ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ εἶναι χτισμένο
στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Θεωροῦμαι ὁ πιὸ ἐπιφανὴς πολίτης της καί, γι’ αὐτὸν
ἀκριβῶς τὸ λόγο, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ξεχωρίζω πιὸ καθαρὰ ἀπὸ ὅλους
τὴν ἰδιωτικὴ ἀπὸ τὴ δημόσια ὕπαρξή μου. Ἔχω τὴν τιμὴ νὰ διακηρύττω
ὅτι τὰ τείχη τῆς πόλης εἶναι χτισμένα γιὰ μένα. Αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου
σχῆμα λόγου, ἀφοῦ τὸ σπίτι μου εἶναι τὸ μόνο ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα
στὶς δυὸ σειρὲς ἀπὸ τείχη ποὺ προστατεύουν τὴν πόλη μας. Πολλοὶ ἀγωνίστηκαν
μὲ αἷμα γιὰ τὴν κυριότητα αὐτοῦ τοῦ χώρου, ὅμως μόνο ἐγώ, τώρα ποὺ ἔχει
ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη καὶ ἡ τάξη, μπορῶ νὰ νιώθω ἥσυχος ὅτι προστατεύομαι
καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές· ὅποτε βέβαια ἀποσύρομαι γιὰ νὰ ἡσυχάσω.
Γιατὶ τὸ καθημερινό μου σπίτι εἶναι ἡ Ἀγορά: εἶμαι δημόσιο
πρόσωπο. Ἔχω ἐπαφὲς σὲ ὅλα τα νευραλγικὰ σημεῖα τῆς πόλης. Τυχὸν ἀπουσία
μου θὰ ἦταν καταστροφικὴ γιὰ τοὺς ρυθμούς της. Ἡ παρουσία μου, ἀντίθετα,
ἀναγγέλλεται καθημερινὰ μὲ σάλπιγγες – ἐκεῖ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει
ἡσυχία: «οὔουου! πάρτε θέσεις σὲ κάθε γωνία κόμβο δημόσιο κτίριο·
γιατὶ ἡ μέρα μου ἀρχίζει.» (Κάποτε βλέπω νὰ στέκεται πειθήνια, κολλητὰ
στὸ τεῖχος, ἕνας ἄνδρας ἐντελῶς ἴδιος μὲ μένα, τουλάχιστον ὅπως μπορῶ
νὰ διακρίνω ἀπὸ τὴ μισογυρισμένη πλάτη του. Τὸ αὐτί του, ἴδιο βέβαια
μὲ τὸ δικό μου, εἶναι ὅμως ὑγρό, διάφανο. Ἂν καὶ εἶναι ἀκίνητος, δυσκολεύομαι
νὰ ἀποφύγω τὴν παρουσία του. Μερικὲς φορὲς ἀναγκάζομαι νὰ περάσω
ἀπὸ μέσα του – φρίκη.)
Ἡ ἔντονη
δραστηριότητά μου προσφέρει εὐεξία·
βρίσκομαι διαρκῶς σὲ κίνηση.
Τυχὸν κακοδιαθεσία μου ἀποτελεῖ γεγονὸς γιὰ ὅλο τὸν περίγυρο,
τρόμο γιὰ τοὺς πολίτες. Ἡ ἀναγκαία αὐτὴ παρένθεση στὴν ἐνεργητικότητά
μου εἶναι δυστυχῶς συχνὸ φαινόμενο, καὶ ὀφείλεται στὸν ἴδιο πάντα
λόγο: μιὰ ἀπερίγραπτη ἐνόχληση στὸ στομάχι, δαίμονας ποὺ μὲ διαπερνᾶ
ἀκριβῶς τὴν ὥρα τῆς ἀπόλαυσης, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ ἕνα πλούσιο γεῦμα,
καθὼς οἱ ἐκλεκτὲς τροφὲς μετατρέπονται σὲ ἐνοχλητικὸ σωρὸ ἀπὸ
σκουπίδια.
Ἔχω
πάντως συνεχῶς, καὶ κατ’ ἀνάγκη, νέα σχέδια. Ἐννοεῖται πὼς τὰ σχέδιά
μου ἀφοροῦν καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους· ἡ πόλη πρέπει νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ
κίνηση γιὰ νὰ διατηρῶ τὴ θέση μου. Ἐξάλλου, δὲν κινδυνεύω ἀπὸ αὐτοὺς
ποὺ μὲ ἐχθρεύονται γιατὶ εἶμαι εὐέλικτος στὴν Ἀγορά: κάθε μέρα ἔχω
ἀγοραστεῖ καὶ πουληθεῖ ἀμέτρητες φορές.
Τὸ
βραδάκι, πάντως, ἀποσύρομαι στὸ καταφύγιό μου. Αὔριο τὸ πρωὶ τὸ μυαλό
μου θὰ ἔχει καθαρίσει: δὲ θὰ θυμᾶμαι τίποτε. Γιατὶ κάθε νύχτα ἐμφανίζεται
ἡ ἴδια εἰκόνα. Τὸ κρεβάτι μου βρίσκεται ἀκριβῶς στὴ βάση ἀπὸ ὅπου
ξεκινοῦν τὰ δύο ψηλὰ τείχη. Μόλις ὅμως ξαπλώσω, ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ, δεκάδες
βέλη μὲ σημαδεύουν κατευθεῖαν στὴν καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου