ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ βλέπω μόλις ἀνεβάζω
τὸ στόρι τοῦ παραθύρου εἶναι τὸ δακτυλικὸ ἀποτύπωμα τῆς γυναίκας
μου πάνω στὸ τζάμι. Τὸ πρῶτο, ἕναν ἀλιγάτορα στὴν πισίνα.
Ἀνάβω τσιγάρο καὶ πιάνω τὸ κινητό, Google «διαφορὰ κροκόδειλος
ἀλιγάτορας». Εἶχα πάψει νὰ χρησιμοποιῶ γραμματικὴ στὶς ἀναζητήσεις
μου ἐδῶ καὶ χρόνια. Ἐξοικονομοῦσα πολὺ χρόνο, κι ἔτσι ἀποφάσισα
νὰ κάνω τὸ ἴδιο καὶ στὴν προφορική μου ἐπικοινωνία. Αὐτὸ λίγο πρὶν
μὲ παρατήσει ἡ γυναίκα μου. Ἔλεγα ἂς ποῦμε «δῶσε ἁλάτι» ἢ «κλειδιὰ
ποῦ». Τὸ μισοῦσε αὐτό, τῆς ἔλεγα λοιπὸν «χρόνος χρῆμα». Ὄχι, ἔλεγε,
δουλειὰ χρῆμα.
Τελικὰ χάθηκαν οἱ λέξεις ἀνάμεσά μας. Μιὰ μέρα χάθηκε καὶ ἡ
τελευταία. Ἀκόμα καὶ ἡ λέξη ἀντίο.
Νὰ πῶς μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις ἕνα ἀλιγάτορα:
1) Τὸ ρύγχος του εἶναι πλατὺ καὶ στρογγυλεμένο.
2) Εἶναι ἱκανὸς νὰ κρύβει τὰ δόντια του.
3) Εἶναι γρήγορος. Πολὺ πιὸ γρήγορος ἀπὸ ἕναν κροκόδειλο.
Ἡ γυναίκα μου εἶχε νηκτικὴ
μεμβράνη στὰ πόδια της. Συνήθιζα νὰ τὶς φιλάω τὰ δάχτυλα καὶ νὰ παίζω
μὲ αὐτὰ τὸ «πάει ὁ λαγὸς νὰ πιεῖ νερό». Τῆς ἔλεγα πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ
λόγος ποὺ κολυμποῦσε τόσο γρήγορα. Τότε μὲ κοίταζε μὲ κεῖνο τὸ ὕφος
σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: παρόλα
αὐτὰ δυὸ ὧρες προπόνηση τὴν ἡμέρα δὲν βλάπτουν.
Ἀνοίγω τὸ παράθυρο τοῦ ὑπνοδωματίου καὶ κοιτάζω ἔξω.
Πῶς θὰ χειρίζονταν τὴν κατάσταση συνηθισμένοι ἄνθρωποι; Ἕνα
φυσιολογικὸ ζευγάρι; Τί θὰ ἔκαναν ἂν ἔβρισκαν ἕναν ἀλιγάτορα
στὴ πισίνα; Πιθανὸν νὰ ἔπιανε πανικὸς τὸ συγκεκριμένο ζευγάρι.
Ἀγάπη, θὰ
ἔλεγε ὁ ἄνδρας. Ἔλα
νὰ δεῖς κάτι. Ἔπειτα θὰ κοιταζόντουσαν μὲ ἀπορία. Ἡ γυναίκα
θὰ ἔτρεχε στὸ δωμάτιο τοῦ παιδιοῦ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνδρας θὰ καλοῦσε τὸ
112. Θὰ εἰδοποιοῦσαν τὶς ἀρχές. Ἕνα ἄρθρο στὴν τοπικὴ ἐφημερίδα.
Πιθανὸν θὰ ὀργάνωναν μιὰ ἔκτακτη συνάντηση μὲ τοὺς γείτονες.
Ἐγώ; Κατεβαίνω κάτω στὴν κουζίνα καὶ παίρνω ἕνα μαχαίρι ἀπὸ
τὴ μαχαιροθήκη. Μὲ τὸ τηλέφωνο στὰ χέρια τσεκάρω τὰ μηνύματά μου
(κανένα) καὶ ἐνεργοποιῶ τὸ βίντεο. Θὰ μποροῦσα νὰ τὸ κυκλοφορήσω
στὸ διαδίκτυο. Ἄνδρας
παλεύει μὲ ἀλιγάτορα, μὲ ἕνα μαχαίρι εἴκοσι ἑκατοστῶν.
Θὰ γίνω ἀστέρι στὸ YouTube. Ἕνα φαινόμενο τοῦ Twitter. Ὁ κόσμος θὰ
περνάει δίπλα μου στὸ δρόμο καὶ θὰ λέει: εἶναι ὁ Κροκοδειλάκιας! Ὄχι ἕνα μαχαίρι, ἕνα μαχαίρι!
Πατάω «ἐγγραφή» καὶ πλησιάζω στὴν πισίνα. Στέκομαι στὴν ἄκρη
της καὶ κοιτάζω προσεχτικά. Ὁ ἀλιγάτορας εἶναι ἐκεῖ. Δὲν κινεῖται.
Περιμένω νὰ δῶ τὰ μάτια του νὰ λάμπουν κεχριμπαρένια ἢ πράσινα, ἀλλὰ
ὅταν τὸ φῶς ἀπὸ τὰ φωτιστικὰ ἀσφαλείας πέφτει πάνω τους, τὰ μάτια
καῖνε μὲ ἕνα βαθυκόκκινο χρῶμα, σὰν αἷμα.
Εἶχα ἀδειάσει τὴν πισίνα τὴν ἴδια μέρα ποὺ μὲ παράτησε ἡ γυναίκα
μου. Ἀπὸ τότε δὲν ἦταν παρὰ μιὰ μεγάλη τρύπα στὸ χῶμα.
Κατεβαίνω τὴ σκάλα τῆς πισίνας καὶ ἀκουμπῶ τὸ τηλέφωνο σὲ ἕνα
ἀπὸ τὰ φίλτρα νεροῦ . Τραβάω τὸ μαχαίρι ἀπὸ τὴ ζώνη μου, πλησιάζω
τὸν ἀλιγάτορα μὲ πλάγια βήματα, σὰν τὸν κάβουρα.
Ἡ πισίνα ἔχει τέτοια κλίση ποὺ τὸ ἕνα της ἄκρο εἶναι πέντε πόδια
βαθὺ καὶ τὸ ἄλλο ὀκτώ. Καθὼς κινοῦμαι δίπλα στὸν ἀλιγάτορα τὸ στομάχι
του τεντώνεται πρὸς τὰ πάνω καὶ κάτι κυλάει κάτω ἀπὸ τὴν οὐρά του. Ἕνα
μικρὸ ἄσπρο αὐγό. Τέλεια. Ὑπάρχουν περίπου πενήντα ἀπὸ δαῦτα σωρευμένα
σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς πισίνας.
Γονατίζω δίπλα στὸν ἀλιγάτορα καὶ ἀκουμπῶ τὴν παλάμη μου πάνω
στὴ λευκὴ κοιλιά του. Τὸ δέρμα εἶναι μαλακὸ καὶ κρατώντας τὸ χέρι
μου ἐκεῖ μετρῶ τὸν ἀργὸ παλμὸ τῆς καρδιᾶς του. Καθὼς οἱ μῦς του τεντώνονται
ὁ ἀλιγάτορας μισοκλείνει τὰ μάτια κι ἕνα δάκρυ κάνει ζὶγκ-ζὰγκ στὰ
μάγουλά του.
Καὶ τότε ἀρχίζω νὰ κλαίω. Μὲ λυγμούς. Παρὰ τὴν θέλησή μου. Ἀδύνατον
νὰ σταματήσω. Ἡ γυναίκα μου ἔλεγε ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς ἀγαποῦσε σὲ
μένα. Τὴν εὐαισθησία μου. Ὅμως ἔλεγε κι ἄλλα πολλὰ πρὶν φύγει.
Ἔκλαιγα στὶς ρομαντικὲς ταινίες. Στοὺς γάμους. Ὅταν ἔπαιζε
στὸ ραδιόφωνο τὸ The
Winner Takes It All, ἢ τὴν διαφήμιση τῆς μπύρας Budweiser Super Bowl
– αὐτὴ μὲ συγκινοῦσε κάθε φορά. Ἐκείνη μὲ τὸν ἄνδρα καὶ τὸ ἄλογό
του. Ἡ συντροφικότητα.
Γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς ἔχω νὰ κλάψω ἀπὸ τότε ποὺ μὲ παράτησε
ἡ γυναίκα μου, δὲν ἔκλαψα οὔτε ὅταν εἶδα τὸ Κράμερ ἐναντίον Κράμερ
– αὐτὸ κι ἂν ἦταν γιὰ κλάμα.
Ξαπλωμένος ἀνάσκελα δίπλα στὸν ἀλιγάτορα κοιτάζω τὸν ἄδειο
οὐρανό. Ἔχω ἁπλωμένο τὸ ἕνα μου χέρι καὶ σκέφτομαι ἐκείνη. Πῶς
βουτοῦσε στὴν πισίνα, τὴν σκιὰ της κάτω ἀπὸ τὴν ἀσημένια ἐπιφάνεια
τοῦ νεροῦ, νὰ κολυμπάει μιά, δυό, τρεῖς ἁπλωτές.
Πῶς καθόμουν μπρὸς ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ὑπνοδωματίου μας μὲ ἕνα
πακέτο Μάρλμπορο παρατηρώντας τὸν καπνὸ νὰ διαλύεται στὸ ψυχρό,
γκρίζο δειλινό.
Πῶς περίμενα τὴν στιγμὴ ποὺ ἔσκαγε ἀπὸ τὸ νερὸ μὲ τὰ χέρια σὲ ἔκταση,
τὸ κεφάλι ριγμένο πρὸς τὰ πίσω κι ἀνοιχτὸ στόμα, σὰν νὰ κατάπινε ὁλόκληρο
τὸ γαμημένο κόσμο.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἐπιθεώρηση SmokeLong Quarterly
(12.11.2018):
http://www.smokelong.com/alligator/
Ὁ Κρίστοφερ Μ. Ντροῦ (Christopher
M Drew) εἶναι συγγραφέας ἀπὸ τὸ Ἡνωμένο Βασίλειο.
Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ σὲ διάφορα ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα
περιοδικὰ ὅπως τὰ Third
Point Press, Literary
Orphans καὶ New
Flash Fiction Review. Ἔχει κερδίσει τὸ δεύτερο βραβεῖο
στοὺς διαγωνισμούς: Bath
Flash Fiction καὶ Reflex
Fiction καὶ ἦταν ὑποψήφιος γιὰ τὰ βραβεῖα Best Small
Fictions τὸ 2017 καὶ τὸ 2018. Εἶναι ἐπιμελητὴς στὸ FlashBack Fiction. Μπορεῖς
νὰ ἐπικοινωνήσεις μὲ τὸν Chris στὸ Twitter @cmdrew81.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα,
1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε
στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του
στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος
στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει
διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης,
στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του
στὴν Ἐπιθεώρηση
Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Γιὰ
τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὰ ἀφιερώματα στοὺς Ἰταλοὺς
συγγραφεῖς Ντίνο Μπουτζάτι καὶ Τζιανρίκο Καροφίλιο.
|
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Πέμπτη 30 Απριλίου 2020
Κρίστοφερ Μ. Ντροῦ (Christopher M. Drew): Ὁ ἀλιγάτορας (Alligator)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου