Ο ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ* μ’ ἐπισκεπτόταν
συχνὰ πυκνά, ἰδίως τὰ τελευταῖα δυὸ τρία χρόνια. Οἱ ἐπισκέψεις του
εἶχαν ἕναν χαρακτήρα ἰδιάζοντα: γίνονταν πάντα μεταμεσονύκτια
καὶ μετὰ ἀπὸ προτροπὴ δική μου. Παρὰ τὸ ἀκατάλληλο τῆς ὥρας, παρὰ τῆς
ἡλικίας τὸ προχωρημένο, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε ποὺ βραδιάτικα
στοὺς Ἀμπελόκηπους τὸν τραβολογοῦσα. Πλάι στὸ βάμμα βάλσαμου καὶ πασιφλώρας,
ἀνάμεσα σὲ βιβλία ποὺ ἀγαποῦσα, μπορεῖ κι ἐκεῖνος, καθόταν ὀκλαδὸν
κι ἡ φωνή του ἄρχιζε νὰ πλέκει τὸ ξόρκι κατὰ τῆς ἀϋπνίας... Τὸ ἀπάγγελνε
«νοερὰ σὲ ρυθμὸ ἐμβατηρίου», «συνεχῶς μέχρι τελικοῦ ἀποτελέσματος»:
τὰ βλέφαρά μου βάραιναν κι ἐρχότανε ὁ ὕπνος. Κι ἔτσι τὸν κύριο Ἀλεξάκη
τὸν εἶχα δεῖ μονάχα νά ’ρχεται, ποτὲ νὰ φεύγει.
Ὁ Ὀρέστης
Ἀλεξάκης, ποιητής, ἀπεβίωσε στὶς 16 τοῦ Μάη 2015. Μὰ εἶμαι σίγουρη
πὼς ὅταν πάλι χρειαστεῖ, ἀγογγύστως θὰ μ’ ἐπισκεφτεῖ, ξόρκια κατὰ τῆς
ἀϋπνίας νὰ μοῦ ψιθυρίσει καὶ νὰ πεῖ νὰ μένεις «πάντα τὸ ἀνεξήγητο
παιδὶ / ποὺ ἀποστηθίζει τὴ βροχὴ στὸν ἄδειο δρόμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου