Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ὄλ­γα Αἰ­κα­τε­ρί­νη Φουν­τέ­α: Η κλήση σας είναι σε αναμονή



 

 

ΚΑΘΕ ΠΡΩΪ ἄρ­χι­ζαν τὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα, λί­γο πρὶν ἢ λί­γο με­τὰ τὶς ὀ­κτώ, αὐ­τὰ ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ ξυ­πνή­σουν τὴν μα­μά, ἐ­μεῖς ὄ­χι. Τὸ πρῶ­το το ἔ­παιρ­νε στὸ κρε­βά­τι μέ­χρι νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ κά­νει τὰ ἴ­δια δε­κα­έ­ξι βή­μα­τα ὣς τὸ μπά­νιο καὶ με­τὰ νὰ ἀ­νέ­βει στὴν ζυ­γα­ριά. Ἐ­μεῖς ἔ­πρε­πε νὰ ἑ­τοι­μα­στοῦ­με μὲ ἡ­συ­χί­α, νὰ μὴν φᾶ­με κά­τι ποὺ μυ­ρί­ζει στὴν κου­ζί­να ὅ­σο ἔ­πι­νε τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ κα­φέ της, ἔ­τρω­γε ἕ­να κομ­μά­τι σκλη­ρὸ κί­τρι­νο τυ­ρὶ κι ἕ­να γι­α­ούρ­τι μὲ δη­μη­τρια­κὰ ὁ­λι­κῆς ἀ­λέ­σε­ως. Τὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα συ­νε­χί­ζον­ταν, οἱ ἄν­θρω­ποι ζη­τοῦ­σαν τὴν γνώ­μη της γιὰ τὰ προ­σω­πι­κά τους θέ­μα­τα ποὺ πα­ρὰ τὴν κα­λή της δι­ά­θε­ση γιὰ συμ­βου­λὲς πα­ρέ­με­ναν ἄ­λυ­τα. Μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τῶν ἐ­τῶν, με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς συ­νο­μι­λη­τὲς πέ­θα­ναν, ὅ­πως ἡ Ἑ­λέ­νη ποὺ ἔ­με­νε στὴν Ρα­φή­να καὶ τὴν θυ­μό­μα­στε ὡς μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ πε­ρί­με­νε στὴν στά­ση γιὰ ἕ­να λε­ω­φο­ρεῖ­ο ποὺ ἡ δι­α­δρο­μή του εἶ­χε κα­ταρ­γη­θεῖ. Ἄλ­λοι φο­βόν­του­σαν ὅ­τι θὰ πε­θά­νουν, ὅ­πως ἡ θεί­α ἡ Ἄν­να, κα­θη­γή­τρια νυ­χτε­ρι­νοῦ σχο­λεί­ου καὶ χει­με­ρι­νὴ κο­λυμ­βή­τρια, ποὺ ἔ­παιρ­νε γιὰ νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὶς ἰ­α­τρι­κές της ἐ­ξε­τά­σεις, γιὰ τὰ πο­λι­τι­κὰ καὶ τὴν ἀ­πο­γρα­φὴ ὅ­σων εἶ­χαν πε­θά­νει, ἕ­να γε­νε­α­λο­γι­κὸ δέν­τρο ἀ­πὸ «ἀρ­ρώ­στους» καὶ «τέ­ρα­τα». Ἐ­μεῖς δὲν συμ­πα­θού­σα­με τὴν θεί­α για­τὶ μᾶς ἔ­στελ­νε γρα­πτὲς ἐ­πι­στο­λὲς γε­μά­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις γιὰ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας καὶ κυ­ρί­ως μᾶς σύ­στη­νε «νὰ μὴν ζοῦ­με πα­ρα­σι­τι­κά». Ὅ­σο ἡ μα­μὰ εἶ­χε κολ­λη­μέ­νο τὸ ἀ­κου­στι­κὸ στὸ αὐ­τὶ ἐ­μεῖς με­γα­λώ­να­με, μᾶλ­λον τυ­χαῖ­α, περ­νού­σα­με τὶς τά­ξεις στὸ σχο­λεῖ­ο κα­τα­με­τρών­τας τὰ «δέν» της. Ἡ μα­μὰ δὲν μα­γει­ρεύ­ει, δὲν κα­θα­ρί­ζει, δὲν βά­ζει πλυν­τή­ριο, δὲν σι­δε­ρώ­νει, δὲν θέ­λει νὰ πει­ρά­ζουν τὰ πράγ­μα­τα «της», δὲν λού­ζε­ται στὸ σπί­τι, πη­γαί­νει κομ­μω­τή­ριο ὅ­που δὲν ἀν­τέ­χει τὰ δά­χτυ­λα τῆς κο­πέ­λας ποὺ τῆς ἀγ­γί­ζουν τὸ κρα­νί­ο.
       Ὅ­πο­τε τῆς ἔ­κα­ναν πα­ρά­πο­να ὅ­τι τὸ ἔ­βρι­σκαν κα­τει­λημ­μέ­νο γιὰ ὧ­ρες, ἡ μα­μὰ τοὺς ἔ­λε­γζοχε «μι­λοῦ­σαν αὐ­τές». Τὰ βρά­δια τὴν ἔ­παιρ­νε ὁ μπαμ­πὰς γιὰ νὰ μο­νο­λο­γή­σει γιὰ τὰ βι­βλί­α ποὺ δι­ά­βα­ζε ἢ γιὰ νὰ τὴν βρί­σει ποὺ τὴν παν­τρεύ­τη­κε κι ἔ­κα­νε παι­διὰ καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­σε στὴν ἡ­συ­χί­α του χω­ρὶς ἔ­γνοι­ες κι ἔ­ξο­δα. Ἡ μα­μὰ μᾶς ἔ­λε­γε νὰ μὴν δί­νου­με ση­μα­σί­α για­τὶ ὁ μπαμ­πὰς εἶ­ναι «ἄρ­ρω­στος» καὶ νὰ προ­σέ­ξου­με νὰ μὴν γί­νου­με σὰν αὐ­τόν. Ἐ­μεῖς τό­τε πη­γαί­να­με στὸ μπά­νιο καὶ κοι­τα­ζό­μα­σταν στὸν ὁ­λό­σω­μο κα­θρέ­φτη. Γι­νό­μα­σταν τέσ­σε­ρις, δύ­ο πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς μας, καὶ ἦ­ταν οἱ ἄλ­λες ποὺ ἔ­μοια­ζαν πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν μα­μὰ ἢ στὸν μπαμ­πά, ἐ­μεῖς μοι­ά­ζα­με μό­νο με­τα­ξύ μας. Τὸ τη­λέ­φω­νο δὲν χτυ­ποῦ­σε μό­νο τὶς λί­γες ὧ­ρες πρὶν ξη­με­ρώ­σει κι ἔ­τσι μπο­ρού­σα­με, μί­α κά­θε βρά­δυ, ἡ ἄλ­λη πε­ρί­με­νε τὴν σει­ρά της, νὰ πᾶ­με στὸ κρε­βά­τι της καὶ νὰ πι­ά­σου­με τὸ χέ­ρι της ποὺ ξε­κου­ρα­ζό­ταν, νὰ μα­λά­ξου­με τὴν βεν­τά­λια ἀ­πὸ δέρ­μα με­τα­ξὺ δεί­κτη κι ἀν­τί­χει­ρα μέ­χρι νὰ ἀ­πο­κοι­μη­θοῦ­με. Ὁ Αὔ­γου­στος ἦ­ταν ὁ πιὸ δύ­σκο­λος μή­νας γιὰ τὴν μα­μὰ για­τὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἔ­φευ­γαν γιὰ δι­α­κο­πὲς κι αὐ­τὴ ἔ­με­νε νὰ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει τὸ βου­βὸ τη­λέ­φω­νο γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν εἶ­ναι κομ­μέ­νη ἡ γραμ­μή.
       Ὅ­ταν πέ­θα­νε ὁ μπαμ­πὰς κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ που­λή­σου­με τὸ σπί­τι του, ἡ μα­μὰ με­τέ­φε­ρε τὸν ἀ­ριθ­μό του στὸ δι­κό μας καὶ μᾶς ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ γραμ­μὴ εἶ­ναι «γιὰ ἐ­μᾶς». Κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς δυ­ό μας δὲν πλή­ρω­σε τὸν λο­γα­ρια­σμὸ ὁ­πό­τε πρῶ­τα μᾶς τὸ ἔ­κο­ψαν καὶ με­τὰ κα­τάρ­γη­σαν τὸ νού­με­ρο. Ἡ μα­μὰ ἔ­γι­νε ἔ­ξαλ­λη καὶ μὲ τὸ ἀ­κου­στι­κὸ στὸ αὐ­τὶ —ἡ θεί­α ἡ Ἄν­να νὰ πε­ρι­μέ­νει— μᾶς φώ­να­ξε ὅ­τι εἴ­μα­στε «τέ­ρα­τα» καὶ πὼς ἂν μπο­ροῦ­σε θὰ μᾶς ἔ­παιρ­νε πί­σω ἀ­κό­μα καὶ τὸ ἐ­πί­θε­τό μας. Μέ­σα στὴν τα­ρα­χὴ τῆς ἔ­πε­σε τὸ ἀ­κου­στι­κό, ἔ­σπα­σε καὶ βγῆ­καν ἔ­ξω οἱ μπα­τα­ρί­ες πού, ἀ­κο­λου­θών­τας δι­α­φο­ρε­τι­κὴ πο­ρεί­α, κύ­λη­σαν ἡ κα­θε­μί­α μπρο­στὰ στὰ πό­δια μας. Τὶς πή­ρα­με στὰ χέ­ρια μας προ­σε­χτι­κὰ σὰν κά­λυ­κες ἀ­πὸ σφαῖ­ρες, μό­νο το σὺν καὶ τὸ πλὴν τὶς προ­δι­δε, καὶ τό­τε μί­α ἀ­πὸ τὶς δυ­ό μας ἔ­βα­λε τὴν μπα­τα­ρί­α στὸ στό­μα καὶ τὴν κα­τά­πι­ε, ἡ ἄλ­λη πε­ρί­με­νε τὴν σει­ρά της.

Ὄλ­γα Αἰ­κα­τε­ρί­νη Φουν­τέ­α (Ἀ­θή­να, 1978). Σπού­δα­σε Χρη­μα­τι­στη­ρια­κὰ καὶ Ἐ­πι­κοι­νω­νί­α στὸ Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ Κολ­λέ­γιο. Ἔ­χει πα­ρα­κο­λου­θή­σει μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς μὲ τὸν Κώστα Κατσουλάρη. Δι­η­γή­μα­τα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὴν Book Press καὶ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱστορίες Μπονζάι.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου