|
|
ἸΟ ΘΑΝΑΤΟΣ, ὁ ὁριστικός, ἄφησε
αἴσθηση ἐκκρεμότητας.
«Κάτι δὲν ἔχει γίνει σωστά», εἶπε ἡ Β. ὅταν πήγαιναν νὰ τὸν θάψουν
στὸ βουνό. Κάτι δὲν κολλοῦσε. Ὁ νεκρὸς σκύλος —αὐτὸς ὁ σκύλος— ἦταν κάτι
ἀφύσικο. Ἂν καὶ ἀπόλυτα φυσικό. Ἦταν δεκαπέντε χρονῶν—σύμφωνα μὲ
τοὺς ὑπολογισμοὺς τῶν εἰδικῶν γύρω στὰ ἑκατὸ ἀνθρώπινα— καὶ ἄρρωστος.
Τότε γιατί;
«Δὲν θὰ ἔρθει κι ὁ γιατρὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ;»
Ὁ
γιατρὸς δὲν ἦταν στὴν πόλη, τὸ ἔμαθε ἀπὸ τὸ τηλέφωνο.
«Τί ἄλλο νὰ μᾶς πεῖ; Θέλεις κι ἄλλη ἐπιβεβαίωση; Δὲν ἀναπνέει.»
Πίστευε ὅτι ἤθελε.
Πίσω στὸ σπίτι ἔκανε ἕναν γύρο στὸ καθιστικό· τὰ ἔπιπλα τραβηγμένα
στὴν ἄκρη γιὰ νὰ ἔχει χῶρο ὁ σκύλος. Θυμήθηκε ὅτι πρὶν φύγει, γυρνοῦσε
γιὰ μέρες καὶ ξερνοῦσε τὸ μέσα του. Μετὰ κατάπινε λαίμαργα νερό. Στὸ
τέλος μόνο νερὸ κι οὔτε αὐτὸ στεκόταν.
Τώρα ἔχουν μείνει κάτι στρογγυλὰ σημάδια στὸ πάτωμα, δυὸ τρία
σὲ κάθε γωνιά, ἀπ' τὰ ὑγρὰ ποὺ ἔκαψαν τὸ μάρμαρο καὶ τὸ ἔκαναν πιὸ ἄσπρο.
Κάθε πρωί, μπαίνει τὸ φῶς κάτω ἀπ’ τὶς κουρτίνες, παράλληλα στὸ πάτωμα,
καὶ γυαλίζουν τὰ ξασπρισμένα σημάδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου