ΛΟΓΙΑ ποὺ πέφτουν στὸ κενὸ σὰν κλούβια αὐγὰ πάνω
σὲ τοῖχο εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἶπες μὲ λάθος λέξεις. Εἶναι οἱ λάθος λέξεις.
Ὅταν μιλᾶμε, πιὸ πολὺ κι ἀπ’ ὅταν γράφουμε, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν
αὐτόματο διορθωτὴ λέξεων, ἕναν διορθωτὴ ποὺ νὰ διορθώνει ὄχι μόνο
τὴ στίξη, ἀλλὰ καὶ τὸν τόνο —πολὺ σημαντικὸς ὁ τόνος– ἀλλὰ καὶ τὴν λέξη.
Ὅπως ὅταν γράφουμε μηνύματα στὸ κινητό μας τηλέφωνο καὶ μιὰ συλλαβὴ
ἀρκεῖ γιὰ νὰ μπεῖ ἢ νὰ βγεῖ ἡ κατάλληλη λέξη ἀπὸ τὴν φράση. Συχνά, τὸ
κινητὸ ἐπιμένει, ξέρει καλύτερα ἀπὸ μᾶς ποιά εἶναι ἡ λέξη ποὺ χρειάζεται,
ἡ κατάλληλη λέξη. Συχνά, μιὰ λέξη ποὺ ἀρχικὰ θέλαμε νὰ γράψουμε, δὲν
ὑπάρχει στὸ λεξιλόγιο τοῦ τηλεφώνου. Τὸ τηλέφωνο τὴν ἀντικαθιστᾶ
τότε χωρὶς δεύτερη σκέψη ἀπὸ ἄλλη. Εἶναι πρακτικὸ τὸ θέμα. Ποῦ πῆγε,
ὅμως, ἡ λέξη ποὺ δὲν γράψαμε, ὅμοια μὲ τὴν λέξη ποὺ δὲν εἴπαμε;
Πρόσφατα ἄκουσα γιὰ τὴν τράπεζα λέξεων.
Ὅπως ὅλες οἱ τράπεζες
τοῦ κόσμου ἔχει τὴν ἕδρα της στὴν Ἐλβετία, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι εὐρύτερα
γνωστὴ στὰ μέρη μας. Πρόκειται γιὰ τὴν τράπεζα ὅπου ἀποθηκεύονται οἱ
λέξεις ποὺ πάψαμε νὰ χρησιμοποιοῦμε. Λέξεις κατὰ μία ἔννοια νεκρές,
μόνο ποὺ ἀντὶ νὰ περιπλανιοῦνται ἄσκοπα ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ στοιχειώνουν
τὶς φράσεις μας, ἀναπαύονται ἀλφαβητικὰ ταξινομημένες σὲ μεταλλικὲς
θυρίδες. Μπορεῖ κάποιος, κλείνοντας ἕνα ἀεροπορικὸ εἰσιτήριο, νὰ
ἐπισκεφτεῖ ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ τὴν τράπεζα λέξεων καὶ νὰ περιηγηθεῖ
στὰ γράμματα. Βρίσκεις πραγματικοὺς θησαυρούς. Λέξεις ποὺ ἀμυδρὰ θυμᾶται
κανεὶς νὰ βγαίνουν ἀπ’ τὸ στόμα πολὺ μακρινῶν γέρων καὶ γριῶν τῆς παιδικῆς
του ἡλικίας, πεθαμένοι κι αὐτοὶ ὅπως οἱ λέξεις τους, λέξεις ἐπίσημες
ποὺ κάποτε εἶχαν περίοπτη θέση σὲ δελτία εἰδήσεων, κι ἄλλες λέξεις
ποὺ γράφονταν ἢ λέγονταν, ἀλλὰ ποὺ τώρα κανεὶς δὲν γράφει, οὔτε μιλάει
μ’ αὐτές. Τὰ λήμματα εἶναι κυριολεκτικὰ ἀτέλειωτα, ὅπως καὶ οἱ γλῶσσες
ἢ οἱ τράπεζες, γιατί ὅσο ζοῦμε ὅλο καὶ περισσότερες νέες λέξεις πεθαίνουν.
Συμβαίνει, βέβαια, νὰ ὑπάρχουν καὶ λέξεις ποὺ μετοικοῦν «εἰς τόπον
χλοερόν», ὅπως ἔλεγαν κάποτε, τελείως ἀθόρυβα, κι ἔτσι δὲν καταγράφονται
πουθενά, πρόκειται πραγματικὰ γιὰ καταδικασμένες ψυχές, σπάνια κάποιος
νὰ τὶς ἀνακαλύψει κάπου τυχαῖα σὲ τίποτα κιτρινισμένες ἐφημερίδες,
διαφορετικὰ μετατρέπονται σὲ ἀόρατα, ἄϋλα σωματίδια σκόνης. Οἱ
λέξεις ποὺ σβήστηκαν σταδιακά, ποὺ χάθηκαν στὸ σκοτάδι τῆς λήθης δίχως
ν’ ἀφήσουν πίσω τους κανένα ἴχνος, μοιάζουν μὲ ἄστεγους ἀγύρτες, κανεὶς
δὲν φαίνεται τὴν νιώθει τὴν ἀπουσία τους, ὅπως δὲν ἔνιωθε κανεὶς τὴν
παρουσία τους, δὲν ἔχουν θυρίδα, οὔτε κὰν πρόσβαση, σὲ καμιὰ τράπεζα
σὲ κανένα μέρος τοῦ κόσμου.
Ἔτσι,
μὲ ἀφορμὴ τὴ συζήτηση στὴν ὁποία ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ μιλοῦν γιὰ
τὴν τράπεζα λέξεων, ἄρχισα νὰ σκέφτομαι τὸ θέμα τῶν λέξεων. Εἶναι ἕνα
ἀρκετὰ πολύπλοκο θέμα. Δὲν εἶναι μόνο το παράδοξο τοῦ θανάτου τους
ποὺ προβληματίζει, ἀλλὰ καὶ ἡ γέννησή τους. Αὐτό, ὅμως, ποὺ κίνησε
περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὴν περιέργειά μου εἶναι, ὅπως εἶπα, τὸ θέμα μὲ
τὶς λέξεις ποὺ πέφτουν στὸ κενό. Πιστεύω πὼς οἱ λέξεις αὐτὲς χάνουν τὴν
ψυχή τους ἀμέσως μόλις βγοῦν ἀπ’ τὸ στόμα κάποιου γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι
δὲν ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ βγοῦν, οὔτε κι αὐτὲς ἦταν οἱ κατάλληλες
λέξεις. Οἱ λέξεις αὐτές, τὰ λόγια αὐτά, ἔχοντας χάσει τὴν μοναδικὴ ἰδιότητά
τους, τὸ νόημα τους δηλαδή, ξεκινοῦν μιὰ μὴ ἀναστρέψιμη ἐλεύθερη
πτώση ἀπ’ τὰ ἀνθρώπινα χείλη ὣς τὸ πάτωμα. Καταλήγουν στὸ ἔδαφος σὰν
μικροσκοπικὰ σκουπιδάκια. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ μετὰ ἡ μοίρα τους
εἶναι προδιαγεγραμμένη. Συνήθως σκουπίζονται ἢ σφουγγαρίζονται,
καταλήγουν μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, πρῶτα στοὺς κάδους σκουπιδιῶν
καί, στὴ συνέχεια, στὶς χωματερές, μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα νεκρὰ —πρώην χρηστικά–
ἀντικείμενα, μέχρι τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀποσύνθεσή τους. Σπάνια, ὅμως,
μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἕνα θαῦμα. Κάποιος γλάρος ποὺ πετᾶ ἀνέμελα πάνω ἀπ’
τὸν σκουπιδότοπο μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψει τυχαῖα κάποια ἀπ’ αὐτὲς καὶ
νὰ τὴν πάρει μαζί του. Ἀφοῦ ταξιδέψουν μαζὶ μέρες καὶ νύχτες, λέξη καὶ
πουλί, ὁ ἰδιότυπος αὐτὸς μεταφορέας ἀποθέτει συνήθως τὴ λέξη σὲ
μιὰ νέα ἀκτή, μιᾶς νέας χώρας, ὅπου τὴν βρίσκουν τυχαῖα πρῶτοι οἱ ναυτικοὶ
ἢ οἱ ψαράδες καὶ τὴν παίρνουν σπίτι τους. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἄγνωστη αὐτὴ
λέξη προσαρμόζεται στὴ νέα της ζωὴ καὶ ἐνσωματώνεται στὰ νέα πολιτιστικὰ
ἤθη κι ἔθιμα. Εἶναι αὐτὸ ποὺ οἱ γλωσσολόγοι ὀνομάζουν «γλωσσικὸ δάνειο».
Τέλος, κάτι ἄλλο ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ καμιὰ φορά, ὅταν τὰ ἄχρηστα
λόγια καταλήγουν στοὺς σκουπιδότοπους, εἶναι νὰ βγάλουν ρίζες κατὰ
τὴ διαδικασία τῆς ἀποσύνθεσης. Μετατρέπονται μὲ τὸν καιρὸ σὲ δέντρα.
Εἶναι τὰ δέντρα ποὺ φυτρώνουν μόνα τους, αὐτὰ ποὺ ἐμφανίζονται ξαφνικὰ
μπροστά σου, τὰ δέντρα ποὺ φυτρώνουν ἐκεῖ ποὺ δὲν τὰ σπέρνουν, σὰν τὰ λάθος
λόγια ποὺ προφέρεις ἄθελά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου