Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ἀ­ρις Ἀ­λε­βῖ­ζος : Κορονοϊός, κορωνοϊὸς ἢ κοροναϊός


ΓΥΜΝΟΚΕΦΑΛΗ τη­λε­περ­σό­να, ποὺ ἐ­λέ­ῳ τῆς ‘σο­φῆς’ ψή­φου ὑ­πο­δύ­ε­ται τὸν βου­λευ­τὴ ρη­ξι­κέ­λευ­θου προ­φίλ, ἀ­γω­νί­ζε­ται με­τὰ πά­θους ἀ­πὸ τη­λε­ο­πτι­κῆς κα­θέ­δρας νὰ μᾶς δι­δά­ξει ποι­ό ἀ­πὸ τὰ τρί­α εἶ­ναι τὸ ὀρ­θό. Οἰ­κτί­ρον­τας μὲ ἀ­γα­νά­κτη­ση ὅ­σους τὸ λέ­νε λά­θος καὶ ἐκ­χω­ρών­τας στὴν φά­τσα του βλέμ­μα ἄ­φα­της αὐ­το­ϊ­κα­νο­ποί­η­σης.
       Κα­θεὶς καὶ τὰ φί­δια του, θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ γυ­μνο­κέ­φα­λος μὲ τὰ δι­κά του κι ἐ­γὼ μὲ τὶς ἀλ­λερ­γί­ες μου αὐ­τὴ τὴν ἐ­πο­χή. Δὲν πρό­λα­βε νὰ μπεῖ κα­λὰ-κα­λὰ ὁ Μάρ­της καὶ λὲς καὶ μοῦ ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ μιὰ χού­φτα ἄμ­μο σὲ κά­θε μά­τι. Ἔ­κλει­σα τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ γυ­ρέ­ψω ὀ­φθαλ­μί­α­τρο στὸ δι­α­δί­κτυ­ο.
       «Πᾶς κα­λά:», μὲ ἀ­πο­πῆ­ρε ἡ κό­ρη μου, «ἐ­δῶ ἔ­χου­με δι­κό μας ἄν­θρω­πο κι ἐ­σὺ ψά­χνεις στὰ κου­του­ροῦ;»
       Ὁ δι­κός μας ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἦ­ταν στὸ Μα­ρού­σι κι ἐ­γὼ βα­ρι­ό­μουν νὰ ξε­κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὸ Κέν­τρο. Βρῆ­κα κά­ποι­α μὲ ἐ­πώ­νυ­μο σὲ -ί­δη κι ἔ­κλει­σα ραν­τε­βοῦ.

       Ἡ σε -ί­δη μὲ ἐ­ξέ­τα­σε, ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε τὴν ἀλ­λερ­γι­κὴ φύ­ση τῆς τα­λαι­πω­ρί­ας μου καὶ πε­ρί­που μοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νὰ μά­θω νὰ ζῶ μὲ τὸ πρό­βλη­μά μου. Δε­κα­πέν­τε λε­πτὰ κρά­τη­σε ἡ συν­τα­γο­γρά­φη­ση, μό­λις δέ­κα εἶ­χε κρα­τή­σει ἡ ἐ­ξέ­τα­ση. Ἄλ­λο ἕ­να ἐ­πί­τευγ­μά μας αὐ­τό.
       Τε­λει­ώ­νον­τας ἄρ­χι­σε νὰ ρω­τά­ει, ἀ­πὸ ποῦ εἶ­μαι, τί δου­λειὰ κά­νω, ποὺ ἦ­ταν τὸ γρα­φεῖ­ο μου, τί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἔ­χω.
       «Λές», γαρ­γα­λή­θη­κα, «νὰ εἶ­ναι πρό­σφο­ρη γιὰ παι­χνί­δι; Λές;»
       Κά­τι χαρ­μό­συ­νο πῆ­γε νὰ σκιρ­τή­σει μέ­σα μου, ἀλ­λὰ κα­πα­κώ­θη­κε σχε­δὸν ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὴ δεύ­τε­ρη σκέ­ψη: «Φυ­λά­ξου, κα­ρα­δο­κεῖ ξε­φτί­λα, ἐ­δῶ τῆς ρί­χνεις κα­μιὰ εἰ­κο­σι­πεν­τα­ριὰ χρό­νια…»
       Ἀ­να­δι­πλώ­θη­κα, «ἡ μὲν σὰρξ πρό­θυ­μη, τὸ δὲ πνεῦ­μα ἀ­σθε­νές….»
       Βγῆ­κα μὲ τὴν συν­τα­γὴ στὸ χέ­ρι. Στὸ πρῶ­το φαρ­μα­κεῖ­ο πῆ­γα μὲ φό­ρα νὰ μπῶ.
       «Μεί­νε­τε στὴν θέ­ση σας!», μὲ πρό­λα­βε προ­τοῦ δρα­σκε­λί­σω τὸ κα­τώ­φλι, κά­τι σὰν τρα­χὺ πα­ράγ­γελ­μα κα­ρα­βα­νὰ ἐ­πι­λο­χί­α, σὲ θη­λυ­κὴ ὅ­μως ἔκ­δο­ση.
       Κοκ­κά­λω­σα.
       Εὐ­ει­δὴς καὶ νέ­α ἡ φαρ­μα­κο­ποι­ὸς ποὺ μὲ ἀ­κι­νη­το­ποί­η­σε. Ἐμ­φά­νι­ση ἐν­τε­λῶς ἀ­ναν­τί­στοι­χη μὲ τὴν τρα­χύ­τη­τα τοῦ πα­ραγ­γέλ­μα­τος.
       «Πε­ρι­μέ­νε­τε νὰ τε­λει­ώ­σω μὲ τὸν κύ­ριο καὶ με­τὰ θὰ μπεῖ­τε», συ­νέ­χι­σε στὸν ἴ­διο τό­νο.
       Εἶ­χε ἀ­πο­φα­σί­σει μό­νο ἕ­νας μέ­σα στὸ φαρ­μα­κεῖ­ο κά­θε φο­ρά. Πε­ρί­με­να ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ στὸ πε­ζο­δρό­μιο μέ­χρι νὰ τε­λει­ώ­σει μὲ τὸν κύ­ριο, ὁ­πό­τε δεύ­τε­ρο πα­ράγ­γελ­μα μὲ πε­ρί­με­νε: «Ἀ­πε­λευ­θε­ρῶ­στε τὰ χέ­ρια σας». Κοί­τα­ξα τὰ χέ­ρια μου. Κρά­τα­γα στὸ ἕ­να τὴν τσάν­τα μου, στὸ ἄλ­λο τὴν συν­τα­γή.
       Φορ­τώ­θη­κα τὴν τσάν­τα στὴν πλά­τη καὶ ἔ­βα­λα τὴν συν­τα­γὴ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ὑ­πὸ μά­λης.
       Μοῦ ἔ­δει­ξε τὸ ἀν­τι­ση­πτι­κὸ καὶ ἀ­πο­λύ­μα­να τὰ χέ­ρια μου.
       «Ὁ­ρί­στε», ἄ­κου­σα ἐ­πὶ τέ­λους φυ­σι­ο­λο­γι­κὴ τὴν φω­νή της. Τῆς ἔ­τει­να τὴν συν­τα­γὴ καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σα πρὸς τὸ μέ­σον τοῦ φαρ­μα­κεί­ου, φο­βού­με­νος ἐν­δε­χό­με­νη πα­ρα­τή­ρη­σή της ποὺ δὲν θὰ μοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ πα­ρα­μεί­νω εὐ­γε­νής.
       Μέ­χρι νὰ βρεῖ τὰ φάρ­μα­κα ἔ­ρι­ξε ἄλ­λα δύ­ο αὐ­στη­ρὰ πα­ραγ­γέλ­μα­τα καὶ κάρ­φω­σε στὴν πόρ­τα ἕ­ναν νε­α­ρὸ καὶ μιὰ για­γιά.
       Μοῦ ἔ­δω­σε τὰ φάρ­μα­κα, τῆς ἔ­δω­σα χαρ­το­νό­μι­σμα τῶν πε­νήν­τα. Τὸ ἔ­πι­α­σε μὲ τὸ δε­ξὶ χέ­ρι ποὺ φο­ροῦ­σε πλα­στι­κὸ γάν­τι.
       Μοῦ γύ­ρι­σε τὰ ρέ­στα, τριά­ντα πέν­τε καὶ τριά­ντα, μὲ τὸ ...γυ­μνὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι.
       Τὴν κοί­τα­ξα ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νος, «μᾶς δου­λεύ­ει ἄ­γρια, δὲ γί­νε­ται», ἦ­ταν ἡ πρώ­τη σκέ­ψη. Ἡ μή­πως ὁ κορο(ω)νο(α)ϊὸς «δυ­να­τὸν νὰ κολ­λᾶ εἰς κά­θε πράγ­μα, ἀλ­λ’ εἰς τὰ χρή­μα­τα ὄ­χι…»
       Γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι καὶ κα­τέ­βα­σα ἀ­πὸ τὴν βι­βλι­ο­θή­κη «ἐ­κεῖ­νον τὸν πε­ρι­ού­σιο Πα­πα­δι­α­μάν­τη».
       Βρῆ­κα τὴ νου­βέ­λα «Βαρ­διά­νος στὰ Σπόρ­κα» κι ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ πά­θη «τῆς Σκεύ­ως τῆς Σα­βου­ρό­κο­φας». Τὰ πά­θη τῶν μέ­σα καὶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ λοι­μο­κα­θαρ­τή­ριο τῆς ἐ­πο­χῆς.
       ...Ὅ­πως συμ­βαί­νει πάν­το­τε ἐν και­ρῷ πα­νι­κοῦ φό­βου, μέ­γας συ­νω­στι­σμὸς καὶ σπου­δὴ ἀ­λό­γι­στος καὶ τυ­φλὴ φυ­γὴ εἶ­χον ἐ­πέλ­θει [...]. Ἀλ­λὰ τὸ πλεῖ­στον κα­κὸν ὀ­φεί­λε­ται ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως εἰς τὴν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς δι­οι­κή­σε­ως. Θὰ ἔ­λε­γέ τις ὅ­τι ἡ χώ­ρα αὕ­τη ἠ­λευ­θε­ρώ­θη ἐ­πί­τη­δες διὰ ν' ἀ­πο­δει­χθεῖ ὅ­τι δὲν ἦ­το ἱ­κα­νὴ πρὸς αὐ­το­δι­οί­κη­σιν [...]. Οἱ κερ­δο­σκό­ποι ἀ­πέ­θε­τον τὰ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τά των εἰς τὴν ἄ­κραν της ἀ­πω­τά­της ἀ­κτῆς τῆς ἐ­ρη­μο­νή­σου, ἐ­λάμ­βα­νον τὰ λε­πτά των καὶ ἔ­φευ­γον. Ἡ χο­λέ­ρα δυ­να­τὸν νὰ κολ­λᾷ εἰς κά­θε πράγ­μα, ἀλ­λ' εἰς τὰ χρή­μα­τα ὄ­χι. Ἐ­λέ­χθη ὅ­τι οἱ πλεῖ­στοι των ἀν­θρώ­πων, τῶν πα­ρα­στα­θέν­των τό­τε ὡς θυ­μά­των τῆς χο­λέ­ρας, ἀ­πέ­θα­νον πραγ­μα­τι­κῶς ἐκ πεί­νης. Ἴ­σως νὰ μὴν ὑ­πῆρ­ξεν ὅ­λως χο­λέ­ρα. Ἀλ­λ' ὑ­πῆρ­ξε τύ­φλω­σις καὶ ἀ­θλι­ό­της καὶ συμ­φο­ρὰ ἀ­νή­κου­στος. Οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­λοι πά­σχον­τες, ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τ' ἀλ­λή­λων, εἰς ἐ­πί­με­τρον, καὶ κα­θί­στων τὴν δει­νο­πά­θειαν ἀ­πεί­ρως με­γα­λυ­τέ­ραν. Οἱ εὔ­πο­ροι ἐκ τῶν κα­θα­ρι­ζο­μέ­νων ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν πτω­χῶν [...]. Οἱ πτω­χοὶ ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν εὐ­πό­ρων [...]. Ὅ­λοι ὁ­μοῦ οἱ ὑ­πὸ κά­θαρ­σιν τα­ξι­δι­ῶ­ται ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν κα­τοί­κων τῆς πο­λί­χνης, καὶ τοὺς κα­τη­γό­ρουν ἐ­πὶ ἀ­συ­νει­δή­τῳ αἰ­σχρο­κερ­δεί­ᾳ καὶ σκλη­ρό­τη­τι [...]. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς πο­λί­χνης ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν τα­ξι­δι­ω­τῶν, καὶ ἐ­μί­σουν αὐ­τούς, δι­ό­τι εἶ­χον ἔλ­θει νὰ τοὺς φέ­ρω­σι τὴν χο­λέ­ραν. Κα­κὴ ὑ­πο­ψία, δυ­σπι­στί­α καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λεια χω­ροῦ­σα μέ­χρις ἀ­παν­θρω­πί­ας, ἐ­βα­σί­λευ­ε παν­τα­χοῦ. Ὅ­λα ταῦ­τα ἤ­σαν εἰς τὸ βά­θος καὶ ὁ φό­βος τῆς χο­λέ­ρας ἦ­το εἰς τὴν ἐ­πι­φά­νειαν. Θὰ ἔ­λε­γές τις ὅ­τι ἡ χο­λέ­ρα ἦ­το μό­νον πρό­φα­σις, καὶ ὅ­τι ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­σις τῶν ἀν­θρώ­πων ἦ­το ἡ ἀ­λή­θεια.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Ἄρις Ἀλεβῖζος (Χά­στε­μη [Λευ­κο­χώ­ρα] Μεσ­ση­νί­ας, 1955). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ δι­κη­γό­ρη­σε ἐ­πὶ 37 χρό­νια στὴν Ἀ­θή­να. Σή­με­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν γε­ωρ­γί­α. Ἔρ­γα: Δει­νὸς κα­βα­λά­ρης, δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον· Τὸ ἀ­ό­ρα­το ἄ­συ­λο, μυ­θι­στό­ρη­μα, Κέ­δρος· Σφαῖ­ρες στὸ Αἰ­γά­λε­ω, δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης· Ἕ­νας Αὔ­γου­στος χω­ρὶς ἐ­πί­λο­γο, μυ­θι­στό­ρη­μα, Με­ταίχ­μιο· Ἂς μὴν ἐ­νο­χλη­θεῖ κα­νείς, μυ­θι­στό­ρη­μα, Με­ταίχ­μιο· Ἡ δω­ρε­ὰ τῶν δέν­τρων, δι­η­γή­μα­τα, Εὔ­μα­ρος.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου