Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο συγγραφέας ως αναγνώστης

E-mailΕκτύπωση
altΓια το βιβλίο του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ «Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
«Η λογοτεχνία απευθύνεται στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής,
από όπου οι σκιές άλλων κόσμων περνούν σαν τις σκιές
των ανώνυμων και αθόρυβων πλοίων».
Δεν νομίζω πως κάποιος, κάποτε, αποτόλμησε να κατατάξει τον Ναμπόκοφ στο Πάνθεο εκείνων των γενειοφόρων δασκάλων που απεικονίζονται να αγκαλιάζουν στοργικά τους μαθητές, επιδαψιλεύοντας τιμές και αξιώματα, αλλά κυρίως την αποδοχή και τον έπαινο των πολλών. Οι απόψεις του σε θέματα τόσο πολιτικής / ιδεολογικής φύσης, αλλά πρώτιστα αισθητικής / καλλιτεχνικής δεν ευτύχησαν να αποδειχθούν «της μόδας» σε καμία εποχή – ούτε μεταξύ των συγκαιρινών του ούτε όμως και των μετέπειτα. Μοναχικός λύκος εν μέσω αμνών, δεν επιχείρησε να λειάνει τις απόψεις του για να ταιριάξουν σε κάποια σχολή, σε κάποιο ρεύμα – και όταν τις εξέφραζε έπεφταν ως κεραυνοί εν αιθρία, προκαλώντας το κοινό περί τέχνης αίσθημα.

Μοναχικός λύκος εν μέσω αμνών, δεν επιχείρησε να λειάνει τις απόψεις του για να ταιριάξουν σε κάποια σχολή, σε κάποιο ρεύμα – και όταν τις εξέφραζε έπεφταν ως κεραυνοί εν αιθρία, προκαλώντας το κοινό περί τέχνης αίσθημα.
Κατά μια έννοια, ο Ναμπόκοφ δεν επιθυμούσε τίποτε τέτοιο. Παρέκαμπτε τεχνηέντως το σύγχρονο ακροατήριο, απευθυνόμενος στους Ολύμπιους λογοτεχνικούς προγόνους του, όντας ο ίδιος επίγονός τους. Η συχνά απαξιωτική εκφορά λόγου απέναντι σε όλα όσα θεωρούσε –και εκ του μακρόθεν θωρούσε– δεύτερης διαλογής τέχνη, διδακτική λογοτεχνία ιδεών κ.λπ. δεν είχε σαθρά θεμέλια. Τουναντίον, βασιζόταν σε έργο στιβαρό, τιτάνιας εμβέλειας και οραματισμού. Η λογοτεχνία του υπήρξε απόλυτα εναρμονισμένη με τις αρχές του, όντας ένας συνεκτικός κόσμος, αεροστεγής και απρόσβλητος από τον ιό της δημοφιλίας, του καιροσκοπικού αίνου. Το αυτό ισχύει και για τη διδασκαλία του. 
Τα Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία είναι μια συρραφή παραδόσεων του συγγραφέα σε σημαντικά αμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, σχετικά με σπουδαία κείμενα της ρωσικής λογοτεχνίας. Στους υπό εξέταση συγγραφείς περιλαμβάνονται οι Γκόγκολ, Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχοφ και Γκόρκι. Από τις Νεκρές ψυχές, στο Πατέρες και γιοί και από την Άννα Καρένινα στον Ηλίθιο και την Κυρία με το σκυλάκι, μεταξύ άλλων, ο Ναμπόκοφ επιλέγει τον ανθό της ρωσικής λογοτεχνικής παραγωγής, παρουσιάζοντάς τη στο πανεπιστημιακό του κοινό και ταυτόχρονα στο ευρύτερο παγκόσμιο βιβλιοφιλικό. Η δε απόδοσή τους στη γλώσσα μας οφείλει πολλά στην εξαιρετική μετάφραση του Ανδρέα Παππά για τις εκδόσεις Πατάκη. 
Δεν θα σταθώ εδώ στο τι λέγεται για τα επιμέρους έργα που είναι εξ ορισμού αριστουργηματικά, πέραν πάσης αμφιβολίας (ενίοτε και της δικής του!). Σημασία εδώ έχει, θεωρώ, το φως που ρίχνει επάνω τους η κριτική ματιά του συγγραφέα που καταυγάζει με το ιδιαίτερο ύφος του το σύνολο. Η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι μια δυνάμει, εν κινήσει διεργασία, σίγουρα όχι εξίσου σημαντική με τη δημιουργία, πλην όμως αξεδιάλυτη από αυτήν. Δεν νοείται σπουδαίο έργο τέχνης δίχως το κοινό εκείνο που θα το αναγνωρίσει ως τέτοιο και θα αναγνωριστεί και το ίδιο μέσω αυτού. Πρόκειται για μια σχέση διαρκείας, καθώς ταυτόχρονα: «Η συνάντηση, η σύγκρουση της συνείδησης με τη σημαίνουσα μορφή, της αντίληψης με την αισθητική, είναι μία από τις ισχυρότερες». (G. Stainer)
Ως γνήσιος μύστης δεν είναι διαλλακτικός, δεν ορρωδεί και δεν θάλπει. Ξεκινάει και παραμένει μέχρι τέλους αφοριστικός, επιρρεπής στον απολυταρχικό ρόλο του, διόλου υπομονετικός και εξαντλητικά εμμονικός.
Ο Ναμπόκοφ έχει πλήρη επίγνωση όλων αυτών. Η θεία λειτουργία της Τέχνης απαιτεί την παρουσία ενός Αρχιερέα για να τελεστεί ευφρόσυνα και νηκτικά και ο Ναμπόκοφ με περισσή αλαζονεία, τέτοια που αρμόζει στην ιδιοφυΐα του, αναλαμβάνει τον ρόλο. Ως γνήσιος μύστης δεν είναι διαλλακτικός, δεν ορρωδεί και δεν θάλπει. Ξεκινάει και παραμένει μέχρι τέλους αφοριστικός, επιρρεπής στον απολυταρχικό ρόλο του, διόλου υπομονετικός και εξαντλητικά εμμονικός. 
«Από Διός άρξασθαι», λοιπόν, και εν προκειμένω, ο συγγραφέας-κριτικός νουθετεί τους φερέλπιδες αναγνώστες-μαθητές του, δίχως να αναγνωρίζει ελαφρυντικά και λοιπές φρούδες δικαιολογίες. Όποιος προσέρχεται στο εκκλησίασμά του έχει την απόλυτη ευθύνη να… αποδεχτεί την ex cathedra εξουσία και οπτική του. Η επί του όρους ομιλία του Ναμπόκοφ δεν είναι ανθρωποκεντρική, δεν μακαρίζει τους πράους, τους πτωχούς το πνεύματι και τους ευσεβείς. Δεν είναι εξάλλου αυτός ο ρόλος της τέχνης. Τουναντίον, οικτίρει, αρπάζει συχνότερα το φραγγέλιο για να αποδιώξει τους οπαδούς του ωφελιμισμού, τους χρησιμοθήρες της τέχνης, τους… μηνυματίες. 
Ως άλλος Ιεροφάντης, ο Ναμπόκοφ δεν διστάζει να ανακράξει: «Εκάς οι βέβηλοι!», όποτε κρίνει πως το «νόημα», οι «ιδέες» σπεύδουν να υποκαταστήσουν το ύφος, τις λεπτές αποχρώσεις της αφήγησης, τις εικόνες που προσιδιάζουν και καθορίζουν το καλλιτεχνικό όραμα. «Η λογοτεχνία δεν είναι ένα σύνολο από ιδέες, αλλά ένα σύνολο από εικόνες. Σε σύγκριση με τις εικόνες και τη μαγεία ενός βιβλίου, οι τυχόν ιδέες που διατυπώνονται σε αυτό, έρχονται σε δεύτερη μοίρα». Ξεκάθαρες κουβέντες, τέτοιες που αρμόζουν στα υπό εξέταση έργα. Δεν αρκείται όμως στη μεμψιμοιρία και στις αιτιάσεις, δεν είναι περισσότερο κήνσορας από όσο θεράποντας. Ως έμπειρος δάσκαλος κρατάει αναμμένη τη δάδα της γνώσης και δείχνει τον δρόμο της ανά-γνωσης.
alt
Το 1940 ο Ναμπόκοφ εγκατέλειψε την Ευρώπη για τις
Ηνωμένες Πολιτείες και από το 1941 έως το 1948
δούλευε εθελοντικά σαν βοηθός στο τμήμα
Λεπιδόπτερων στο Harvard University's Museum of
Comparative Zoology. Εκεί δημοσίευσε πολλές εκθέσεις
ταξινόμησης ειδών (πεταλούδες) και ανακάλυψε ένα
νέο είδος πεταλούδας, στο Γκραντ Κάνυον το οποίο
ονόμασε "Neonympha dorothea". Στη συνέντευξη
που έδωσε στο γαλλικό περιοδικό Paris Review το 1967
είπε χαρακτηριστικά: «Είναι για μένα πασιφανές ότι αν
δεν είχε γίνει η επανάσταση στη Ρωσία θα είχα
αφιερωθεί αποκλειστικά στην εντομολογία και δεν
θα είχα γράψει ούτε ένα από τα μυθιστορήματά μου».

Για τον Ναμπόκοφ η ανάγνωση, η «μετωπική σύγκρουση» του αναγνώστη με το λογοτεχνικό έργο δεν προσομοιάζει με εκείνον άλλων τεχνών. Φερ' ειπείν, στην περίπτωση της ζωγραφικής προσεγγίζουμε και αξιολογούμε έναν πίνακα οπτικά, καθολικά, ρουφώντας τον αρχικά εν συνόλω και αδιαίρετα και εν συνεχεία εστιάζοντας στα επιμέρους στοιχεία του. Αντιθέτως, η λειτουργία της ανάγνωσης είναι διαφορετική, δεδομένου πως είναι αδύνατον να καλύψουμε «με μια ματιά» το πολυσέλιδο κείμενο. Απαιτείται χρόνος, τμηματική πρόσληψη και αξιολόγηση, σελίδα τη σελίδα, ώστε η καταληκτική παράγραφος να συνδέσει τα επιμέρους σε ένα διακριτό όλον. Μα ακριβώς γι' αυτό η επανάγνωση (επαναλαμβάνει ακάματα ο Δάσκαλος!) αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της διαδικασίας κτήσης του κειμένου – η πρώτη επαφή είναι ασαφής και αναγνωριστική, η δεύτερη (ίσως και τρίτη) συντελεί στην ουσιαστική μέθεξη. 
Πλην όμως, αυτή ακριβώς η εκ πρώτης «αδυναμία» κατανόησης αποτελεί και την ειδοποιό ποιοτική διαφορά της λογοτεχνίας σε σχέση με τις άλλες τέχνες. Επιτρέπει στον αναγνώστη μια πιο ευέλικτη προσέγγιση, η οποία δεν επικεντρώνεται στην ευθεία αναγωγή σε απλοϊκά συμπεράσματα του τύπου «τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης;» στην «ουσία», στο… επάρατο μήνυμα, στην ωφελιμιστική διάσταση του έργου τέχνης. «Όχι!» βροντοφωνάζει ο Ναμπόκοφ, το έργο τέχνης δεν προσδιορίζεται και δεν συρρικνούται στο μήνυμά του, όσο σοβαρό κι αν πιστεύουν κάποιοι πως είναι αυτό. Αντιθέτως, η μαγεία της τέχνης βρίσκεται στα επιμέρους στοιχεία του, στον τρόπο που συντίθεται αποσυντιθέμενο, στο πώς ο δημιουργός συναρμόζει τις πτυχώσεις του, εφαρμόζοντας την "κόλλα" της αφηγηματικής του επάρκειας. 
Και αυτό που αρχικά φάνταζε ως μειονέκτημα (τουτέστιν, η αδυναμία καθολικής πρόσληψης) αποδεικνύεται το βασικότερο πλεονέκτημά του, καθώς ο ευεπίφορος αναγνώστης συλλέγει σταδιακά τα κλειδιά που ο δημιουργός αφήνει σε όλη την έκταση του έργου, απολαμβάνοντας τη λέξη, την παράγραφο, τη σελίδα. Αίφνης, το νόημα ή το μήνυμα ξεχνιέται, το μάτι ασκείται να σταματά –βαθιά ανάσα– και να απολαμβάνει τη λεπτομέρεια που καθίσταται εξίσου σημαντική για την απόλαυση του κειμένου. Πρόκειται για μια διαδικασία παιδευτική και απαιτητική, απαιτεί υπομονή και επιμονή, η οποία όμως αποδεικνύεται εξόχως δημιουργική, καθώς απορρίπτει το προφανές, το ευτελές και το κοινότοπο προς χάριν του ουσιώδους, του σημαίνοντος. Η αισθητική διάσταση του λογοτεχνικού έργου είναι εν τέλει το μήνυμά του, ο σκοπός του και η προοπτική του. 
Όποτε ο Ναμπόκοφ ξεκινά την ανάλυση ενός βιβλίου αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στο νόημα, στη γενική ιδέα / ιδέες του. Κανένα βιβλίο άξιο λόγου –και αποκλειστικά με τέτοια ασχολείται– δεν δύναται να αποδοθεί σε δύο προτάσεις.
Για να επανέλθω. Όποτε ο Ναμπόκοφ ξεκινά την ανάλυση ενός βιβλίου αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στο νόημα, στη γενική ιδέα / ιδέες του. Κανένα βιβλίο άξιο λόγου –και αποκλειστικά με τέτοια ασχολείται– δεν δύναται να αποδοθεί σε δύο προτάσεις. Είναι η Άννα Καρένινα ένα έργο που μιλά για την απιστία και τις επιπτώσεις της, υπό το πρίσμα του κοινωνικό-ιστορικού πλαισίου της τσαρικής εποχής; Είναι οι Νεκρές ψυχές του Γκόγκολ ένα βιβλίο κατανόησης της ρωσικής ψυχής; Ο Δάσκαλος είναι κάθετος ως προς αυτό: «Τα δημοσιογραφικά κείμενα, τα εγχειρίδια είναι απλά. Ο Τολστόι ή ο Μέλβιλ, δεν είναι απλοί». Το οποίο σημαίνει πως κανένα εξ αυτών δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε δύο προτάσεις, να συμπιεστεί στην «προκρούστεια κλίνη» της γενικολογίας, της εύπεπτης αφαίρεσης που θα προσελκύσει ένα κοινό πειθαρχημένο, έτοιμο να αποδεχτεί την ευκολία μιας ήδη προκατασκευασμένης αντίληψης για την πραγματικότητα. 
Ο Ναμπόκοφ θα επιχειρήσει και θα καταφέρει να σπάσει αυτό το καλούπι, το continuum, το ατελέσφορο σπιράλ που οδηγεί αυτιστικά στην επανάληψη των ήδη εγνωσμένων, και δεν ταιριάζει στον επαρκή αναγνώστη. Εκείνος που μετέχει ενεργητικά, δεν αφομοιώνει παθητικά και ο Δάσκαλος είναι αεί παρών για να το υπενθυμίσει δια του παραδείγματος, όπως τίθεται εναργώς στις σελίδες του βιβλίου. Αναλύοντας κάθε λογοτεχνικό έργο ξεχωριστά, αναταράσσει τα νερά της γενικής εικόνας, αποφεύγει να εστιάσει στο θεματικό κέντρο και τις θεματικές παραφυάδες του. Τουναντίον, αλιεύει στα απόνερα, αποδομεί το πλαίσιο και επικεντρώνει την κριτική του αιχμή στα επιμέρους στοιχεία. 
Ίσως στο πλέον αμφιλεγόμενο κεφάλαιο του εξαιρετικού αυτού αναγνώσματος, επιτίθεται στις εμφανείς ιδεοληψίες του συγγραφέα [του Ντοστογιέφσκι], στον ισόποσο μελοδραματισμό και διδακτισμό του, κατηγορώντας τον πως υπέπεσε στο ασύγγνωστο σφάλμα της χρήσης των ηρώων του ως φερέφωνα των προθέσεων και απόψεων του συγγραφέα.
Αυτομάτως το υφαντό αρχίζει και ξηλώνεται, καθώς ο Ναμπόκοφ επιχειρεί να αναδείξει τα υφολογικά στοιχεία, το πώς ο συγγραφέας συνθέτει το έργο κεφάλαιο το κεφάλαιο, συχνότερα δε παράγραφο την παράγραφο. Αυτόματα, καθίσταται πολύ σημαντικότερος ο τρόπος περιγραφής της κίνησης του χεριού της Άννας (Καρένινα) κάθε φορά που ασυναίσθητα διορθώνει την μπούκλα της. Πιο κάτω, ο Ναμπόκοφ αναλύει το πώς πραγματώνεται με αφηγηματικούς όρους η άοκνη παρατηρητικότητα του Τολστόι, καθώς κινείται υπαινικτικά –με αργές κινήσεις της κάμερας– γύρω από τους ήρωές του, αποσύροντας υποσυνείδητα τον ιδεολόγο, για να αναδείξει τον καλλιτέχνη. Αυτή είναι η «μακαρία οδός» της αναγνωστικής επάρκειας και καμία άλλη. 
Ακόμα όμως και όταν στρέφει τα βέλη της κριτικής του στον Ντοστογιέφσκι, στον οποίο ξεκάθαρα αρνείται τον τίτλο του μεγαλοφυούς, το πράττει βάσει των ως άνω κριτηρίων. Ίσως στο πλέον αμφιλεγόμενο κεφάλαιο του εξαιρετικού αυτού αναγνώσματος, επιτίθεται στις εμφανείς ιδεοληψίες του συγγραφέα, στον ισόποσο μελοδραματισμό και διδακτισμό του, κατηγορώντας τον πως υπέπεσε στο ασύγγνωστο σφάλμα της χρήσης των ηρώων του ως φερέφωνα των προθέσεων και απόψεων του συγγραφέα. Εκεί που ο Τολστόι, ο Γκόγκολ ή ο Τσέχωφ στις κορυφαίες τους στιγμές εγκαταλείπουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αφήνοντας τη σκηνή ελεύθερη στους ήρωές τους που αυτονομούνται, ως κυήματα φαντασίας πάντα, ο Ντοστογιέφκσι (σύμφωνα πάντα με τον Ναμπόκοφ) συνεχίζει να είναι παρών, μιλώντας ακατάπαυστα μέσω αυτών. 
alt
Αρχές της δεκαετίας του '30 ο Ναμπόκοφ ζούσε
στο Βερολίνο και τα πρώτα του βιβλία,
πρωτοεκδόθηκαν στα ρωσικά, με αποτέλεσμα να
έχουν μικρή απήχηση στο ευρύτερο κοινό. Κέρδισε
λιγοστά χρήματα από την διακίνησή τους,
τα οποία ωστόσο διέθεσε για την εντομολογία
(και ιδιαίτερα τη συλλογή πεταλούδων), ενώ
έβγαζε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα
τένις και γαλλικής και αγγλικής γλώσσας.
Προφανώς δεν είναι απαραίτητο ούτε αναπόφευκτο να συμφωνήσει κάποιος/α με όλα όσα εμπεριέχονται στις σελίδες των Μαθημάτων. Όπου κυριαρχούν οι εμμονές, εμφιλοχωρεί μια μικρή δόση υπεραπλούστευσης, καθότι η γενίκευση είναι αμφίστομο ξίφος. Ιδίως όταν σχετίζεται με θέματα τέχνης, όπου το προσωπικό στοιχείο –όσο και να μας ενοχλεί αυτό– διαδραματίζει ρόλο σημαντικό. Η ιστορία έχει αποδείξει πως κανένα σύστημα αξιολόγησης και κριτικής δεν ευσταθεί ως απόλυτα συνεκτικό, αρραγές και ολιστικό – ένα να τα εμπεριέχει όλα. Όσο κι αν ο Ναμπόκοφ επιχειρεί να προσφέρει ένα Μανιφέστο αισθητικής (πολλοί το έχουν επιχειρήσει) που ως νέο φάντασμα θα πλανιέται πάνω από τις αίθουσες διδασκαλίας, τους ιδιωτικούς χώρους ανάγνωσης και εν γένει όπου οι άνθρωποι επιλέγουν να διαβάσουν, από τις σχισμές θα διαρρέουν νέες ιδέες, νέες προτάσεις, νέοι δάσκαλοι, έτοιμοι να ανατρέψουν την πρωτοκαθεδρία των προγόνων τους. 
Κλείνοντας, πιστεύω πως τα ίδια κριτήρια που εκείνος θέτει για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, θα πρέπει να εφαρμοστούν για το έργο του όπως και για το εν λόγω βιβλίο. Κρατούμε τις όποιες επιφυλάξεις μας για τις γενικεύσεις, τις υφολογικές / ιδεολογικές του εμμονές, ούτως ειπείν τον ολόδικό του διδακτισμό, τα μηνύματα και τις αγκυλώσεις (ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο…) και ρουφάμε άπληστα τα περί την ουσία, τα εμφορούμενα από πνεύμα δημιουργικό, από πρωτοτυπία και κάλλος. 
Εντέλει, πίσω από την αποστασιοποιημένη κριτική, την απόμακρα ψύχραιμη ανάλυση του Δασκάλου, σε κοινή θέα κρύβεται το ασίγαστο πάθος για τη λογοτεχνία. Και κάτι ακόμα εξίσου σημαντικό: η αέναη αναζήτηση της δημιουργικής πνοής που νοηματοδοτεί τις λέξεις –άρα τον ίδιο τον κόσμο μας–, αξεδιάλυτη από εκείνη ενός «βίου βιωτού».
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.
Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις

altΜαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία
Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογέφσκι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ
Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
Μτφρ. Ανδρέας Παππάς
Πατάκης 2020
Σελ. 512, τιμή εκδότη €22,00
alt

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου