ΓΥΜΝΟΚΕΦΑΛΗ τηλεπερσόνα, ποὺ ἐλέῳ τῆς ‘σοφῆς’
ψήφου ὑποδύεται τὸν βουλευτὴ ρηξικέλευθου προφίλ, ἀγωνίζεται
μετὰ πάθους ἀπὸ τηλεοπτικῆς καθέδρας νὰ μᾶς διδάξει ποιό ἀπὸ τὰ
τρία εἶναι τὸ ὀρθό. Οἰκτίροντας μὲ ἀγανάκτηση ὅσους τὸ λένε λάθος
καὶ ἐκχωρώντας στὴν φάτσα του βλέμμα ἄφατης αὐτοϊκανοποίησης.
Καθεὶς καὶ τὰ φίδια του, θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ γυμνοκέφαλος μὲ τὰ δικά
του κι ἐγὼ μὲ τὶς ἀλλεργίες μου αὐτὴ τὴν ἐποχή. Δὲν πρόλαβε νὰ μπεῖ
καλὰ-καλὰ ὁ Μάρτης καὶ λὲς καὶ μοῦ ἔριξαν ἀπὸ μιὰ χούφτα ἄμμο σὲ κάθε
μάτι. Ἔκλεισα τὴν τηλεόραση καὶ ἀποφάσισα νὰ γυρέψω ὀφθαλμίατρο
στὸ διαδίκτυο.
«Πᾶς καλά:», μὲ ἀποπῆρε ἡ κόρη μου, «ἐδῶ ἔχουμε δικό μας ἄνθρωπο
κι ἐσὺ ψάχνεις στὰ κουτουροῦ;»
Ὁ δικός μας ἄνθρωπος ὅμως ἦταν στὸ Μαρούσι κι ἐγὼ βαριόμουν
νὰ ξεκουνηθῶ ἀπὸ τὸ Κέντρο. Βρῆκα κάποια μὲ ἐπώνυμο σὲ -ίδη κι ἔκλεισα
ραντεβοῦ.
Ἡ σε -ίδη
μὲ ἐξέτασε, ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀλλεργικὴ φύση τῆς ταλαιπωρίας
μου καὶ περίπου μοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ μάθω νὰ ζῶ μὲ τὸ πρόβλημά μου.
Δεκαπέντε λεπτὰ κράτησε ἡ συνταγογράφηση, μόλις δέκα εἶχε κρατήσει
ἡ ἐξέταση. Ἄλλο ἕνα ἐπίτευγμά μας αὐτό.
Τελειώνοντας ἄρχισε νὰ ρωτάει, ἀπὸ ποῦ εἶμαι, τί δουλειὰ κάνω,
ποὺ ἦταν τὸ γραφεῖο μου, τί ἐνδιαφέροντα ἔχω.
«Λές», γαργαλήθηκα, «νὰ εἶναι πρόσφορη γιὰ παιχνίδι; Λές;»
Κάτι χαρμόσυνο πῆγε νὰ σκιρτήσει μέσα μου, ἀλλὰ καπακώθηκε
σχεδὸν ἀμέσως ἀπὸ τὴ δεύτερη σκέψη: «Φυλάξου, καραδοκεῖ ξεφτίλα,
ἐδῶ τῆς ρίχνεις καμιὰ εἰκοσιπενταριὰ χρόνια…»
Ἀναδιπλώθηκα, «ἡ μὲν σὰρξ πρόθυμη, τὸ δὲ πνεῦμα ἀσθενές….»
Βγῆκα μὲ τὴν συνταγὴ στὸ χέρι. Στὸ πρῶτο φαρμακεῖο πῆγα μὲ φόρα
νὰ μπῶ.
«Μείνετε στὴν θέση σας!», μὲ πρόλαβε προτοῦ δρασκελίσω τὸ κατώφλι,
κάτι σὰν τραχὺ παράγγελμα καραβανὰ ἐπιλοχία, σὲ θηλυκὴ ὅμως ἔκδοση.
Κοκκάλωσα.
Εὐειδὴς καὶ νέα ἡ φαρμακοποιὸς ποὺ μὲ ἀκινητοποίησε. Ἐμφάνιση
ἐντελῶς ἀναντίστοιχη μὲ τὴν τραχύτητα τοῦ παραγγέλματος.
«Περιμένετε νὰ τελειώσω μὲ τὸν κύριο καὶ μετὰ θὰ μπεῖτε», συνέχισε
στὸν ἴδιο τόνο.
Εἶχε ἀποφασίσει μόνο ἕνας μέσα στὸ φαρμακεῖο κάθε φορά. Περίμενα
ὑπομονετικὰ στὸ πεζοδρόμιο μέχρι νὰ τελειώσει μὲ τὸν κύριο, ὁπότε
δεύτερο παράγγελμα μὲ περίμενε: «Ἀπελευθερῶστε τὰ χέρια σας».
Κοίταξα τὰ χέρια μου. Κράταγα στὸ ἕνα τὴν τσάντα μου, στὸ ἄλλο τὴν
συνταγή.
Φορτώθηκα τὴν τσάντα στὴν πλάτη καὶ ἔβαλα τὴν συνταγὴ κυριολεκτικὰ
ὑπὸ μάλης.
Μοῦ ἔδειξε τὸ ἀντισηπτικὸ καὶ ἀπολύμανα τὰ χέρια μου.
«Ὁρίστε», ἄκουσα ἐπὶ τέλους φυσιολογικὴ τὴν φωνή της. Τῆς ἔτεινα
τὴν συνταγὴ καὶ ὀπισθοχώρησα πρὸς τὸ μέσον τοῦ φαρμακείου, φοβούμενος
ἐνδεχόμενη παρατήρησή της ποὺ δὲν θὰ μοῦ ἐπέτρεπε νὰ παραμείνω
εὐγενής.
Μέχρι νὰ βρεῖ τὰ φάρμακα ἔριξε ἄλλα δύο αὐστηρὰ παραγγέλματα
καὶ κάρφωσε στὴν πόρτα ἕναν νεαρὸ καὶ μιὰ γιαγιά.
Μοῦ ἔδωσε τὰ φάρμακα, τῆς ἔδωσα χαρτονόμισμα τῶν πενήντα. Τὸ
ἔπιασε μὲ τὸ δεξὶ χέρι ποὺ φοροῦσε πλαστικὸ γάντι.
Μοῦ γύρισε τὰ ρέστα, τριάντα πέντε καὶ τριάντα, μὲ τὸ ...γυμνὸ ἀριστερό
της χέρι.
Τὴν κοίταξα ἀποσβολωμένος, «μᾶς δουλεύει ἄγρια, δὲ γίνεται»,
ἦταν ἡ πρώτη σκέψη. Ἡ μήπως ὁ κορο(ω)νο(α)ϊὸς «δυνατὸν νὰ κολλᾶ εἰς κάθε
πράγμα, ἀλλ’ εἰς τὰ χρήματα ὄχι…»
Γύρισα στὸ σπίτι καὶ κατέβασα ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη «ἐκεῖνον
τὸν περιούσιο Παπαδιαμάντη».
Βρῆκα τὴ νουβέλα «Βαρδιάνος στὰ Σπόρκα» κι ἄρχισα νὰ διαβάζω
τὰ πάθη «τῆς Σκεύως τῆς Σαβουρόκοφας». Τὰ πάθη τῶν μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ
τὸ λοιμοκαθαρτήριο τῆς ἐποχῆς.
...Ὅπως συμβαίνει πάντοτε ἐν καιρῷ πανικοῦ φόβου, μέγας συνωστισμὸς
καὶ σπουδὴ ἀλόγιστος καὶ τυφλὴ φυγὴ εἶχον ἐπέλθει [...]. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται
ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ
ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν' ἀποδειχθεῖ
ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν [...]. Οἱ κερδοσκόποι ἀπέθετον τὰ
ἐμπορεύματά των εἰς τὴν ἄκραν της ἀπωτάτης ἀκτῆς τῆς ἐρημονήσου,
ἐλάμβανον τὰ λεπτά των καὶ ἔφευγον. Ἡ χολέρα δυνατὸν νὰ κολλᾷ εἰς
κάθε πράγμα, ἀλλ' εἰς τὰ χρήματα ὄχι. Ἐλέχθη ὅτι οἱ πλεῖστοι των ἀνθρώπων,
τῶν παρασταθέντων τότε ὡς θυμάτων τῆς χολέρας, ἀπέθανον πραγματικῶς
ἐκ πείνης. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξεν ὅλως χολέρα. Ἀλλ' ὑπῆρξε τύφλωσις
καὶ ἀθλιότης καὶ συμφορὰ ἀνήκουστος. Οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι πάσχοντες,
ἐσκληρύνοντο κατ' ἀλλήλων, εἰς ἐπίμετρον, καὶ καθίστων τὴν δεινοπάθειαν
ἀπείρως μεγαλυτέραν. Οἱ εὔποροι ἐκ τῶν καθαριζομένων ἐσκληρύνοντο
κατὰ τῶν πτωχῶν [...].
Οἱ πτωχοὶ ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν εὐπόρων [...]. Ὅλοι ὁμοῦ οἱ ὑπὸ κάθαρσιν
ταξιδιῶται ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν κατοίκων τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς
κατηγόρουν ἐπὶ ἀσυνειδήτῳ αἰσχροκερδείᾳ καὶ σκληρότητι [...]. Οἱ κάτοικοι τῆς πολίχνης ἐσκληρύνοντο
κατὰ τῶν ταξιδιωτῶν, καὶ ἐμίσουν αὐτούς, διότι εἶχον ἔλθει νὰ τοὺς
φέρωσι τὴν χολέραν. Κακὴ ὑποψία, δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια χωροῦσα
μέχρις ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὅλα ταῦτα ἤσαν εἰς τὸ
βάθος καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Θὰ ἔλεγές τις
ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων
ἦτο ἡ ἀλήθεια.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἄρις Ἀλεβῖζος (Χάστεμη [Λευκοχώρα] Μεσσηνίας, 1955). Σπούδασε
Νομικὰ καὶ δικηγόρησε ἐπὶ 37 χρόνια στὴν Ἀθήνα. Σήμερα ἀσχολεῖται
μὲ τὴν γεωργία. Ἔργα: Δεινὸς
καβαλάρης, διηγήματα, Πλανόδιον· Τὸ ἀόρατο ἄσυλο, μυθιστόρημα,
Κέδρος· Σφαῖρες στὸ Αἰγάλεω,
διηγήματα, Σοκόλης· Ἕνας
Αὔγουστος χωρὶς ἐπίλογο, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο· Ἂς μὴν ἐνοχληθεῖ κανείς,
μυθιστόρημα, Μεταίχμιο· Ἡ
δωρεὰ τῶν δέντρων, διηγήματα, Εὔμαρος.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου