ΚΑΘΕ ΠΡΩΪ ἄρχιζαν τὰ τηλεφωνήματα,
λίγο πρὶν ἢ λίγο μετὰ τὶς ὀκτώ, αὐτὰ ἐπιτρεπόταν νὰ ξυπνήσουν τὴν
μαμά, ἐμεῖς ὄχι. Τὸ πρῶτο το ἔπαιρνε στὸ κρεβάτι μέχρι νὰ ἀποφασίσει
νὰ κάνει τὰ ἴδια δεκαέξι βήματα ὣς τὸ μπάνιο καὶ μετὰ νὰ ἀνέβει στὴν
ζυγαριά. Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ ἑτοιμαστοῦμε μὲ ἡσυχία, νὰ μὴν φᾶμε κάτι
ποὺ μυρίζει στὴν κουζίνα ὅσο ἔπινε τὸν ἑλληνικὸ καφέ της, ἔτρωγε
ἕνα κομμάτι σκληρὸ κίτρινο τυρὶ κι ἕνα γιαούρτι μὲ δημητριακὰ ὁλικῆς
ἀλέσεως. Τὰ τηλεφωνήματα συνεχίζονταν, οἱ ἄνθρωποι ζητοῦσαν τὴν
γνώμη της γιὰ τὰ προσωπικά τους θέματα ποὺ παρὰ τὴν καλή της διάθεση
γιὰ συμβουλὲς παρέμεναν ἄλυτα. Μὲ τὸ πέρασμα τῶν ἐτῶν, μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς συνομιλητὲς πέθαναν, ὅπως ἡ Ἑλένη ποὺ ἔμενε στὴν Ραφήνα καὶ
τὴν θυμόμαστε ὡς μιὰ γυναίκα ποὺ περίμενε στὴν στάση γιὰ ἕνα λεωφορεῖο
ποὺ ἡ διαδρομή του εἶχε καταργηθεῖ. Ἄλλοι φοβόντουσαν ὅτι θὰ πεθάνουν,
ὅπως ἡ θεία ἡ Ἄννα, καθηγήτρια νυχτερινοῦ σχολείου καὶ χειμερινὴ
κολυμβήτρια, ποὺ ἔπαιρνε γιὰ νὰ μιλήσουν γιὰ τὶς ἰατρικές της ἐξετάσεις,
γιὰ τὰ πολιτικὰ καὶ τὴν ἀπογραφὴ ὅσων εἶχαν πεθάνει, ἕνα γενεαλογικὸ
δέντρο ἀπὸ «ἀρρώστους» καὶ «τέρατα». Ἐμεῖς δὲν συμπαθούσαμε τὴν
θεία γιατὶ μᾶς ἔστελνε γραπτὲς ἐπιστολὲς γεμάτες παρατηρήσεις
γιὰ τὴν συμπεριφορά μας καὶ κυρίως μᾶς σύστηνε «νὰ μὴν ζοῦμε παρασιτικά».
Ὅσο ἡ μαμὰ εἶχε κολλημένο τὸ ἀκουστικὸ στὸ αὐτὶ ἐμεῖς μεγαλώναμε,
μᾶλλον τυχαῖα, περνούσαμε τὶς τάξεις στὸ σχολεῖο καταμετρώντας τὰ
«δέν» της. Ἡ μαμὰ δὲν μαγειρεύει, δὲν καθαρίζει, δὲν βάζει πλυντήριο,
δὲν σιδερώνει, δὲν θέλει νὰ πειράζουν τὰ πράγματα «της», δὲν λούζεται
στὸ σπίτι, πηγαίνει κομμωτήριο ὅπου δὲν ἀντέχει τὰ δάχτυλα τῆς κοπέλας
ποὺ τῆς ἀγγίζουν τὸ κρανίο.
Ὅποτε τῆς ἔκαναν παράπονα ὅτι τὸ ἔβρισκαν κατειλημμένο γιὰ
ὧρες, ἡ μαμὰ τοὺς ἔλεγζοχε «μιλοῦσαν αὐτές». Τὰ βράδια τὴν ἔπαιρνε ὁ
μπαμπὰς γιὰ νὰ μονολογήσει γιὰ τὰ βιβλία ποὺ διάβαζε ἢ γιὰ νὰ τὴν
βρίσει ποὺ τὴν παντρεύτηκε κι ἔκανε παιδιὰ καὶ δὲν τὸν ἄφησε στὴν ἡσυχία
του χωρὶς ἔγνοιες κι ἔξοδα. Ἡ μαμὰ μᾶς ἔλεγε νὰ μὴν δίνουμε σημασία
γιατὶ ὁ μπαμπὰς εἶναι «ἄρρωστος» καὶ νὰ προσέξουμε νὰ μὴν γίνουμε σὰν
αὐτόν. Ἐμεῖς τότε πηγαίναμε στὸ μπάνιο καὶ κοιταζόμασταν στὸν ὁλόσωμο
καθρέφτη. Γινόμασταν τέσσερις, δύο παραπάνω ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας,
καὶ ἦταν οἱ ἄλλες ποὺ ἔμοιαζαν περισσότερο στὴν μαμὰ ἢ στὸν μπαμπά,
ἐμεῖς μοιάζαμε μόνο μεταξύ μας. Τὸ τηλέφωνο δὲν χτυποῦσε μόνο τὶς
λίγες ὧρες πρὶν ξημερώσει κι ἔτσι μπορούσαμε, μία κάθε βράδυ, ἡ ἄλλη
περίμενε τὴν σειρά της, νὰ πᾶμε στὸ κρεβάτι της καὶ νὰ πιάσουμε τὸ
χέρι της ποὺ ξεκουραζόταν, νὰ μαλάξουμε τὴν βεντάλια ἀπὸ δέρμα μεταξὺ
δείκτη κι ἀντίχειρα μέχρι νὰ ἀποκοιμηθοῦμε. Ὁ Αὔγουστος ἦταν ὁ
πιὸ δύσκολος μήνας γιὰ τὴν μαμὰ γιατὶ οἱ περισσότεροι ἔφευγαν γιὰ
διακοπὲς κι αὐτὴ ἔμενε νὰ ἀνοιγοκλείνει τὸ βουβὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ
ἐλέγξει ἂν εἶναι κομμένη ἡ γραμμή.
Ὅταν πέθανε ὁ μπαμπὰς κι ἀναγκαστήκαμε νὰ πουλήσουμε τὸ σπίτι
του, ἡ μαμὰ μετέφερε τὸν ἀριθμό του στὸ δικό μας καὶ μᾶς ἀνακοίνωσε
ὅτι αὐτὴ ἡ γραμμὴ εἶναι «γιὰ ἐμᾶς». Καμία ἀπὸ τὶς δυό μας δὲν πλήρωσε
τὸν λογαριασμὸ ὁπότε πρῶτα μᾶς τὸ ἔκοψαν καὶ μετὰ κατάργησαν τὸ
νούμερο. Ἡ μαμὰ ἔγινε ἔξαλλη καὶ μὲ τὸ ἀκουστικὸ στὸ αὐτὶ —ἡ θεία
ἡ Ἄννα νὰ περιμένει— μᾶς φώναξε ὅτι εἴμαστε «τέρατα» καὶ πὼς ἂν
μποροῦσε θὰ μᾶς ἔπαιρνε πίσω ἀκόμα καὶ τὸ ἐπίθετό μας. Μέσα στὴν
ταραχὴ τῆς ἔπεσε τὸ ἀκουστικό, ἔσπασε καὶ βγῆκαν ἔξω οἱ μπαταρίες
πού, ἀκολουθώντας διαφορετικὴ πορεία, κύλησαν ἡ καθεμία μπροστὰ
στὰ πόδια μας. Τὶς πήραμε στὰ χέρια μας προσεχτικὰ σὰν κάλυκες ἀπὸ
σφαῖρες, μόνο το σὺν καὶ τὸ πλὴν τὶς προδιδε, καὶ τότε μία ἀπὸ τὶς δυό
μας ἔβαλε τὴν μπαταρία στὸ στόμα καὶ τὴν κατάπιε, ἡ ἄλλη περίμενε
τὴν σειρά της.
Ὄλγα Αἰκατερίνη Φουντέα (Ἀθήνα, 1978). Σπούδασε Χρηματιστηριακὰ καὶ Ἐπικοινωνία
στὸ Ἀμερικανικὸ Κολλέγιο. Ἔχει παρακολουθήσει μαθήματα
δημιουργικῆς γραφῆς μὲ τὸν Κώστα Κατσουλάρη. Διηγήματα της ἔχουν δημοσιευτεῖ
στὴν Book Press καὶ στὸ Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου