ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ τὸ νὰ βγαίνει κανεὶς ἔξω
στὸν δρόμο. Συναντᾶ πρόσωπα, καθένα τους στὴ δική του ξεχωριστὴ ἐκδοχή,
ἑπομένως μοναδικά, ἐκπληκτικά. Ὑπάρχουν πρόσωπα ποὺ ἐξοργίζουν
τὸν Πίους: Βλέπει σὲ αὐτὰ τὴν ξεροκεφαλιά, τὴν ἀγκύλωση, τὴ στενομυαλιά.
Προτιμᾶ νὰ παρατηρεῖ πρόσωπα παιδιῶν. Μιὰ ἡλικιωμένη χοντρὴ γυναίκα
κάθεται στὸ τρὰμ καὶ μασουλίζει ἕνα κοτσάνι ἀπὸ κεράσι. Μιὰ ἄλλη
λέει στὴ διπλανή της: «Ἔ, ἐσεῖς, ναί, ἐσᾶς λέω: Θέλω νὰ πεθάνω!» Νωρὶς τὸ πρωὶ ἡ πόλη μοιάζει νὰ
λάμπει ἀπὸ μέσα πρὸς τὰ ἔξω, ὅμως ἤδη ἀπὸ τὶς ἐννιὰ ὁ οὐρανὸς εἶναι
μαραγκιασμένος, τὸ φῶς χλομό. Ὁ Πίους παίρνει τὸ τρὰμ καὶ πότε-πότε
σημειώνει στὸ ἡμερολόγιό του: «Τώρα ποὺ ἡ Ρόζμαρι θέλησε νὰ αὐτοκτονήσει,
ἡ μητέρα μου προσπαθεῖ ξανά, ὅπως παλιά, νὰ ὑπονομεύσει τὴν προσωπικότητά
μου. Μοῦ ἀγοράζει ροῦχα ποὺ δὲν μοῦ ἀρέσουν. Θέλει νὰ ἀλλάξει τὴ διαρρύθμιση
στὸ διαμέρισμά μας. Θέλει νὰ μὲ βλέπει πιὸ συχνά.» Ἀνήσυχος ὁ Πίους διαπιστώνει ἀλλαγὲς στὸν ἑαυτό του: Τὰ μάτια του εἶναι ξαφνικὰ πιὸ ἀνοιχτά, μὲς στὸ κεφάλι του ἁπλώνεται κάτι σὰν φασαρία, καὶ τὸ φῶς ἡμέρας εἶναι ὑπερβολικὰ ἔντονο γιὰ τὰ μάτια του. Ἔχει γίνει περισσότερο πολυλογάς. Τὸ πρόσωπό του εἶναι σχεδὸν διάφανο, ἡ κοιλιὰ του λιγότερο χοντρή. Ὁ Πίους φοράει πάντα παππουδίστικα
ροῦχα: γκρὶ παντελόνι, ποὺ οἱ τιράντες τὸ σηκώνουν μέχρι πάνω ἀπὸ
τὴν κοιλιά, γκρὶ σακάκι μὲ γκρὶ μπαλώματα στοὺς ἀγκῶνες. Ὅταν περπατάει
μὲ βῆμα χαλαρό, μὲ τὸ δεξί του πόδι σπρώχνει κάθε τόσο τὰ χαλίκια
ποὺ βρίσκει μπροστά του στὸ πεζοδρόμιο. Μετὰ τὴν ἀπόπειρα αὐτοκτονίας
τῆς γυναίκας του ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ κλάψει περισσότερο, ἐπειδὴ
ἐκείνη, πρὶν καταπιεῖ τὰ ὑπνωτικά, εἶχε προλάβει νὰ πάει τὴν προηγούμενη
μέρα στὸ κομμωτήριο καὶ νὰ κάνει περμανάντ. Κι ἐπειδὴ τῆς εἶχε ἀγοράσει
ἅλατα γιὰ τὸ μπάνιο – γιὰ τοὺς ρευματισμούς της. Εἶχαν καβγαδίσει ὅμως·
ἐκεῖνος εἶχε ἀνέβει στὸ τρὰμ καὶ ἡ Ρόζμαρι στεκόταν στὸ πεζοδρόμιο,
πατοῦσε τὸ κουμπὶ στὴν πόρτα, ἡ ὁποία γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ κλείσει
αὐτόματα, καὶ τσίριζε, πράγμα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ντρέπεται τὸν κόσμο.
Τὸ πρόβλημα ἦταν τὰ λεφτά, πάντα τα λεφτά. Ἐκείνη χρειαζόταν νὰ ἔχει
λεφτὰ μὲ οὐρά, ἐκεῖνος πάλι ἦταν ὀλιγαρκής. Ὁ ὁδηγὸς ἄρχισε μετὰ
ἀπὸ λίγο νὰ βρίζει, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ ξεκινήσει ὅσο ἡ Ρόζμαρι
πατοῦσε τὸ κουμπί. Τὸ τρὰμ εἶναι τὸ καταφύγιο τοῦ
Πίους. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ δουλέψει, καθὼς ἔχει κληρονομήσει μιὰ
μικρὴ περιουσία· ἔτσι, παίρνει κάθε μέρα τὸ τρὰμ καὶ λείπει μὲ τὶς ὧρες
γιὰ νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὴ γυναίκα του. Στὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης, στὸ ὁποῖο
ἡ Ρόζμαρι βγάζει κλαψιάρικους ἤχους, ἐκεῖνος πρέπει νὰ τῆς ὑποσχεθεῖ
πὼς δὲν θὰ καταφεύγει πλέον στὸ τράμ. Τὴν ὑπόσχεσή του δὲν θὰ τὴν κρατήσει,
δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὴν κατήφεια νὰ γεμίσει τὴν καρδιά του. Πρώτη δημοσίευση: Basellandschaftliche Zeitung 2.9.1992, ἔπειτα:
Die Brieffreundin,
Luchterhand 1995, καὶ Beim
Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου