Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Κρί­στο­φερ Μ. Ντροῦ (Christopher M. Drew): Ὁ ἀ­λι­γά­το­ρας (Alligator)


ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ βλέ­πω μό­λις ἀ­νε­βά­ζω τὸ στό­ρι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου εἶ­ναι τὸ δα­κτυ­λι­κὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς γυ­ναί­κας μου πά­νω στὸ τζά­μι. Τὸ πρῶ­το, ἕ­ναν ἀ­λι­γά­το­ρα στὴν πι­σί­να.
       Ἀ­νά­βω τσι­γά­ρο καὶ πιά­νω τὸ κι­νη­τό, Google «δι­α­φο­ρὰ κρο­κό­δει­λος ἀ­λι­γά­το­ρας». Εἶ­χα πά­ψει νὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ γραμ­μα­τι­κὴ στὶς ἀ­να­ζη­τή­σεις μου ἐ­δῶ καὶ χρό­νια. Ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σα πο­λὺ χρό­νο, κι ἔ­τσι ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ κά­νω τὸ ἴ­διο καὶ στὴν προ­φο­ρι­κή μου ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Αὐ­τὸ λί­γο πρὶν μὲ πα­ρα­τή­σει ἡ γυ­ναί­κα μου. Ἔ­λε­γα ἂς ποῦ­με «δῶ­σε ἁ­λά­τι» ἢ «κλει­διὰ ποῦ». Τὸ μι­σοῦ­σε αὐ­τό, τῆς ἔ­λε­γα λοι­πὸν «χρό­νος χρῆ­μα». Ὄ­χι, ἔ­λε­γε, δου­λειὰ χρῆ­μα.
       Τε­λι­κὰ χά­θη­καν οἱ λέ­ξεις ἀ­νά­με­σά μας. Μιὰ μέ­ρα χά­θη­κε καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α. Ἀ­κό­μα καὶ ἡ λέ­ξη ἀν­τί­ο.
       Νὰ πῶς μπο­ρεῖς νὰ ξε­χω­ρί­σεις ἕ­να ἀ­λι­γά­το­ρα:
       1) Τὸ ρύγ­χος του εἶ­ναι πλα­τὺ καὶ στρογ­γυ­λε­μέ­νο.
       2) Εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ κρύ­βει τὰ δόν­τια του.
       3) Εἶ­ναι γρή­γο­ρος. Πο­λὺ πιὸ γρή­γο­ρος ἀ­πὸ ἕ­ναν κρο­κό­δει­λο.

Ἡ γυ­ναί­κα μου εἶ­χε νη­κτι­κὴ μεμ­βρά­νη στὰ πό­δια της. Συ­νή­θι­ζα νὰ τὶς φι­λά­ω τὰ δά­χτυ­λα καὶ νὰ παί­ζω μὲ αὐ­τὰ τὸ «πά­ει ὁ λα­γὸς νὰ πι­εῖ νε­ρό». Τῆς ἔ­λε­γα πὼς αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ λό­γος ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σε τό­σο γρή­γο­ρα. Τό­τε μὲ κοί­τα­ζε μὲ κεῖ­νο τὸ ὕ­φος σὰν νὰ μοῦ ἔ­λε­γε: πα­ρό­λα αὐ­τὰ δυ­ὸ ὧ­ρες προ­πό­νη­ση τὴν ἡ­μέ­ρα δὲν βλά­πτουν.
       Ἀ­νοί­γω τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω.
       Πῶς θὰ χει­ρί­ζον­ταν τὴν κα­τά­στα­ση συ­νη­θι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι; Ἕ­να φυ­σι­ο­λο­γι­κὸ ζευ­γά­ρι; Τί θὰ ἔ­κα­ναν ἂν ἔ­βρι­σκαν ἕ­ναν ἀ­λι­γά­το­ρα στὴ πι­σί­να; Πι­θα­νὸν νὰ ἔ­πι­α­νε πα­νι­κὸς τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ζευ­γά­ρι. Ἀ­γά­πη, θὰ ἔ­λε­γε ὁ ἄν­δρας. Ἔ­λα νὰ δεῖς κά­τι. Ἔ­πει­τα θὰ κοι­τα­ζόν­του­σαν μὲ ἀ­πο­ρί­α. Ἡ γυ­ναί­κα θὰ ἔ­τρε­χε στὸ δω­μά­τιο τοῦ παι­διοῦ τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ ἄν­δρας θὰ κα­λοῦ­σε τὸ 112. Θὰ εἰ­δο­ποι­οῦ­σαν τὶς ἀρ­χές. Ἕ­να ἄρ­θρο στὴν το­πι­κὴ ἐ­φη­με­ρί­δα. Πι­θα­νὸν θὰ ὀρ­γά­νω­ναν μιὰ ἔ­κτα­κτη συ­νάν­τη­ση μὲ τοὺς γεί­το­νες.
       Ἐ­γώ; Κα­τε­βαί­νω κά­τω στὴν κου­ζί­να καὶ παίρ­νω ἕ­να μα­χαί­ρι ἀ­πὸ τὴ μα­χαι­ρο­θή­κη. Μὲ τὸ τη­λέ­φω­νο στὰ χέ­ρια τσε­κά­ρω τὰ μη­νύ­μα­τά μου (κα­νέ­να) καὶ ἐ­νερ­γο­ποι­ῶ τὸ βίν­τε­ο. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ κυ­κλο­φο­ρή­σω στὸ δι­α­δί­κτυ­ο. Ἄν­δρας πα­λεύ­ει μὲ ἀ­λι­γά­το­ρα, μὲ ἕ­να μα­χαί­ρι εἴ­κο­σι ἑ­κα­το­στῶν. Θὰ γί­νω ἀ­στέ­ρι στὸ YouTube. Ἕ­να φαι­νό­με­νο τοῦ Twitter. Ὁ κό­σμος θὰ περ­νά­ει δί­πλα μου στὸ δρό­μο καὶ θὰ λέ­ει: εἶ­ναι ὁ Κρο­κο­δει­λά­κιας! Ὄχι ἕ­να μα­χαί­ρι, ἕνα μα­χαί­ρι!
       Πα­τά­ω «ἐγ­γρα­φή» καὶ πλη­σιά­ζω στὴν πι­σί­να. Στέ­κο­μαι στὴν ἄ­κρη της καὶ κοι­τά­ζω προ­σε­χτι­κά. Ὁ ἀ­λι­γά­το­ρας εἶ­ναι ἐ­κεῖ. Δὲν κι­νεῖ­ται. Πε­ρι­μέ­νω νὰ δῶ τὰ μά­τια του νὰ λάμ­πουν κε­χριμ­πα­ρέ­νια ἢ πρά­σι­να, ἀλ­λὰ ὅ­ταν τὸ φῶς ἀ­πὸ τὰ φω­τι­στι­κὰ ἀ­σφα­λεί­ας πέ­φτει πά­νω τους, τὰ μά­τια καῖ­νε μὲ ἕ­να βα­θυ­κόκ­κι­νο χρῶ­μα, σὰν αἷ­μα.
       Εἶ­χα ἀ­δειά­σει τὴν πι­σί­να τὴν ἴ­δια μέ­ρα ποὺ μὲ πα­ρά­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα μου. Ἀ­πὸ τό­τε δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ μιὰ με­γά­λη τρύ­πα στὸ χῶ­μα.
       Κα­τε­βαί­νω τὴ σκά­λα τῆς πι­σί­νας καὶ ἀ­κουμ­πῶ τὸ τη­λέ­φω­νο σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ φίλ­τρα νε­ροῦ . Τρα­βά­ω τὸ μα­χαί­ρι ἀ­πὸ τὴ ζώ­νη μου, πλη­σιά­ζω τὸν ἀ­λι­γά­το­ρα μὲ πλά­για βή­μα­τα, σὰν τὸν κά­βου­ρα.
       Ἡ πι­σί­να ἔ­χει τέ­τοι­α κλί­ση ποὺ τὸ ἕ­να της ἄ­κρο εἶ­ναι πέν­τε πό­δια βα­θὺ καὶ τὸ ἄλ­λο ὀ­κτώ. Κα­θὼς κι­νοῦ­μαι δί­πλα στὸν ἀ­λι­γά­το­ρα τὸ στο­μά­χι του τεν­τώ­νε­ται πρὸς τὰ πά­νω καὶ κά­τι κυ­λά­ει κά­τω ἀ­πὸ τὴν οὐ­ρά του. Ἕ­να μι­κρὸ ἄ­σπρο αὐ­γό. Τέ­λεια. Ὑ­πάρ­χουν πε­ρί­που πε­νήν­τα ἀ­πὸ δαῦ­τα σω­ρευ­μέ­να σὲ μιὰ γω­νιὰ τῆς πι­σί­νας.
       Γο­να­τί­ζω δί­πλα στὸν ἀ­λι­γά­το­ρα καὶ ἀ­κουμ­πῶ τὴν πα­λά­μη μου πά­νω στὴ λευ­κὴ κοι­λιά του. Τὸ δέρ­μα εἶ­ναι μα­λα­κὸ καὶ κρα­τών­τας τὸ χέ­ρι μου ἐ­κεῖ με­τρῶ τὸν ἀρ­γὸ παλ­μὸ τῆς καρ­διᾶς του. Κα­θὼς οἱ μῦς του τεν­τώ­νον­ται ὁ ἀ­λι­γά­το­ρας μι­σο­κλεί­νει τὰ μά­τια κι ἕ­να δά­κρυ κά­νει ζὶγκ-ζὰγκ στὰ μά­γου­λά του.
       Καὶ τό­τε ἀρ­χί­ζω νὰ κλαί­ω. Μὲ λυγ­μούς. Πα­ρὰ τὴν θέ­λη­σή μου. Ἀ­δύ­να­τον νὰ στα­μα­τή­σω. Ἡ γυ­ναί­κα μου ἔ­λε­γε ὅ­τι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἀ­γα­ποῦ­σε σὲ μέ­να. Τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α μου. Ὅ­μως ἔ­λε­γε κι ἄλ­λα πολ­λὰ πρὶν φύ­γει.
       Ἔ­κλαι­γα στὶς ρο­μαν­τι­κὲς ται­νί­ες. Στοὺς γά­μους. Ὅ­ταν ἔ­παι­ζε στὸ ρα­δι­ό­φω­νο τὸ The Winner Takes It All, ἢ τὴν δι­α­φή­μι­ση τῆς μπύ­ρας Budweiser Super Bowl – αὐ­τὴ μὲ συγ­κι­νοῦ­σε κά­θε φο­ρά. Ἐ­κεί­νη μὲ τὸν ἄν­δρα καὶ τὸ ἄ­λο­γό του. Ἡ συν­τρο­φι­κό­τη­τα.
       Γιὰ νὰ εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νὴς ἔ­χω νὰ κλά­ψω ἀ­πὸ τό­τε ποὺ μὲ πα­ρά­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα μου, δὲν ἔ­κλα­ψα οὔ­τε ὅ­ταν εἶ­δα τὸ Κρά­μερ ἐ­ναν­τί­ον Κρά­μερ – αὐ­τὸ κι ἂν ἦ­ταν γιὰ κλά­μα.
       Ξα­πλω­μέ­νος ἀ­νά­σκε­λα δί­πλα στὸν ἀ­λι­γά­το­ρα κοι­τά­ζω τὸν ἄ­δει­ο οὐ­ρα­νό. Ἔ­χω ἁ­πλω­μέ­νο τὸ ἕ­να μου χέ­ρι καὶ σκέ­φτο­μαι ἐ­κεί­νη. Πῶς βου­τοῦ­σε στὴν πι­σί­να, τὴν σκιὰ της κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἀ­ση­μέ­νια ἐ­πι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ, νὰ κο­λυμ­πά­ει μιά, δυ­ό, τρεῖς ἁ­πλω­τές.
       Πῶς κα­θό­μουν μπρὸς ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου μας μὲ ἕ­να πα­κέ­το Μάρ­λμπο­ρο πα­ρα­τη­ρών­τας τὸν κα­πνὸ νὰ δι­α­λύ­ε­ται στὸ ψυ­χρό, γκρί­ζο δει­λι­νό.
       Πῶς πε­ρί­με­να τὴν στιγ­μὴ ποὺ ἔ­σκα­γε ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ μὲ τὰ χέ­ρια σὲ ἔ­κτα­ση, τὸ κε­φά­λι ριγ­μέ­νο πρὸς τὰ πί­σω κι ἀ­νοι­χτὸ στό­μα, σὰν νὰ κα­τά­πι­νε ὁ­λό­κλη­ρο τὸ γα­μη­μέ­νο κό­σμο.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση SmokeLong Quarterly (12.11.2018):

http://www.smokelong.com/alligator/

Κρί­στο­φερ Μ. Ντροῦ (Christopher M Drew) εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πὸ τὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ δι­ά­φο­ρα ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ καὶ ἔν­τυ­πα πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως τὰ Third Point Press, Literary Orphans καὶ New Flash Fiction Review. Ἔ­χει κερ­δί­σει τὸ δεύ­τε­ρο βρα­βεῖ­ο στοὺς δι­α­γω­νι­σμούς: Bath Flash Fiction καὶ Reflex Fiction καὶ ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιος γιὰ τὰ βρα­βεῖ­α Best Small Fictions τὸ 2017 καὶ τὸ 2018. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς στὸ FlashBack Fiction. Μπο­ρεῖς νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σεις μὲ τὸν Chris στὸ Twitter @cmdrew81.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς Ἰ­τα­λοὺς συγγραφεῖς Ντί­νο Μπου­τζά­τι καὶ Τζιανρίκο Καροφίλιο.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου