ΕΙΧΕ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ νὰ παίρνει τὰ
πράγματά της καὶ νὰ φεύγει (μὲ ξένη βαλίτσα). Εἶχε συνηθίσει νὰ ἐπιστρέφει,
ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπιστρέψει τὰ κλειδιὰ ποὺ ζητοῦσε πάντα μὲ
τὸ παθιασμένο ὄνειρο τῆς εἰρηνικῆς συγκατοίκησης. Εἶχε συνηθίσει
νὰ τηλεφωνεῖ κατόπιν ἑορτῆς καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ, νὰ ὀργίζεται μὲ τὰ
παρακάλια της, νὰ ἐξυβρίζει μεταμελημένη καὶ τέλος νὰ σιωπᾶ μὲ τὰ
χάπια της. Ποτὲ δὲν ἔκλαιγε, ποτέ.
Ἦταν
ὄμορφη κοπέλλα, χωρὶς ἰδιαίτερη χάρη καὶ σχεδὸν ἄγουστη μὲς στὶς
πιὸ χτυπητὲς μόδες, ἀλλὰ μὲ ἀσυγκράτητο αἰσθησιασμὸ καὶ ἀπίθανη ἐλευθερία
ποὺ μεταμόρφωνε τὸ πράγμα σὲ ζωντανὸ ὀργανισμὸ καὶ τὸ ζωντανὸ σὲ
πράγμα. Γνώριζε ἀπ’ἔξω ὅλα τα τραγούδια, λαϊκά, ἔντεχνα καὶ ξένα.
Μὰ εἶχε μπλέξει μὲ τὰ γράμματα καὶ νόμιζε πὼς τὸ πνεῦμα εἶναι ἄνθη,
χρώματα καὶ ἐπικοινωνία.
Τὸ
βλέμμα της δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι σκοτεινό, ἀκόμη καὶ στὶς μεγάλες χαρές
της. Ἦταν τὸ πηγάδι της, ἔλεγε. Ἔπεφτε μέσα κι ἔπρεπε νὰ τσακιστεῖς
νὰ τὴν ἀνεβάσεις πάνω. Ἔπρεπε νὰ τὴν κρατᾶς πάντα γιὰ νὰ μὴν ξαναβουτήξει.
Ὅσο τὴν κρατοῦσες ἔξω, ἔδινε μεγάλη ἡδονή. Πιστὴ σὰν παλαιὰ ψυχοκόρη,
τὰ ἀκριβὰ ἐσώρουχα δὲν τῆς πρόσθεταν τίποτε. Εἶχε τὶς γραμμὲς μιᾶς
καλοπεριποιημένης φοράδας. Κι ὁ νοῦς της ἦταν πάντα στὸ χωριὸ ὅπου
μεγάλωσε ἀνάμεσα σὲ ψηλοκρέμαστα βουνὰ μ’ ἕνα πλατὺ ποτάμι, ἀπ’
ὅπου ὅλοι ἤθελαν νὰ φύγουν γιὰ νὰ γυρίσουν πλούσιοι.
Ἦταν
ξεχωριστή, ὅπως ὅλα τα παράδοξα ποὺ γεννοῦν οἱ γάμοι τοῦ πάθους καὶ
τῆς κοινοτοπίας γιὰ τὰ ὁποῖα ὅσο περισσότερο μιλᾶς, τόσο πιὸ παράδοξα
γίνονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου