Τίποτα δὲν ἀγγίζει τὶς ἀπριλιάτικες βιολέτες;
τίποτα—: μονάχα ὁ ἀκάνθινος Ἰησοῦς.
Ν.Κ. «Ἡ ἐπωνυμία τοῦ πένθους
Ὁ Νίκος Καροῦζος ὑπάρχει ὡς ἕνας σπουδαῖος ὑπαρξιακὸς καὶ μεταφυσικὸς ποιητὴς μεγάλης πνευματικῆς ἀνοιχτοσύνης ποὺ στοὺς ἐξεγερμένους —γλωσσικὰ καὶ πνευματικὰ— στίχους του δεξιώθηκε μὲ τὴν ἴδια ἀγωνιώδη προσμονὴ τόσο τὴν παύλεια μέλλουσαν πόλιν τῆς Ἀναστάσεως ὅσο καὶ τὴν κοινωνικὰ ἐλευθερωτικὴ ἀναρχικὴ οὐτοπία τῆς Ἀντι-εξουσίας.
Ἑστιάζοντας στὴν μεταφυσικὴ πλευρὰ τῆς ἀγωνίας του, ὁλόκληρη ἡ ποίησή του, ἀπὸ τὸ πρῶτο του βιβλίο, τὴν Ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ (1953), ἕως τοὺς τελευταίους, ἕνα μήνα πρὶν πεθάνει, στίχους του, εἶναι —ἄλλοτε λυτρωτικῶς ἀλλὰ συχνότερα ἀγωνιωδῶς— διαβρωμένη ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπενέργεια τοῦ σημείου-Χριστός.
Ἡ πτωχικὴ ζωή του σὲ δύσκολους καιρούς, ἡ ἐξ ἀνάγκης ἀλλὰ καὶ ψυχικῆς ἰδιοσυστασίας πλανόδια βιοτή του, οἱ πολὺ ἀνθρώπινες ἕξεις του στὸ ποτὸ καὶ τὸ τσιγάρο, ὅλα αὐτὰ φόρα-παρτίδα στὸ στίχο του, ἕναν στίχο ποὺ ἀπὸ μιὰ ἐποχὴ καὶ μετὰ ἀθετοῦσε ἐπιδεικτικῶς τὶς συμβάσεις τῆς τέχνης του καὶ ποὺ στὴν γλωσσικὴ ἐπιφάνειά του ἡ λεκτικὴ καινουργία συναγωνιζόταν τὸν ἀγοραῖο λόγο, δημιούργησαν γιὰ τὴν ποίησή του ἕνα κύμα συμβιωτικῆς συμπάθειας σὲ πλῆθος νεώτερους ἀναγνῶστες – πρωτίστως δὲ σὲ κείνους ποὺ βρίσκονταν καὶ βρίσκονται ἔξω ἢ καὶ στὸν ἀντίποδα τῶν μεταφυσικῶν του ἀνησυχιῶν! Ὡς κατεξοχὴν σταυρικὸς ποιητής, ὁ Νίκος Καροῦζος ἐπικοινωνεῖ καλύτερα μὲ τὰ πάσης φύσεως ἀρνητικὰ βιώματα τῆς τραγικῆς μένουσας πόλεως τοῦ καιροῦ του, ὅπως καὶ κάθε ἐποχῆς, ἐν σχέσει πρὸς ἄλλους καταφατικότερους καὶ μεταφυσικῶς εὐφορικότερους σπουδαίους ποιητὲς τῆς παράδοσής μας, ὅπως ὁ Τάκης Παπατζώνης ἢ ὁ πρόωρα χαμένος Γιῶργος Σαραντάρης.
Κάθε ὅμως προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης καὶ οἰκείωσης, πνευματικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς, τῆς ποίησής του, κάθε προσπάθεια βαθύτερης πολιτισμικῆς διασύνδεσης τοῦ λόγου ἑνὸς ἐξαιρετικῶς καλλιεργημένου προσώπου μὲ τὴν πνευματικὴ παράδοση αὐτοῦ τοῦ Τόπου, μᾶς φέρνει ἀναγκαστικῶς στὸ κεντρικότατο σημεῖο τῆς ποίησής του: στὸ σημεῖο-Χριστός!
Γιὰ τὴν βαρύτητα ποὺ ἔχει μιὰ διαπίστωση σὰν τὴν παραπάνω στὴν συνολικὴ ἀποτίμηση καὶ ‘ἔνταξη’ τοῦ ἔργου τοῦ Νίκου Καρούζου σὲ μιὰ παγκοσμιότητα ποὺ ταυτοχρόνως προβάλλει ὅσο καὶ ὑπερβαίνει τὸν ἑλληνικό μας κόσμο, ἔρχεται —ὅπως συνήθως— νὰ συνεπικουρήσει ἕνα δευτερεῦον ἐνέργημα τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ στὸ προχωρημένο γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἔτος τοῦ 1987. Πρόκειται γιὰ τὶς πέντε δεκάλεπτες ἐκπομπὲς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τὶς σχεδὸν ἄγνωστες πιά, ποὺ ἀφιέρωσε ὁ ἴδιος στὴν ποίησή του, ἀπὸ τὴν Μεγάλη Δευτέρα 13 Ἀπριλίου ἕως τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ αὐτῆς τῆς χρονιᾶς, ἀπὸ τὸ Πρῶτο Πρόγραμμα τῆς ΕΡΤ, μὲ παραγωγὸ τὸν Ἀλέξη Ζήρα, καὶ μὲ τίτλο «Ἰησοῦς καὶ ποιήματα».
Τὰ πενήντα λεπτὰ ποίησής του ποὺ ὁ ἴδιος συσχετίζει μὲ τὸ σημεῖο-Χριστός, σὲ μιὰ τόσο διακεκριμένη στιγμὴ τῆς χρονιᾶς καὶ σὲ ἕνα τόσο προβεβλημένο ἐπικοινωνιακὸ μέσο, συμβολίζουν τὴν βαθύτερη ὅσο καὶ διαρκῆ πνευματικὴ σημασία ποὺ ἀπέδιδε ὁ ἴδιος στὸ σύμβολό του.
Ἀκούγοντας τὰ συγκεκριμένα ποιήματα τῶν ἐκπομπῶν καὶ ξαναδιαβάζοντάς τα μέσα στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του ὑποχρεωνόμαστε σὲ κάποιες διερευνητικὲς τῶν ἐπιλογῶν του σκέψεις, σκέψεις πού, πάντα ὑποθετικῶς, δὲν ἀνιχνεύουν μόνον προθέσεις, ἀλλὰ ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ νοηματοδοτήσουν καὶ τὸ ἴσως ἀνεπίγνωστο ἀποτέλεσμα.
Πρῶτον: Μολονότι ὁ Καροῦζος διαβάζει ἐν ἔτει 1987, ὅταν ὁ ποιητὴς ἔχει ἤδη κάνει ἀπὸ τὸ 1979 μιὰ σημαντικὴ πνευματικὴ ἀλλὰ κυρίως μορφοπλαστικὴ στροφὴ στὸ ἔργο του, τὰ ποιήματα ποὺ ἐπιλέγει γιὰ νὰ διαβάσει στὸ ραδιόφωνο ἐξικνοῦνται ἕως τὸ 1974, καὶ ἀνήκουν στὴν πρώτη περίοδο τῆς δουλειᾶς του, περιοριζόμενα μάλιστα σὲ δύο ποιητικὲς συλλογὲς: τὰ Ποιήματα (1961) ποὺ συνοψίζουν ἐπιλεκτικῶς τὴν ποιητική του παραγωγὴ τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 καὶ τὰ Χορταριασμένα Χάσματα (1974) – δηλαδὴ στὶς δύο συλλογὲς ποὺ κατ’ οὐσίαν ὁριοθετοῦν συμβατικῶς ὡς ἀρχὴ καὶ τέλος τὴν πρώτη του περίοδο. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἀπὸ τὸ 1979 ἕως τὸ 1987, χρόνο τῶν ἐκπομπῶν, ἔχουν ἐντωμεταξὺ κυκλοφορήσει ἄλλες ἐννέα συλλογὲς μὲ τελευταία τὴ Νεολιθικὴ Νυχτωδία στὴν Κροστάνδη, οἱ ὁποῖες βρίθουν ἐπίσης σὲ ἀναφορὲς ἄμεσες ἢ ἔμμεσες στὸ ἀγαπημένο χριστιανικὸ σύμβολό του. Γιατί ἄραγε μιὰ τέτοια προτίμηση;
Ἡ πρώτη σκέψη, σχετικῶς μὲ τὰ παραπάνω, εἶναι ὅτι τὰ ποιήματα αὐτῆς τῆς περιόδου προσφέρονται περισότερο σὲ ἀπαγγελία, ἐπειδὴ βρίσκονται κοντὰ στὸν ἁπλὸ ραψωδικὸ ἢ προσευχητικὸ τόνο τῆς ὁμαλῆς κατακόρυφης στιχοποιΐας, πρὶν τὴν μεγάλη συντακτικὴ καὶ γραφηματικὴ διασάλευση ποὺ εἰσήγαγε ὁ ποιητὴς στὴν ποίησή του τὴν ὕστερη περίοδό του, ποίηση ποὺ μοιάζει σὰν νὰ γράφτηκε γιὰ νὰ ὑπάρχει μόνον τυπωμένη στὸ χαρτὶ καὶ νὰ διαβάζεται σιωπηρῶς! Τὸ ἑπόμενο ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς εἶναι ὅτι τὰ ποιήματα αὐτὰ βρίσκονται κοντύτερα καὶ ἀπηχοῦν ἠρεμότερα τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ «πλέγμα πίστη-ἀπιστία» δὲν εἶχε ἀκόμη ἐκραγεῖ, πρὶν δηλαδὴ ὁ ποιητὴς «βουληθ[εῖ]» νὰ «δείξ[ει] τὴν ἥττα [τ]ου στὸ ζήτημα π ί σ τ η», υἱοθετώντας τὴν ἀνακουφιστική του, ὅσο καὶ ποιητικῶς ἐξαιρετικὰ παραγωγική, «ξεκρέμαστη θρησκευτικότητά» του, ὅπως εὐφυῶς ὁ ἴδιος τὴν χαρακτήρισε…
Δεύτερον: Ἡ ἐπιλογὴ τῶν συγκεκριμένων ποιημάτων ἀπὸ τὸν δημιουργό τους, κάτω ἀπὸ τὸν σχεδὸν δυναστικὸ ἑρμηνευτικῶς τίτλο «Ἰησοῦς καὶ ποιήματα», μᾶς δίνει μιὰ ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία νὰ ἐλέγξουμε, καὶ ἴσως νὰ ἐπιβεβαιώσουμε, τὴ θέση μας, ἐκπεφρασμένη καὶ ἄλλου, ὅτι στὴν ποίηση τοῦ Νίκου Καρούζου διαπιστώνουμε μιὰ πλατύτερη ποὺ ἐδῶ σημαίνει καὶ βαθύτερη καθὸ διάχυτη ἐπενέργεια τοῦ σημείου-Χριστός στὰ ρήματά του, ἡ ὁποία δείχνει μιὰ ποίηση ἐμποτισμένη χριστολογικῶς στὴν ὕφανσή της, ποὺ δὲν στέργει τὴν ἀναφορικότητά της μόνον σὲ ἐξωτερικοὺς καὶ εὔκολα ἀναγνωρίσιμους δεῖκτες.
Θὰ λέγαμε μὲ ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς —ποὺ τὴν μετριάζει τὸ ἴδιο τὸ ἄκουσμα τῶν συγκεκριμένων ποιημάτων (ποὺ δὲν εἶναι ὅλα ἀπὸ τὰ πλέον ὡραῖα, ἀντιπροσωπευτικὰ ἢ ἀναγνωρίσιμα), δίχως πιὰ τὸν φόβο δικῶν μας προβολῶν— ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Νίκου Καρούζου στὸ μέγιστο μέρος της ἀνασαίνει Χριστό, εἴτε στὴν ‘ἐξαρτημένη’ εἴτε στὴν «ξεκρέμαστη θρησκευτότητά» της, ἀκόμα κι ὅταν πουθενὰ δὲν τὸν κατονομάζει ἔστω καὶ μετωνυμικῶς!… Διότι δὲν γνωρίζω ἄλλον ποιητὴ τῆς νεώτερης ἑλληνικῆς μας λαλιᾶς ποὺ νὰ ἐφάρμοσε στὸν λόγο του τόσο πλατιὰ καὶ τόσο βαθιὰ, καὶ τόσο ἀντι-ωραιολογικὰ καὶ ἀντι-ψευδοεστετίστηκα θρησκευτικά, τὸ σύνθημά του: «νὰ θρησκέψουμε τὶς λέξεις»! Σὲ τέτοια συμπεράσματα μὲ ὁδηγοῦν ἡ ἀκρόαση ἢ ἀνάγνωση ποιημάτων ὅπως τὰ «Ἀγγίζοντας αὐτὴ τὴ νεότητα», «Ἄσμα μικρό», «Οὐρανόθεν» ἢ τὰ «Λίγο ἐγκώμιο γιὰ τὸ τριζόνι», «Ὁ τίτλος εἶναι δύσκολος», «Ἡ παγίδα» ἢ «Ὁ κόσμος καὶ τὰ ὀνόματα»…
Δευτερευόντως, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ψηλαφήσουμε, συνεκδοχικῶς πρὸς τὴν πασχάλια ἀφορμὴ τῶν ἀπαγγελιῶν, τὴν ἐμμονικὴ προτίμηση τοῦ ποιητῆ πρὸς τὴν ἐποχὴ τῆς Ἄνοιξης, ὡς καιροῦ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσιμης Ἐλπίδας: τὸ Ἔαρ. Μιὰ προτίμηση ποὺ στὸ ὕστερο ἔργο του ὡς Διαλεκτικὴ τοῦ ἔαρος ἄγγιξε τὴν ‘γελοία’ παραληρηματικὴ χριστολογία, ποὺ μόνον ἡ σαλότητα θείου ἔρωτος συγχωρεῖ, ἔστω καὶ στιγμιαίως:
Χριστὸς ἡ ὀρθὴ γωνία· Χριστὸς τὸ πυθαγόρειο
]]]]]]]]]]]]θεώρημα
Χριστὸς ὁ ἀπειροστικὸς λογισμός ἄνωθεν ὄλβια
]]]]]]]]]]]]Χριστὸς τὰ Σύνολα.
Χριστὸς ἡ ψηφιδογραφία στὰ μαζικὰ σωμάτια
]]]]]]]]]]]]Χριστὸς ἡ μάζα μηδέν. […]
[«Διαλεκτικὴ τοῦ ἔαρος»]
]]]]]]]]]]]]θεώρημα
Χριστὸς ὁ ἀπειροστικὸς λογισμός ἄνωθεν ὄλβια
]]]]]]]]]]]]Χριστὸς τὰ Σύνολα.
Χριστὸς ἡ ψηφιδογραφία στὰ μαζικὰ σωμάτια
]]]]]]]]]]]]Χριστὸς ἡ μάζα μηδέν. […]
[«Διαλεκτικὴ τοῦ ἔαρος»]
ἀφοῦ τὸ ἔαρ τοῦτο εἶχε ἤδη δοκιμάσει σὲ ἀναρίθμητες ποιητικὲς τονικότητες σὲ ὅλο του τὸ ἔργο, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες, πολὺ ἐνδεικτική, συμπεριλαμβάνεται ἀνάμεσα καὶ στὰ ποιήματα ποὺ ἀκοῦμε:
Γεννιέσαι καὶ μπαίνεις μέσ’ στὸ αἴνιγμα
πεθαίνεις καὶ τ’ ἀφήνεις ἀνέπαφο.
Τί ἄλλο νὰ προσθέσω πιὰ στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος;
Πλήρης ἀπὸ ἔλλειψη νοήματος
ὑπερέχω.
πεθαίνεις καὶ τ’ ἀφήνεις ἀνέπαφο.
Τί ἄλλο νὰ προσθέσω πιὰ στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος;
Πλήρης ἀπὸ ἔλλειψη νοήματος
ὑπερέχω.
Πράγματι, τί ἄλλο νὰ προσθέσουμε στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος, δηλαδὴ στὸ μυστήριο τῆς Ἀγάπης, ποὺ ὁ σταυρωμένος ἄνθρωπος συνοπτικῶς ἑορτάζει τὶς μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, πέρα ἀπὸ τὴν συντριβὴ κάθε κοσμικοῦ νοήματος ποὺ θέλει νὰ σφετεριστεῖ τὸ ἱερὸ καὶ ἀδιανόητο πράγμα τῆς αὐτοθυσίας;…
Ἀνάμεσα στὰ ποιήματα τῶν ἀπαγγελιῶν, ὑπάρχουν καὶ δύο μικρὰ ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ ταυτίσω (ἂν δὲν ξαστόχησαν τὰ μάτια μου τελείως) μὲ κανένα ἀπὸ τὰ θησαυρισμένα στὶς 1200 σελίδες τοῦ τρίτομου ἔργου του.
Φαντάζομαι τὸν Νίκο Καροῦζο, στὴ μετάβασή του στὸ μέγαρο τῆς ΕΡΤ γιὰ τὶς ἠχογραφήσεις, στὴν μιὰ καὶ μοναδικὴ μέρα κατὰ τὴν ὁποία πραγματοποιήθηκαν (ὅπως μὲ πληροφορεῖ ὁ παραγωγός τους φίλος Ἀλέξης Ζήρας), νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα χαρτάκι μὲ τὰ δύο ἀνέκδοτα, ἕως ἐτούτη τὴ στιγμὴ (πλὴν ἠχοληψίας) ποιηματάκια ποὺ ἔγραψε ἐν ὄψει τῆς ἐκπομπῆς γιὰ τὸ μυστικό του ἔαρ, αὐτὸ ποὺ δὲν ξεχωρίζει θεία καὶ ἀνθρώπινη Δικαιοσύνη, καὶ ποὺ τοποθετήθηκαν ἀπὸ τὸν παραγωγὸ στὸ incipit τῶν ἀπαγγελιῶν τῆς Μεγάλης Πέμπτης, καὶ νὰ διαβάζει:
Στίχοι τοῦ ἔαρος
Ἰησοῦς ἀναίμακτος δὲν ὑπάρχει
συνεχῶς τρέχουν αἵματα στὴ νόηση
αὐτὸ ποὺ νομίζω δὲν εἶναι νόμισμα.
συνεχῶς τρέχουν αἵματα στὴ νόηση
αὐτὸ ποὺ νομίζω δὲν εἶναι νόμισμα.
Στίχοι τοῦ ἔαρος
Ὁ ἐργάτης ποὺ μοχθεῖ μαχόμενος
ὁ ἐργάτης ἡ ἀγάπη κι ἀπὸ πάνω
μιὰ μεγάλη κανδήλα μὲ τὴ φλόγα
χωρὶς ἅλυσο κρέμεται χωρὶς ἀγέρα σιέται.
ὁ ἐργάτης ἡ ἀγάπη κι ἀπὸ πάνω
μιὰ μεγάλη κανδήλα μὲ τὴ φλόγα
χωρὶς ἅλυσο κρέμεται χωρὶς ἀγέρα σιέται.
Ὁ Νίκος Καροῦζος δυστύχησε νὰ ζήσει τὴν χείριστη Πανδημία τοῦ 20οῦ αἰώνα, τερατικοῦ γεννήματος ἐξολοκλήρου τοῦ ἀνθρώπινου μίσους, ποὺ στοίχισε δεκάδες ἑκατομμύρια ἀνθρώπινες ζωές, ἀνείπωτο πόνο καὶ ἀνυπολόγιστες καταστροφὲς πολύτιμων γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀγαθῶν σ’ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη, ἕνα ἀπὸ τὰ τραγικὰ θύματα τῆς ὁποίας ὑπῆρξε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, ἐπειδὴ θέλησε νὰ σταθεῖ στὸ πλευρὸ τῆς ἀνθρώπινης Δικαιοσύνης.
Σήμερα, γιὰ μᾶς, ποὺ ζοῦμε τὴν σωφρονιστικὴ προειδοποίηση τῆς Φύσης, μὲ αἰτία της καὶ παραλήπτη τὴν ἴδια ἀθεράπευτη ἀνθρώπινη Ἀλαζονεία, ὁ ποιητὴς Νίκος Καροῦζος, σχεδὸν διαβάζοντας σαράντα χρόνια πρὶν τὴν τωρινὴ στιγμή —ποὺ φιλακόλουθοι καὶ ἄσχετοι, ἡμέρες Μεγάλης Ἑβδομάδας, θὰ γεύονται ἀπὸ τοὺς καναπέδες καὶ τὰ σαλόνια τους κρυάδα πολιτικῶν γάμων καὶ ‘βαφτίσεων’ σὲ τηλεοπτικὲς εἰκόνες ‘Ἀναστάσεως’— ἔγραψε μέρες τοῦ 1980 γιὰ ἕναν προδομένο καὶ τυπικὰ πλέον, σὲ συνθῆκες «ἔκτακτης ἀνάγκης», καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐκκοσμικευμένη Ἐκκλησία του Χριστό, τὰ παρακάτω:
μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς
]]]ἐφέτος
πρὸς τὴν Ἀνάσταση…
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
]]]γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τοὺς ἀέναους
]]]παπάδες
τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω
]]]τὴ μαλλούρα του
τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:
]]]βαρέθηκε
]]]ἐφέτος
πρὸς τὴν Ἀνάσταση…
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
]]]γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τοὺς ἀέναους
]]]παπάδες
τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω
]]]τὴ μαλλούρα του
τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:
]]]βαρέθηκε
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ Νέα Σμύρνη, 6 Ἀπριλίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου