ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΣΤΑΓΟΝΕΣ αἷμα ποὺ ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ
χείλη μου, μετὰ τὸ χαστούκι, κατάλαβα ὅτι αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν μιὰ φυσιολογικὴ
μέρα. Γιὰ κανένα ἀπὸ τοὺς δύο μας. Κρατήθηκα ὅμως καὶ δὲν ἔβαλα τὰ
κλάματα. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι του, μάζεψε τὸ ποτήρι τοῦ καφὲ
καὶ τὸ πέταξε δίπλα του, στὸν κάδο. «Ἂν εἶναι δυνατόν, δὲν προσέχεις
καθόλου», εἶπε καὶ πῆκε ξανὰ στὰ Στάρμπακς.
«Καλημέρα
σας, πῶς μπορῶ νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσω;»
Στάθηκα
ἕνα μέτρο πίσω του. Οἱ φαρδιοί του ὦμοι ἔκρυβαν τὴν κοπέλα στὸ
ταμεῖο, μποροῦσα νὰ ἀκούσω μόνο τὴ φωνή της. Ἡ δική του φωνὴ ἦταν εὐγενικὴ
ὅταν παρήγγειλε. Ἄραγε, θὰ τὴ χτυποῦσε κι ἐκείνη, ἂν τοῦ ἔριχνε τὸν
καφὲ κατὰ λάθος; Στὸν ἀέρα ἀκουγόταν μιὰ γλυκανάλατη μουσική. Δυὸ
καλοντυμένοι νεαροὶ κάθονταν ἀντικριστὰ στὸ τραπέζι τους καὶ πληκτρολογοῦσαν
μανιωδῶς στὰ λάπτοπ τους. Μύριζε φρεσκοψημένα κουλουράκια καὶ κανέλα.
Θυμήθηκα ἐμένα, μικρή, νὰ γυρίζω ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ τὸ σπίτι νὰ μυρίζει
ὑπέροχα, νὰ τρέχω στὴν κουζίνα καὶ νὰ βλέπω τὴν μητέρα μου σκυμμένη
στὸν πάγκο, μὲ βουρκωμένα μάτια, τὸν πατέρα μου βλοσυρὸ ἀπὸ πάνω
της, τὰ κουλουράκια σκόρπια στὸ πάτωμα.
Ξαφνικὰ ἔβαλα τὰ κλάματα. Νομίζω ἔφταιγε ἡ μυρωδιὰ τῆς κανέλας,
ἀλλὰ καὶ πάλι, δὲν μποροῦσα νὰ εἶμαι σίγουρη. Κανὰ-δυὸ κεφάλια γύρισαν
πρὸς τὸ μέρος μου. Γύρισε κι αὐτός.
«Γιὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, κοπέλα μου, ὄχι μέσα στὰ Σταρμπακς, μὲ γνωρίζουν
ἐδῶ», εἶπε καὶ χαμήλωσε τὸ καπέλο τοῦ ντροπιασμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου