότερη κι απ΄ τον κόσμο!.....


Η σκέψη να κάνουμε τη διάσχιση του φαραγγιού του Αγιατριαδίτικου ποταμιού και το πέρασμα των Στενών ήταν παλιά. Ήταν μια υπόσχεση και δέσμευση συναισθηματική, αλλά και μια «υποχρέωση» για μας που μεγαλώσαμε στην «εξοχή», σ’ αυτή την περιοχή με την άγρια ομορφιά και την ξεχωριστή ιστορία. Και να που η υπόσχεση τελικά υλοποιήθηκε…

Πολλές φορές η αχνή σκιά των παιδικών μας χρόνων μας σπρώχνει στο να φρεσκάρουμε τη μνήμη κάνοντας γυρίσματα πίσω. Κι όταν «φεύγουν» οι άνθρωποι, μένουν τα άδεια εγκαταλειμμένα και μισογκρεμισμένα σπίτια, τα δέντρα, αλλά και τα πιο σταθερά: τα βουνά, τα ρέματα, τα χωράφια, τα βράχια, τα φαράγγια και οι «αρχαίες σκουριές», για να παίξουν αυτό το ρόλο, της προσωρινής φιλοξενίας της  μνήμης.

Τα Πετράλωνα [ http://petralona-evr.blogspot.gr/ ], το χωριό μας, με το παλιό όνομα Αραχωβίτσα, είναι σε υψόμετρο 830μ και απέχει 36 χλμ από το Καρπενήσι. Το Αγιατριαδίτικο ποτάμι ή ρέμα, που πηγάζει από το Βελούχι, ρέει κάτω από το χωριό. Για να κατεβεί κανείς στο ποτάμι ακολουθεί νοτιοδυτικά μια όμορφη χωμάτινη διαδρομή, που παλιά ήταν καλντερίμι και συνέδεε το χωριό με το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου και λίγο πιο κάτω με τον περίφημο «Μύλο του Βασίλη». Εκτός από το να αλέθει σιτάρι και καλαμπόκι ο Μύλος του Βασίλη είχε νεροτριβή και μαντάνια. Εξυπηρετούσε τους Πετραλωνίτες και τους κατοίκους των γύρω χωριών, αλλά και το καλοκαίρι τους βοσκούς και τους σαρακατσαναίους, που έβγαιναν στα βουνά με τα ζώα τους. Το μαντάνι είναι υδροκίνητος μηχανισμός που επεξεργάζεται και μαλακώνει, χτυπώντας με παλμικές κινήσεις, τα μάλλινα και τις φλοκάτες. Σήμερα ο μύλος είναι εγκαταλελειμμένος και σε ερειπωμένη κατάσταση. Μένει να ανακατασκευαστεί…


Απέναντι και βορειοδυτικά είναι ο λόφος του Γλα, ανεξερεύνητος αρχαίος οικισμός, σε υψόμετρο 995μ. Παλιότερα στο όργωμα οι γεωργοί εύρισκαν στο Γλα αρχαία αντικείμενα, κυρίως σπασμένα κεραμικά. Το πιο σημαντικό εύρημα είναι ένα χάλκινο αγαλματάκι του Θεού Διόνυσου, ύψους 0,48μ. του 2ου π.Χ. αιώνα, άγνωστου καλλιτέχνη, που βρήκε ένας γεωργός από τη Χόχλια το 1935. Ο Διόνυσος παριστάνεται κισσοστεφανωμένος, με κοντό χιτώνα, με δερμάτινη ζώνη και μέση, με σκαλιστές μπότες και το αριστερό του χέρι προτεταμένο, σα να υψώνει ποτήρι να χαιρετήσει. Σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

Οι αρχαίοι είχαν μια ιδιαίτερη αγάπη για τον Διόνυσο και τον φαντάζονταν συνήθως ως ένα όμορφο νέο με κατσαρά πλούσια μαλλιά - γι’ αυτό ίσως και στο άγαλμα εμφανίζεται ως κισσοστεφανωμένος - ενώ μερικές φορές τον παρίσταναν μεγαλύτερο και με γένια. Και αναρωτιόμουνα πάντα, πώς κι εμείς οι «εξοχίτες» Πετραλωνίτες είχαμε αυτή τη ροπή προς τον διονυσιασμό και την κραιπάλη. Πώς είχαμε αυτή την απολλώνια και ταυτόχρονα την διονυσιακή φύση του ανθρώπου. Και γιατί κάθε σπίτι είχε τα αμπέλια του και τα κλήματά του - ο Άμπελος, ο φίλος του Διόνυσου - τις δεκάδες αρχαίες σπάνιες ποικιλίες σταφυλιών, που ανέβαιναν ψηλά στις βελανιδιές και στις κρεβατίνες και που σήμερα ορισμένες σώζονται ακόμη. Και να η εξήγηση. Είχαμε το θεό Διόνυσο πάνω από το κεφάλι μας, στον Γλα…

«…εγώ πόχω στο αίμα μου κι ως μες στα κόκαλά μου
τους ήλιους σου, ω Διόνυσε! μαζί και την κραυγή σου!…»
[Anna, Marquise Mathieu de Noailles Μετάφραση Μυρτιώτισσα]

Τα αραιά εξοχίτικα σπίτια και οι εξοχίτες χαρακτηρίζονταν από μια διαφορετική νοοτροπία και οικονομία «κλειστού τύπου», με ιδιοπαραγωγή για ιδιοκατανάλωση, μακριά από το χωριό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και το «ποτάμι» γι’ αυτούς ήταν  κομμάτι της ζωής τους. Παλιότερα ήταν τόπος για χειμαδιά των κοπαδιών, το νερό να ποτίζουν τις λογγιές, τόπος να δοκιμάζουν τις τύχες τους ψαρεύοντας πέστροφες, χέλια και μπριάνια και να πιλατεύουν τη ζωή τους κυνηγημένοι, κρυμμένοι στις εσοχές των απόκρημνων βράχων του δύσβατου φαραγγιού και σε «γιατάκια» ανάμεσα στα πουρνάρια, όπως τα άγρια ζώα. Πότε κλέφτες και πότε αντάρτες, με την ελευθερία «ζωγραφισμένη» ανεξίτηλα στο κούτελο.

Το Αγιατριαδίτικο ποτάμι κατεβάζει τα πλούσια νερά της βόρειας πλευράς του Βελουχιού που αναβλύζουν από τις πηγές, με σπουδαιότερες τις δύο πηγές του Κεφαλόβρυσου στην Αγία Τριάδα, τον Μπούρνο, το Κεφαλόβρυσο, την «Αγία Παρασκευή» και το Γαλάζιο στην Αγία Παρασκευή και τις Νέορδες στους Δομιανούς∙ και με κύριους παραπόταμους το Μεσοβούνι, το Σκαματόρεμα και τον Νεραϊδιά (ή Αγκαθάς) αριστερά και δεξιά της Αγίας Τριάδας, το Σέλο που κατεβάζει τα νερά του Αγίου Χαράλαμπου(Έλοβα), το Χοιρολακκόρρεμα δίπλα στην Αγία Παρασκευή, τον Λυσσάρη με τα νερά των Πετραλώνων, τον Μαγγανά - το Χοχλίτικο ρέμα και το Πλατανόρεμα των Δομιανών.


Αναμφίβολα, το καλύτερο κομμάτι του ποταμιού είναι το φαράγγι και τα Στενά κάτω από τον λόφο του Γλα και τη Χουλιαρόραχη, από τη μια, και την Αγία Παρασκευή και το Κάστρο, από την άλλη. Μοναδικό άγριο τοπίο με απαράμιλλη ομορφιά και με τα βράχια, τα Στενά και το Μέγα Μελίσσι, να υψώνονται κάθετα 100 και 200 μέτρα.


Το φαράγγι, όπως και όλη η περιοχή του τέως Δήμου Κτημενίων, θεωρείται και είναι παραμελημένη και ξεχασμένη.  Όμως, σύμφωνα με το εκπονούμενο χωροταξικό σχέδιο του τέως Δήμου Κτημενίων(ΣΧΟΟΑΠ), το Αγιατριαδίτικο έχει ενταχθεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, στις περιοχές αναψυχής εσωτερικών υδάτων, από τη θέση «Μύλος του Βασίλη» μέχρι την συμβολή του με τον Μέγδοβα.

Στο ίδιο Σχέδιο, για το Φαράγγι «Στενά Αγιοτριαδίτικου» προτείνεται να ελεγχθεί η δυνατότητα να αναδειχθεί ως γεώτοπος για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, μαζί με τις περιοχές «Νησάκι» Μέγδοβα και τις πηγές Νέορδες και Γαλάζιο, με τους απαραίτητους περιορισμούς για την προστασία τους. 

Η διάσχιση του φαραγγιού και τα Στενά
Το αρχικό σχέδιο έλεγε να πάμε με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι από το χωριό στο σπίτι μας στην εξοχή, στον Πλάτανο, να πάρουμε το παλιό μονοπάτι που βγάζει στο παλιό κτήμα «Πετράλωνο» και να συνεχίσουμε κατηφορίζοντας στη Λαγκάδα προς το ποτάμι. Να πάρουμε δηλαδή το ποτάμι από χαμηλά και να ανεβούμε προς το «Μύλο του Βασίλη» και την Αγία Τριάδα. Είδαμε και ξαναείδαμε τις αποστάσεις και τα υψόμετρα στο Google Earth και τελικά αποφασίσαμε να πάμε με το τζιπ του Χρήστου ακολουθώντας το δασικό χωμάτινο δρόμο μέχρι το σπίτι και να συνεχίσουμε παίρνοντας από κει το μονοπάτι, για να κερδίσουμε χρόνο και να αποφύγουμε τη ζέστη. Στο τέλος διασχίζοντας το φαράγγι και τα Στενά, να ανεβούμε από τον Λυσσάρη κάνοντας κύκλο για να πάρουμε το αυτοκίνητο. Έτσι έγινε τελικά.

[“Το βλέπω, το ξαναβλέπω, μου φαίνεται ατελείωτο. Ωχ, τι με περιμένει. Και ξαναζεσταίνει αύριο…Να ξεκινήσουμε νωρίς, γιατί δε με βλέπω καλά.”, τα λόγια της μη έμπειρης, από την προηγούμενη μέρα. Έμπλεξε, ας πρόσεχε!  Και οι αποστάσεις: Σπίτι - Σκάλα 1.500μ, Σκάλα - «Πετράλωνο» 200μ, «Πετράλωνο» - ποτάμι 500 μέτρα. Σύνολο περίπου 2.200μ. Υψομετρικές. Επάνω 690, κάτω 530, διαφορά 160 μέτρα, άρα κλίση «Πετράλωνο» - ποτάμι 160/500=32% Στενά - Λυσσάρης 1.500μ, Λυσσάρης - χωματόδρομος στα Γραβανέικα και ευθεία πάνω στο σπίτι 1.000μ. «…Η ιδέα σου (για το τζιπ) μου φαίνεται εξαιρετική, στη λογική ό,τι γλυτώσουμε.  Έτσι κι αλλιώς εγώ στο χωματόδρομο θα σας περιμένω»]

Πλάτανος - Ασβεσταριά - Σκάλα - Πετράλωνο – Λαγκάδα


Αφήνοντας το αυτοκίνητο στην άκρη στο κτήμα μας, κοντά στο σπίτι, ανηφορίζουμε στ’ Αλέξη, διασχίζουμε την Καλαμποκιά και μπαίνουμε στην Ασβεσταριά [ http://petralona-evr.blogspot.gr/2011/08/blog-post.html ] με κατεύθυνση δυτική. Το παλιό μονοπάτι και ο δρόμος για φορτωμένα ζώα, που έρχονταν από το χωριό και περνώντας από το Πετράλωνο, κατεβαίνοντας στο ποτάμι και ανεβαίνοντας στα Αμπέλια, κατέληγε στο Μοναστήρι και το χωριό των Δομιανών. Ο χρόνος και η πλήρης απουσία ανθρώπων και ζώων άφησαν ελεύθερο το πεδίο στη φύση να κάνει τα δικά της παιχνίδια κλείνοντας εντελώς το αρχαίο μονοπάτι. Το Βαθύ Λαγκάδι, το Καραουλάκι, και το Πέρα Καραουλάκι, σημεία και θέσεις πάνω στο χάρτη της μνήμης, ελάχιστα αναγνωρίζονται, χωμένα μέσα στην πλούσια βλάστηση. Όμως με λίγη προσπάθεια και με κατανόηση, όλα γίνονται. Κι όπως λέει ο ποιητής: «Δεν είναι γιδοκόπαδα, να φάνε τα πουρνάρια. Θεόρατα γινήκανε, και γιώμοσαν κλωνάρια. Τα μονοπάτια έκλεισαν, χορτάριασαν οι στράτες. Χαθήκανε τα άλογα, δεν τις πατάν διαβάτες.»


Μπροστά μας η Σκάλα, η μεγάλη σάρα∙ απειλή και απελπισμένη φωνή της μάνας όταν δεν την ακούγαμε και δεν κοιμόμαστε το μεσημέρι, κι αν δεν έπιανε η απειλή της τσουκνίδας, σε πλήρη απογοήτευση: «θα πάω να κυλήσω στη Σκάλα…»


Θέλω να θυμάμαι και να ξέρω πού πηγαίνω∙ «τα κάστρα της μνήμης», που λέγαμε∙ και τα θεμέλια. Θα σταματήσουμε αποσταμένοι στο βράχο πάνω απ’ τη Σκάλα να αγναντέψουμε τη Λαγκάδα και το «Πετράλωνο»∙ για να δούμε τα γεμάτα κοκκινόχωμα ροζιασμένα χέρια των προγόνων μας  Ο ήλιος αρχίζει να καίει. Ανάβει το δάσος του πουρναριού κάτω από τα Ρόγγια και οι στάλες του ιδρώτα συναγωνίζονται τις ιδρωστάλες στα χαρακιασμένα πρόσωπα των ανθρώπων που ξεστρεμμάτιζαν την άγονη γη∙ θα μπούμε στο κτήμα, στο «Πετράλωνο» και θα μας συντροφέψουν οι μνήμες με τα κουδούνια, τα κυπριά και τα τσοκάνια των γιδοπροβάτων. Ο ήχος τους θα μπερδευτεί με τον αντίλαλο από το Τρανό το Στεφάνι και το Μέγα Μελίσσι, μαζί με το βουητό του ποταμιού και το κλάξον του αυτοκινήτου που πρόβαλε στις απέναντι στροφές του Κάστρου και του Προσκυνηταριού. Το μεγάλο ποτάμι της μνήμης τα παρασύρει όλα.

Θα κατηφορίσουμε ύστερα μέσα στο πυκνό δάσος, στα πουρνάρια και στα πλατάνια, στις κόκκινες και γκρίζες πλάκες και στη στουρναρολιθιά. Θα κατεβούμε αργά σαν τα κατσίκια, που πηδούν παίζοντας στα ρόδινα τα βράχια. Και θα ακούσουμε το κάθε δέντρο και τον κάθε βράχο να λέει και μια ιστορία∙ την ιστορία που χάραξε στις πλάκες κάποιος τσοπάνης, ένας κλέφτης, ένας αντάρτης, που έκανε στη ρίζα τους «γιατάκι». Ο κόσμος που δεν ζήσαμε, που αφήσαμε, ο κόσμος που δε θα ΄ρθει…

Στο ποτάμι και στα Στενά


Μπαίνοντας στο ποτάμι, η διάθεση αλλάζει. Η αδρεναλίνη ανεβαίνει στο ζενίθ. Είναι αυτό που λένε: για να καταλάβει και να νοιώσει κανείς το ποτάμι επιβάλλεται να ακολουθήσει την κοίτη του, να αφουγκραστεί κάθε του φλοίσβο και κάθε κατεβασιά του, να κολυμπήσει στα νερά και να σταθεί στις όχθες του, να προσπαθήσει να ξεδιαλύνει και να κατανοήσει τα μυστικά του. Αυτό προσπαθήσαμε κι εμείς να κάνουμε. Στο μέτρο του δυνατού. Γι’ αυτό και αραιώσαμε, απομονωθήκαμε για λίγο, ο καθένας στις δικές του σκέψεις, πλατσουρίζοντας πότε στα βαθειά και πότε στα ρηχά, πότε στην όχθη και πότε με το κεφάλι ψηλά κοιτάζοντας τα απόκρημνα βράχια. Εικόνες άγριας ομορφιάς, χρώματα και ανταύγειες, γήινες και παραδεισένιες. Το τραγούδι των νηρηίδων και το μουρμουρητό της πέστροφας αθροίζεται και πολλαπλασιάζεται στα Στενά και βγαίνει η μελωδία, που μας ταξιδεύει στο μαγικό κόσμο της φύσης. Η σκέψη περιστρέφεται και βυθίζεται στους μύθους και τις διηγήσεις για τις νεράιδες του νερού που «φοράνε χτένια στα μαλλιά και τραγουδούν στους βράχους…» και που χαρίζουν στους κουρασμένους πεζοπόρους απίθανες συγκινήσεις και πρότυπα για μια άλλη, όμορφη ζωή.

Το Θειαφονέρι και η Σπηλιά
Φτάνουμε στα Στενά ψάχνοντας για το Θειαφονέρι και τη Σπηλιά. Tα αφήνουμε χωρίς τελικά να τα βρούμε επηρεασμένοι από την συνολική εικόνα και το πέρασμα των Στενών. Το Θειαφονέρι είναι η πηγή που μυρίζει θειάφι στην όχθη, λίγο πριν τα Στενά. «Μυρίζει σαν κλούβιο αυγό» λέγαμε όταν τη συναντούσαμε πιτσιρικάδες. Και ακριβώς δίπλα είναι το σπήλαιο, όπου βρέθηκαν πριν κάποια χρόνια αγαλματίδια, που πρέπει να φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λαμίας. «…σας γνωρίζουμε ότι στην περιοχή μελέτης υπάρχει σπήλαιο που διασώζει αρχαιότητες. Πρόκειται για ανώνυμο σπήλαιο στη θέση Πετράλωνα μεταξύ των κοινοτήτων Αγ. Τριάδας και Αγ. Παρασκευής…» Τόσο καλά προσδιορισμένο το σπήλαιο, από έγγραφο αρμόδιας υπηρεσίας της μελέτης του ΣΧΟΟΑΠ.

Το Μέγα Μελίσσι


Πάνω από τα Στενά ορθώνεται το Μέγα Μελίσσι, ο κάθετος βράχος όπου φιλοξενούνταν άγρια μελίσσια, και οι κερήθρες τους κρέμονταν στα βράχια. Τα άγρια μελίσσια χάθηκαν τα τελευταία χρόνια με τις συνεχείς απώλειες του βασιλείου των μελισσών, όπως άλλωστε έχει γίνει με πολλά άγρια είδη στη φύση. Ο ρόλος του σύγχρονου ανθρώπου είναι καταλυτικός... Διηγούνται οι παλιότεροι πώς κάποιοι ατρόμητοι συγχωριανοί μας τρυγούσαν τα άγρια μελίσσια κρεμασμένοι από ψηλά με σχοινιά ή με ανεμόσκαλα από απέναντι, πάνω από τα Στενά.
Η ξύλινη σκαλωσιά ψηλά στο βράχο μένει εδώ και πολλές δεκαετίες, απομεινάρι κι αυτό της παρουσίας του ανθρώπου μιας άλλης εποχής.
Το κουκάλογο
Σ’ αυτά τα βράχια φώλιαζε και το κουκάλογο. Είναι ο προάγγελος του ερχομού του κούκου, όπως λέει ο Ευρυτάνας Στ. Γρανίτσας στο γνωστό βιβλίο του «Τ' Άγρια και τα Ήμερα του Βουνού και του Λόγγου» και έρχονταν προς το τέλος του Μάρτη. [λέγεται και ασπροπάρης ή τυροκόμος και ανήκει στην οικογένεια των γύπεων] Ο πατέρας, όταν έβλεπε πρώτη φορά το κουκάλογο, έπαιρνε στα χέρια του μια μεγάλη πέτρα και σηκώνοντας την έλεγε: «τόοοσο τυρί, τόοοσο βούτυρο». Έκανε την ευχή για καλή παραγωγή στα τυροκομικά μας. Δυστυχώς έχει πολλά χρόνια να εμφανιστεί, που σημαίνει μια ακόμα απώλεια για την άγρια πτηνοπανίδα της περιοχής


Φορώντας τα μαγιό συνεχίζουμε στο στενό επιβλητικό πέρασμα του ποταμιού με το νερό να είναι πάνω από τη μέση. Περνάμε κάτω από το λούκι που παλιά έπεφταν οι πέτρες από το λατομείο μαρμάρου και κολυμπώντας στις ανοιχτές βάθρες 


συνεχίζουμε απολαμβάνοντας το τοπίο. Συναντάμε τον μικρό καταρράκτη του ρέματος της Αγίας Παρασκευής με τα νερά του Κεφαλόβρυσου και του Γαλάζιου, εκεί που τότε ήταν το Γεφύρι του Κουμπουγιάννη, και  συνεχίζουμε μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που συναντάει ο Λυσσάρης το ποτάμι. Εδώ βγαίνουμε για να ανεβούμε στον Πλάτανο και στο αυτοκίνητο. «Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος», ο Αύγουστος δεν αστειεύεται και η ανηφόρα είναι μπροστά μας. Παρά τις διαμαρτυρίες, η ομάδα δεν διασπάται, και…

«Το καλοκαίρι απλώνεται παντού, ο ήλιος γέρνει,
οι φυλλωσιές και τα πουλιά κι όλο το σύμπαν τρέμει
από τον πόθο το γλυκό. και νιώθω εγώ μια πείνα
για όλα τούτα που ευωδάν, για όλ’ αυτά που καίνε…»
[Anna, Marquise Mathieu de Noailles Μετάφραση Μυρτιώτισσα]

Τα «δώρα» της ανάπτυξης             
Στον Αγιατριαδίτικο εμφανίζονται στο χάρτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας(ΡΑΕ) δύο Μικρά ΥδροΗλεκτρικά Εργοστάσια(ΜΥΗΕ), το ένα χαμηλά στον Άγιο Νικόλαο Δομιανών, λίγο πριν την εκβολή του στον Μέγδοβα. Διαβάζουμε: [http://www.e-ecology.gr/DiscView.asp?mid=2463&forum_id=2&]: «Αναφορικά με το ΜΥΗΕ στο Αγιατριαδίτικο, πρώτον, σημειώθηκε σωρεία περιβαλλοντικών παραβάσεων όπως αποτυπώθηκαν στην Έκθεση Ελέγχου των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, που επενέβησαν κατόπιν καταγγελίας. και συνεχίζοντας: «Δεύτερον, το έργο κατασκευάζεται σε ρέμα, το οποίο στο Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων Δυτικής Ελλάδας συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των «προστατευόμενων Υδάτων Αναψυχής», για τα οποία προβλέπεται αναστολή εγκατάστασης υδροηλεκτρικών μέχρι να νομοθετηθεί το θεσμικό τους πλαίσιο. Το σωστό είναι, πριν τρέξουμε μπροστά, να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να μάθουμε από τα λάθη μας και να διδαχθούμε από τη διεθνή εμπειρία και τα λάθη των άλλων πριν είναι πολύ αργά.» 

Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα… της μνήμης
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν έβραζε ο τόπος από τη ζέστη, κινούσαμε για το ποτάμι, «για ψάρεμα». Είχε τότε αρκετές πέστροφες και μπριάνια. Τα χέλια εξαφανίστηκαν μόλις έγινε το φράγμα του Αχελώου, γιατί δεν μπορούσαν πλέον να ταξιδέψουν στο ποτάμι. Ένα από τα αρνητικά «οικολογικά» αποτελέσματα των μεγάλων φραγμάτων, για τα οποία η οικολογία είναι αντίθετη με την κατασκευή τους. Πιο πριν τα χέλια τα έπιαναν, θυμάμαι, στο μυλαύλακα στο Μύλο του Βασίλη. Κι αυτό συνέβαινε χιλιάδες χρόνια… Η μέθοδος που εφαρμόζαμε ήταν αυτή της αφής. Βάζαμε τα χέρια μας ψάχνοντας κάτω από τις μεγάλες πέτρες που είχαν κοιλότητες∙ και αν αγγίζαμε ψάρι, κλείναμε με τα χέρια όλες τις πιθανές εξόδους, στριμώχναμε το ψάρι και το πιάναμε σιγά σιγά από τα βράγχια. Ήταν μια πανάρχαια μέθοδος, όχι και τόσο αποτελεσματική, αλλά δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε. Ούτε δίχτυα, ούτε πεταλούδες. Πιάναμε - δεν πιάναμε 4-5 ψάρια, ίσα για μια τηγανιά. Μετά από μεγάλη νεροποντή και πλημμύρα, τα ψάρια έβγαιναν μισοζώντανα στις όχθες. Πήγαινε τότε ο πατέρας κι έφερνε κανένα ψάρι για να φάμε.


Οι «από πέρα» από το ποτάμι
Η Αγία Παρασκευή ήταν «από πέρα», πέρα από το ποτάμι δηλαδή. Μας χώριζε το φαράγγι, ο Λυσσάρης και το βουητό του ποταμιού. Όταν το αφρισμένο νερό «έπαιρνε» το ξύλινο γεφύρι του Κουμπουγιάννη - ένα μεγάλο ελατήσιο μαδέρι με κακοφτιαγμένα παραπήγματα από τη μια μεριά, ίσα για να ακουμπάς, δεμένο στις όχθες από τα δέντρα με συρματόσχοινα - αποκοβόμασταν με τους συγγενείς και με τους «από πέρα». Και το βουκολικό…

… με την Ευρυτανική ντοπιολαλιά, που το λέγαμε χαριτολογώντας.

Από πέρα απ’ το ποτάμι η Μαρίτσα, κάτω από του Χαρκιουκώτσου τα μαντριά, με τα δυο χέρια χωνί στο στόμα: 

- «Λία’, θα μ’ δώεις του τραϊ σ’, να μαρκαλστούν οι γίδις μ’;»

Ο Ηλίας από δω, πιο πίσω από τη Χουλιαρόραχη, όχι μακρύτερα από 300 μέτρα σε ευθεία απόσταση, όσο η φωνή δεν στομώνονταν από το βουητό του ποταμιού και τον αέρα από το Καυκί:

- «Όχι’ μαρή, δε στου δίνου!»

Και η απάντηση της Μαρίτσας:

- «γιατί; σκιάζισι μην τ’ σουθεί;!...»

Τα μονοπάτια θέλουν συντήρηση και βελτίωση
«Όμορφος τόπος, μα την Ήρα. Αυτός ο πλάτανος ψηλός και φουντωτός. Πανέμορφο το ύψος και η σκιά της λυγαριάς. Κοίταξε τα άνθη της, ο τόπος πλημμυρίζει ευωδιά! Πολύ χαριτωμένη κι η πηγή. Κάτω από τον πλάτανο αναβλύζει τα νερά της κατάψυχρα, βάλε το πόδι σου να δοκιμάσεις. Θα πρέπει φαίνεται να ‘ναι εδώ το ιερό των Νυμφών και του Αχελώου, αν κρίνω από τα αγάλματα των κορών και τα αναθήματα. Κι ακόμη, για πρόσεξε, ευπρόσδεκτο και πόσο δροσερό είναι το αεράκι που φυσά και συνοδεύει θερινό και ζωηρό των τζιτζικιών το τραγούδι. Αλλά το θελκτικότερο είναι η χλόη αυτή που ανεβαίνει στο λοφίσκο τόσο απαλά και φυσικά, να, αν ξαπλώσεις, θα νιώσεις κάτω από το κεφάλι ένα άνετο προσκέφαλο. Άριστα με ξενάγησες, φίλε μου Φαίδρε». [ο Σωκράτης και ο Φαίδρος «Στις όχθες του Ιλισσού»]

Ναι, καλή η ξενάγηση… Αλλά τα μονοπάτια, για να έχουμε ασφαλή και άνετη πρόσβαση στο ποτάμι, θέλουν συντήρηση και βελτίωση. Αν ανατρέξει κανείς στους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.), αλλά και σε μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων των χωριών, θα πληροφορηθεί ότι γενικά όλες οι ορεινές περιοχές αυλακώνονταν από δεκάδες χιλιόμετρα μονοπατιών, που έσφυζαν από ζωή. Τα μονοπάτια αυτά ήταν ανάγκη της ζωής. Συνέδεαν τα χωριά μεταξύ τους και με τα κεφαλοχώρια, τα χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι και οι νομάδες κτηνοτρόφοι για να πηγαίνουν στους μύλους που συνήθως ήταν κοντά στα ποτάμια. Όμως οι καιροί άλλαξαν. Οι ανάγκες που καθιέρωσαν την ύπαρξή τους εξανεμίσθηκαν ή συρρικνώθηκαν. Τα μονοπάτια έκλεισαν - χάθηκαν μέσα στην βλάστηση και στη σιωπή. Έμεινε ωστόσο η ιστορία τους, η προσφορά τους.

Υποχρέωση της Δημοτικής Αρχής είναι να συμπεριλάβει αυτά τα μονοπάτια σε ένα Γενικό Σχέδιο Οικοτουριστικής Ανάπτυξης για αναψυχή και τουρισμό και να γίνει η επαναχάραξη και η σήμανσή τους στην ξεχασμένη αυτή βόρεια πλευρά του Βελουχιού. Να γίνει μια προσπάθεια να αναδειχθεί αυτή η «σκοτεινή πλευρά» για να μπορέσει να προσελκύσει τους πεζοπόρους λάτρεις της φύσης, με σεβασμό στο τοπίο και τις ήπιες μορφές του ορεινού αγροτουρισμού. Χωρίς βέβαια μεγάλα λόγια και χωρίς να έχουμε άμεσα μεγάλες προσδοκίες, να δοθεί βάρος στα παραδοσιακά προϊόντα με τις αντίστοιχες καλλιέργειες και παραγωγές. Να σημαδευτούν και να χαρτογραφηθούν τα μονοπάτια, που ένωναν τα χωριά, αλλά και τα μονοπάτια προς το βουνό, προς τα φαράγγια και τα πανέμορφα δάση. Να αναδειχθούν τα παλιά καλντερίμια, οι νερόμυλοι, τα κεφαλόβρυσα και οι βρύσες, τα γεφύρια, τα φαράγγια και οι κορυφές, τα μοναστήρια και τα εξωκλήσια.

Καταλήγοντας, επαναλαμβάνω για μια φορά ακόμα: η Ευρυτανία είναι ανεπανάληπτη. Ένα απέραντο πάρκο φυσικής και άγριας ομορφιάς. Είναι καιρός να ανακηρυχθεί όλος ο Νομός ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ. Να συνεχιστεί η ήπια βιώσιμη πορεία της, χωρίς υπερβολές και κακοποιήσεις, με σεβασμό στο περιβάλλον και στον άνθρωπο, στις παραδόσεις και στα ήθη και έθιμα της περιοχής. Με πλούσια ιστορία, είναι η καρδιά της Ελλάδας, της Ελεύθερης Ελλάδας. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας μας ήταν το καταφύγιο των ελεύθερων ανθρώπων και των αδάμαστων συνειδήσεων. Στην αντίσταση κατά των Τούρκων, στην αντίσταση κατά των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών, στη διάρκεια του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Όλοι από δω περάσανε. Εδώ κι η έδρα της κυβέρνησης του Βουνού, της Ελεύθερης Ελλάδας.

Η ανακήρυξη του νομού ως ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ θα αναδείξει και θα προστατέψει με τον καλύτερο και πιο ασφαλή τρόπο τους φυσικούς της θησαυρούς, την πλούσια ιστορία της περιοχής και τα ιδιαίτερα συγκριτικά της πλεονεκτήματα μέσα από ένα Στρατηγικό Διαχειριστικό Σχέδιο. Η Ευρυτανία, στο κέντρο της Ελλάδας


Αφορμή για όλα αυτά που διαβάζετε, η  χαρούμενη και γελαστή παρέα που στα μέσα του καλοκαιριού, σε μια όμορφη μέρα, θέλησε να ζωντανέψει τις μνήμες στο εντυπωσιακό Αγιοτριαδίτικο ποτάμι, διασχίζοντας τα Στενά και ένα τμήμα του φαραγγιού. Στη θύμηση τα δύσκολα, αλλά όμορφα εκείνα χρόνια. Χρόνια με λίγη ξεγνοιασιά, αλλά και πείσμα για ζωή. Άγουρη νιότη με ένα σωρό βάσιμες ελπίδες για το αύριο. Δεν φαινόταν ότι θα γίνουμε παραγωγοί ή έμποροι ρίγανης - το χωριό μας είναι ριγανότοπος - δεν το «είχαμε». Αλλά είχαμε σίγουρο ότι θα βελτιώναμε τη ζωή μας και όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Έτσι γενικά. Ναι, και όλα άλλαξαν και μάλιστα πολύ. Πορευτήκαμε σε άλλη στράτα. Αλίμονο, όλα αλλάζουν!!

«Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό
και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι,
να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι
και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό.»
[Χόρχε Λουίς Μπόρχες]

Να μπορούσε τα χρόνια να έμπαιναν σ’ ένα σακί, κι όταν αποσταίναμε να τ’ ακουμπούσαμε χάμω. Να νοιώθαμε το κορμί ανάλαφρο και την ψυχή να πέταγε, όπως τότε, μια φορά κι ένα καιρό. Να πάρουμε τον κατήφορο για το ποτάμι, να φύγουμε απ’ τη «Φλοκ’» και το Χλιαρέικο τ’ αλώνι, να κατεβούμε από τη Χλιαρόραχη και να πιάσουμε στου Σπύρου κι από κει να κατεβούμε το μονοπάτι που βγάζει δίπλα σχεδόν στα Στενά. Ή να πιάσουμε με τον πατέρα από τις Αλαταρές του Κουμπουγιάννη και να κατεβούμε στο Βαενάκι, να πάρουμε το μονοπάτι και σκαλί σκαλί να κατεβούμε στη Λαγκάδα και στο ποτάμι για να ρίξουμε τις χειροβομβίδες, που δεν θα σκάσουνε ποτέ για να γλυτώσουν και τα ψάρια.

«Τι είναι η ζωή; η λάμψη μιας πυγολαμπίδας τη νύχτα…» Λες και ήταν χθες. Παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες, είχαμε ελευθερία, με αποτυχίες και επιτυχίες, αλλά και με υπευθυνότητα∙ και μέσα από όλα αυτά ωριμάσαμε και μάθαμε. Μάθαμε να χορεύουμε γυμνοί στη δυνατή βροχή και να χαιρόμαστε κυλώντας τις μεγάλες πέτρες στις πλαγιές ακούγοντας τους χτύπους τους στα δέντρα. Μάθαμε να ακούμε τα βήματά μας στα παγωμένα φύλλα του χειμώνα και «να κοιτάμε στα μάτια» τους κεραυνούς και τα αστροπελέκια τον Αύγουστο. Μάθαμε να αγαπάμε τα άγρια ζώα και τα πουλιά, το βουνό, το ποτάμι, τα λουλούδια, το δάσος, για τον απλούστατο λόγο, γιατί αυτά μας τράνεψαν και μας έβγαλαν στη ζωή. Μας έδειξαν την ομορφιά μέσα από την απλότητα.

Και σου έλεγα: καθώς κοιτάς το Βελούχι, σημείωσε τα φαράγγια και τα ρέματα, τις δασωμένες πλαγιές, που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Τα άστρα και τους γαλαξίες, που είδα τη νύχτα να περπατούν πάνω από την Ψηλή Κορυφή, την Αγκάθα και το Συμπεθερικό, την Πλάτη και τον Κοκοτό ώσπου να φτάσει μεσάνυχτα. Και σου επιμένω ακόμη, πως ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά η Ευρυτανία ομορφότερη κι απ΄ τον κόσμο!



* Ορειβάτης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου