Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Η ΠΟΥΠΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ (Μεταγραφὴ Χρίστος Δάλκος)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν μιὰ γυναίκα ποὺ τὴν ἔλεγαν Πουπλία, ὀνομαστὴ καὶ περιβόητη γιὰ τὶς ἐνάρετες πράξεις της. Καρπὸς τοῦ σύντομου γάμου της, ἀξιοθαύμαστη προσφορὰ στὸν Θεό, ποὺ βλάστησε ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἐξαίσιο ἀγρό, ἦταν ὁ Ἰωάννης, ὁ ἡγούμενος γιὰ πολλὰ χρόνια τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος πολλὲς φορὲς προτάθηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία νὰ ἀναλάβῃ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀποστολικῆς προεδρίας ἀλλὰ οὐδέποτε τὸ ἀπεδέχθη.

Αὐτὴ εἶχε συγκροτήσει χορὸ ἀπὸ κοπέλες ὡρκισμένες νὰ τηρήσουν τὴν παρθενία τους ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς, καὶ ὑμνοῦσε συνεχῶς τὸν πλάστη καὶ σωτῆρα Θεό∙ ὅταν μάλιστα περνοῦσε ἀπὸ ᾿κεῖ κοντὰ ὁ βασιλεὺς Ἰουλιανὸς ἔψελναν ὅλες μαζὶ ἀκόμα πιὸ δυνατά, καταφρονῶντας καὶ κοροϊδεύοντας τὸν ἄθλιο παραβάτη.

Πρὸ πάντων τραγουδοῦσαν ἐκεῖνα τὰ ᾄσματα ποὺ διακωμωδοῦν τὴν λοιμικὴ τῶν εἰδώλων, κι ἔλεγαν μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνικῶν, ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἔργα ἀνθρώπινων χεριῶν». Μετὰ δὲ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀπώλειας ὅλων τῶν αἰσθήσεων[1]ἔλεγαν: «Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς νὰ πάθουνε ὅσοι τὰ φτιάχνουν κι ὅσοι τὰ πιστεύουν».

Ἀκούγοντας ἐκεῖνος αὐτά, καὶ ἰδιαίτερα ἐνωχλημένος, τὶς πρόσταξε νὰ σιωποῦν τὴν ὥρα ποὺ περνάει ἀπὸ ᾿κεῖ. Μὰ ἡ Πουπλία, μὴ δίνοντας σημασία στὶς προσταγές του, ἐνέπνευσε στὶς χορῳδοὺςπερισσότερο ζῆλο καὶ τὶς καθωδήγησε, ὅταν ἐκεῖνος ξαναπεράσῃ ἀπὸ ᾿κεῖ, νὰ ψάλλουν: «Ὁ Θεὸς ν᾿ ἀναστηθῇ καὶ νὰ διασκορπισθοῦν οἱ ἐχθροί του». 

Ὀργισμένος ὁ Ἰουλιανός, διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τὴν διδασκάλισσα τῆς χορῳδίας. Καὶ μ᾿ ὅλο ποὺ ἀντίκρισε μιὰ γηραιὰ ἀξιοσέβαστη γυναίκα, οὔτε τ᾿ ἄσπρα της μαλλιὰ λυπήθηκε, οὔτε τὶς ψυχικές της ἀρετὲς ἐκτίμησε, ἀλλὰ διέταξε κάποιους στρατιῶτες τῆς ἀκολουθίας του νὰ τὴν χαστουκίσουν καὶ νὰ κοκκινίσουν μὲ τὶς παλάμες τους τὰ μάγουλά της.

Κι ἐκείνη, ὑπομένοντας τὴν ἀτίμωση σὰν νὰ ἦταν ἡ ὑπέρτατη τιμή, ἐπέστρεψε μὲν στὸ οἴκημά της, ἐξακολούθησε ὅμως νὰ τὸν βομβαρδίζῃ μὲ τὶς πνευματικὲς αὐτὲς μελῳδίες, ὅπως ὁ συγγραφέας καὶ διδάσκαλος τῆς μελῳδίας τῶν Ψαλμῶν, ὁ Δαβίδ, ἀπέτρεπε τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐνωχλοῦσε τὸν Σαούλ.(Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 197.11 - 198.14)

 

 

 

 

 

 



[1]Πρβλ. Ψαλμὸ ριγ΄ 12-16 (καὶ ρλδ΄ 15-18): τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, / ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων∙ /στόμα ἔχουσιν καὶ οὐ λαλήσουσιν, / ὀφθαλμοὺς ἔχουσιν καὶ οὐκ ὄψονται, / ὦτα ἔχουσιν καὶ οὐκ ἀκούσονται, / ῥῖνας ἔχουσιν καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται, / χεῖρας ἔχουσιν καὶ οὐ ψηλαφήσουσιν, / πόδας ἔχουσιν καὶ οὐ περιπατήσουσιν, / οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν. / ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ / καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.


Η ΠΟΥΠΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

 

Πουπλία τις ἦν κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὀνομαστοτάτη καὶ πολυθρύλητος ἐκ τῶν τῆς ἀρετῆς κατορθωμάτων γεγενημένη. Αὕτη καὶ τοῦ γάμου τὸν ζυγὸν πρὸς ὀλίγον δεξαμένη καιρόν, καρπὸν ἀξιάγαστον τῷ θεῷ προσενήνοχεν. Ἰωάννης γάρ, ὁ τῶν ἐν Ἀντιοχείᾳπρεσβυτέρων ἐπὶ πλεῖστον ἡγησάμενος χρόνον καὶ πολλάκις μὲν τῆς ἀποστολικῆς προεδρίας τὰς ψήφους δεξάμενος, ἀεὶ δὲ τήνδε τὴν ἡγεμονίαν φυγών, ἐξ ἐκείνης τῆς θαυμασίας ἀρούρας ἐβλάστησεν. Αὕτη χορὸν ἔχουσα παρθένων τὴν διὰ βίου παρθενίαν ἐπηγγελμένων ἀεὶ μὲν ὕμνει τὸν πεποιηκότα καὶ σεσωκότα θεόν, τοῦ δὲ βασιλέωςπαριόντος γεγωνότερον κοινῇ ἔψαλλον, εὐκαταφρόνητον ἡγούμεναι καὶ καταγέλαστον τὸν ἀλάστορα. ᾞδον δὲ μάλιστα ἐκεῖνα τὰ ᾄσματα ἃ τῶν εἰδώλων κωμῳδεῖ τὴν ἀσθένειαν, καὶ μετὰ τοῦ Δαβὶδ ἔλεγον· «τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Καὶ μετὰ τὴν τῆς ἀναισθησίας διήγησιν ἔλεγον·«ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς». Τούτων ἀκούσας ἐκεῖνος καὶ λίαν ἀνιαθεὶς σιγᾶν αὐταῖς προσέταξε κατὰ τὸν τῆς παρόδου καιρόν. Ἡ δὲ μικρὸν τῶν ἐκείνου νόμων φροντίσασα, πλείονος τὸν χορὸνπροθυμίας ἐνέπλησε, καὶ πάλιν ἐκείνου διιόντος ψάλλειν ἐκέλευσεν· «ἀναστήτω ὁ θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ». Ὁ δὲ χαλεπήνας τοῦ χοροῦ τὴν διδάσκαλον ἀχθῆναι προσέταξε.Καὶγῆρας ἰδὼν αἰδοῦς ἀξιώτατον, οὔτε τοῦ σώματος τὴν πολιὰν ᾤκτειρεν οὔτε τὴν τῆς ψυχῆς τετίμηκεν ἀρετήν, ἀλλά τισι τῶν δορυφόρωνἐκέλευσεν ἐπὶ κόρρης αὐτὴν ἑκατέρας παῖσαι καὶ ταῖς χερσὶ φοινίξαι τὰς παρειάς. Ἡ δὲ ὡς ἄκραν τιμὴν δεξαμένη τὴν ἀτιμίαν ἀνελήλυθε μὲν εἰς τὸ δωμάτιον, συνήθως δὲ αὐτὸν ταῖς πνευματικαῖς ἔβαλλε μελῳδίαις, καθάπερ ὁ τῆς μελῳδίας ἐκείνης συγγραφεὺς καὶ διδάσκαλος τὸ πονηρὸν ἐκεῖνο κατέπαυε πνεῦμα τὸ τῷ Σαοὺλ ἐνοχλοῦν. (Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 197. 11 - 198.14)

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου