ΚΑΘΩΣ
Η ΓΡΙΑ ἔψηνε καφὲ κι ὁ γέρος, καθισμένος σὲ ἕνα μπάγκο, πάλευε νὰ βάλει
στὴ σωστὴ σειρὰ τὰ μαχαίρια τῆς φρέζας, περιεργαζόμουν τὸ σκοτεινὸ
δωμάτιο: ἕνα τραπεζάκι, δυὸ καρέκλες, ὁ νεροχύτης, μιὰ πιατοθήκη
τοίχου, ἕνα ντιβάνι μὲ κεντητὰ μαξιλάρια καὶ πολλὲς πάντες στοὺς γαλακτωμένους
τοίχους ποὺ ἀναπαρίσταναν δραματικὲς σκηνές· σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς μιὰ ὡραία
«κόρη» πάνω στὸ ἄλογο τὸ ἔσκαγε μὲ τὸν περήφανο ἐραστή της, κοιτώντας
τοὺς διῶκτες της μὲ ἀγωνία. Τὸ δωμάτιο ἦταν ὑπνοδωμάτιο καὶ κουζίνα
μαζί, ἔτσι νόμισα στὴ ἀρχὴ τουλάχιστον – ὥσπου διαπίστωσα ὅτι καθόμουν
πάνω στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας: ἦταν σκεπασμένη καὶ στρωμένη μὲ ἕνα
ὑφαντὸ χαλάκι.
Τὸ
δωμάτιο, παρόλα αὐτὰ ἦταν δροσερό, ἕνα σωτήριο καταφύγιο γιὰ τὸν
μεσημεριάτικο καύσωνα. Τὰ μόνα κουφώματα ἦταν μιὰ πόρτα κι ἕνα
παράθυρο. Ἀπὸ τὴν πόρτα ἔβλεπα τὴν κατηφόρα ὅπου στὸ βάθος της, μακριά,
εἶχα ἀφήσει τὸ ἁμάξι· ἀπὸ τὸ παράθυρο φαινόταν, παραμορφωμένη ἀπὸ
τὸ σκληρὸ φῶς, μιὰ στενόμακρη λουρίδα γῆς φυτεμένη μὲ κερασιές· ἦταν
τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ δηλωμένα κτήματα τῆς περιοχῆς καὶ τὸ μόνο, ἀπὸ
ὅσα εἶχα δεῖ ὣς τώρα, ποὺ τὰ ἀγριόχορτα ξεπερνοῦσαν σὲ ὕψος τοὺς κορμοὺς
τῶν δέντρων…
Ἡ
γριὰ μοῦ ΄φέρε τὸν καφὲ κι ἕνα ποτήρι νερό, λύγισε τὰ γόνατα καὶ τὰ ἀπόθεσε
δίπλα μου.
«Στὴν ὑγειά σου γιέ μου», εἶπε κι ἔπιασε τὸ μαῦρο μαντίλι, ποὺ ἦταν
λυτὸ στοὺς ὤμους καὶ παρὰ λίγο θὰ τῆς ἔπεφτε στὸ πάτωμα.
«Δὲν
εἶναι ἀνάγκη νὰ ταλαιπωρεῖσαι ἄδικα», εἶπε ὁ γέρος ποὺ περνοῦσε μὲ
δυσκολία τὸ τελευταῖο παξιμάδι τῆς βίδας πάνω στὸ φθαρμένο ἀτσάλι.
«Ἡ γριὰ ἔκανε λάθος. Τὰ δήλωσε γιὰ τὴν ἀποζημίωση ὅταν ἔλειπα, ἀλλὰ
δὲν ὑπάρχει ζημιά.» Ἡ γριὰ δὲν μίλησε παρὰ ἔκατσε δίπλα του στὸν μπάγκο.
«Κάτω», τοῦ λέω «τὰ θέρισε ὅλα. Ζημιὰ ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ».
«Τί νὰ κάνουμε;» εἶπε ὁ γέρος ἀφοῦ τὸ σκέφτηκε λίγο, «Ἔτσι εἶναι
τὸ χαλάζι.
Περνάει γραμμὲς-γραμμές, τὰ θερίζει ὅλα καὶ παρὰ δίπλα δὲ
ρίχνει οὔτε κόκκο».
«Γιὰ αὐτὸ μοῦ γκρινιάζανε στὸν κάμπο», εἶπα καὶ ρούφηξα τὸν καφέ.
«Ποιός γκρίνιαξε;» εἶπε ὁ γέρος καὶ σηκώθηκε.
«Χωρὶς μπότες, παιδάκι μου, θὰ μπεῖς;» διέκοψε ἡ γριά.
Ὁ
γέρος ἔβαλε τὸν ἄξονα τῆς φρέζας κάτω ἀπὸ τὸν μπάγκο μὲ ἐπιμέλεια, ὕστερα
κατέβασε τὸ κιλίμι τοῦ πάγκου μέχρι τὸ πάτωμα.
«Νὰ
τοῦ δώσεις τὰ μαχαίρια, ἅμα ἔρθει τὸ ἀπόγευμα», εἶπε στὴ γριά.
«Τὰ
μαχαίρια μας;» ρώτησε ἐκείνη.
«Δικά του εἶναι. Ἀφοῦ τὰ θέλει, δώστου τα».
«Τὰ
λιωμένα μαχαίρια;»
«Ἀφοῦ
τὰ θέλει δώστου τα», ξανάπε ὁ γέρος καὶ στεκόταν κιόλας ἔξω ἀπὸ τὴν
πόρτα.
Ἡ
γριὰ κάθισε στὸ κατώφλι κι ἐμεῖς προχωρήσαμε μέχρι τὴ στενὴ λουρίδα
γῆς ποὺ φλεγόταν κάτω ἀπ΄τὸν ἥλιο. Εἶχε ἄπνοια ἀλλὰ κάτι «ζωντάνευε»
τὰ ἀγριόχορτα, γιατὶ ποὺ καὶ ποὺ σαλεύανε σὰν νὰ τὰ ἔβρισκε ἕνα ἐλαφρὺ
ἀεράκι.
Κατάλαβα.
«Ἂν
δὲ φοβᾶσαι, μπές», εἶπε ὁ γέρος.
Δίχως
δεύτερη σκέψη χώθηκα μέχρι τὸ λαιμὸ στ΄ ἀγκάθια.
Ἔνιωσα
ἀμέσως σουβλιὲς στὶς κνῆμες καὶ τοὺς ἀστράγαλους καὶ μόλις πέρασα τὶς
πρῶτες σειρὲς τῶν δέντρων ἄρχισαν τὰ σουρσίματα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
μου: στὸ τέρμα τοῦ χωραφιοῦ κουλουριασμένες ἄχεντρες λιάζονταν δίπλα
στὸ πηγάδι. Ἀποφεύγοντας νὰ κοιτῶ κάτω, μὲ τὴ δήλωση στὸ ἕνα χέρι
καὶ τὸ στυλὸ στὸ ἄλλο, ξεκίνησα νὰ γυρνάω σιγὰ-σιγά, ἐκτιμώντας γιὰ
δεύτερη φορὰ τὰ κερασόδεντρα πού, ἀνέγγιχτα ἀπὸ τὸ χαλάζι, σήκωναν
στὸν οὐρανὸ τὰ φορτωμένα κλαδιά τους: οὔτε κόκκος δὲν εἶχε βρεῖ τὸ δρόμο
του ἀνάμεσα στὰ πράσινα φυλλώματα!
Ὁ
γέρος μὲ περίμενε ἐκεῖ ποὺ τὸν εἶχα ἀφήσει, πλησίασε καὶ μοῦ πρόσφερε
τσιγάρο. Μοῦ ἄναψε πολλὲς φορές, ἀλλὰ τὸ τσιγάρο ἔτρεμε στὰ χείλη
μου κι ἡ φλόγα δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ τὴν ἄκρη του. Γιὰ νὰ σταθεροποιήσει
τὸ χέρι μου, ἅπλωσε τὸ δικό του κι ἕσφιξε τὸν καρπό μου σὰν μέγγενη· μὲ
τὸ ἄλλο μοῦ ἄναψε.
«Λοιπόν;» ρώτησε.
«Ἑκατὸ
τοῖς ἑκατό» εἶπα. «Πέρασε κι ἀπὸ δῶ τὸ χαλάζι.»
Φυσοῦσε
τὸν καπνὸ καὶ δὲν μιλοῦσε. Ἡ ἀποπνιχτικὴ ζέστη βάραινε τὸ ἴδιο πάνω
μας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἐμένα μὲ πλάκωνε κι ἔκανε τὰ πόδια μου νὰ μὲ
πονοῦν καὶ τὴν πλάτη μου νὰ μὲ φαγουρίζει, ἐνῶ ἐκεῖνον φαινόταν νὰ τὸν
θρέφει.
Κάτω,
μακριά, ὁ κάμπος καὶ τὸ ποτάμι ἄχνιζαν· ἐκεῖ τα κεράσια εἶχαν μαζευτεῖ,
μὰ ἐδῶ πάνω ἦταν ἀκόμα πράσινα, ὁ τόπος ἔρημος: μόνο ἡ καλύβα καὶ
δίπλα τὸ τρακτὲρ —πλαγιασμένο στὸ χῶμα σὰν σφαγμένο ζῶο— μὲ τὰ μαχαίρια
του νὰ στραφταλίζουν, ἀκόμα πιὸ κοντὰ καὶ πιὸ λυωμένα ἀπὸ αὐτὰ στὸ
δωμάτιο.
Ὁ
γέρος σώπαινε.
«Ἑκατὸ
τοῖς ἑκατό, ἔ;» εἶπε στὸ τέλος, ξεσπώντας σὲ ἕνα εἰρωνικὸ γέλιο.
«Ἂν
δὲν πιστεύεις νὰ ξαναπάω», εἶπα ἀμήχανος.
Κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι καὶ ξαναμπῆκα στὸ χωράφι τὴν ὥρα
ποὺ ἡ γριά, στὸ σκαλάκι, περνοῦσε τὸ λυτὸ μαντίλι στὸ μάτι της, σὰν νὰ
τὸ σκούπιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου