Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Άλμα , της Λιάνας Τσιρίδου*


Ευλογημένη ή καταραμένη, είχε πάντως αέρηδες στην ψυχή και μάγια στα δάχτυλα, έπιανε την πέτρα και την έπλαθε σαν ζυμάρι. Την πήγαν στον παπά, να τη διαβάσει, της έδεσαν τα δάχτυλα για σαράντα μέρες, τη ράντιζαν με αγιασμό πρωί και βράδυ, μια στάλα παιδάκι ήταν, αλλά την τύλιξε για πάντα η φήμη, έγινε η Άλμα η μαγεμένη, η εγγονή της τσιγγάνας και κόρη της αμίλητης.
Ο πατέρας, μετά από αυτά, της είχε απαγορεύσει να τον πλησιάζει την ώρα της δουλειάς, τάχα πως θα μπορούσε να τραυματιστεί με το καλέμι ή κάποιο κομματάκι πέτρας που τιναζόταν ως και πέντε μέτρα μακριά ή να βουλιάξει στο χαρτς, τη λάσπη του τσιμέντου. Μα η Άλμα τρύπωνε, σκιά του, έκλεβε τα μυστικά του, τουλάχιστον όσο μπορούσε να τον φτάσει, γιατί συχνά εκείνος έφευγε για μέρες ή και μήνες, τον ζητούσαν κι από μακριά.
Τώρα της είπε θα σε πάρω μαζί μου, σ’ ένα νησί μεγάλο κι όμορφο, θα δεις πολλά, μα δεν θα μιλάς καθόλου, θα κάνεις μόνο ό,τι σου λέω, σκίρτησε η καρδιά της, θα χτίσουμε και θα στολίσουμε ένα  
αρχοντόσπιτο.
 Εγώ με τ’ αδέρφια σου θα χτίσουμε. Εσένα σε θέλω για τα μουριόνια, να κάνεις πρόσωπα τρομαχτικά, σαν αυτά που σκαλίζεις στα ρετάλια, θα τα κρεμάσουμε στα τόξα, να φρουρούν το σπίτι απ’ το κακό.
Τη μέρα την έκρυβε. Πίσω απ’ τις χαραμάδες της καλύβας κοίταζε η Άλμα ό,τι έπιανε το μάτι της από τον μαγικό, πράσινο, λαμπερό τόπο, τόσο αλλιώτικο απ’ τα δικά τους μουντά και κρύα μέρη, παρατηρούσε το σύρε κι έλα των ανθρώπων, μεσ’ στην καλύβα όλη τη μέρα, τακ-τακ το καλέμι, σκάλιζε πρόσωπα απόκοσμα, παρμένα απ’ τους εφιάλτες της, να φυλάγουν το σώμα του σπιτιού από τις συμφορές, την αρρώστια, το θάνατο, την απώλεια, το κακό μάτι. Μουριόνια τα έλεγαν εδώ, muro, morio, morte, ψιθύριζε τη γλώσσα της γιαγιάς της. Ο πατέρας χαμογελούσε ευχαριστημένος όταν τα κοίταζε.
Πίσω απ’ τη χαραμάδα της καλύβας είδε και το αρχοντόπουλο. Ένας άγγελος πάνω στο άλογό του. Της τάραξε τον κόσμο της. Της έκλεψε τον ύπνο. Την ανάσα.
Τρεις μέρες σκάλιζε το βλέμμα, το χαμόγελό του, τα κυματιστά μαλλιά. Νύχτα με φεγγάρι, κρεμάστηκε στη σκαλωσιά, το στερέωσε σε θέση περίοπτη, στο τόξο της κεντρικής πόρτας. Ύστερα έπεσε, χορτάτη, για ύπνο.
Το πρωί της έδεσαν πάλι τα δάχτυλα, την έραναν με αγιασμό, την έσυραν στο μοναστήρι της Κασσωπίτρας. Εκείνος την κοίταζε με πέτρινο χαμόγελο.
...................................................................................................
* Η Λιάνα Τσιρίδου γεννήθηκε στις Σάπες Ροδόπης το 1958.
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ.
Από το 1989 ζει στην Κέρκυρα και εργάζεται ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι παντρεμένη με τον Χρήστο Μωραΐτη κι έχουν δυο παιδιά, το Μάρκο και το Νίκο.
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Από τις εκδόσεις Ιβίσκος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της «ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΤΙΔΑΣ» (2013), «ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ» (2015) και η συλλογή διηγημάτων «ΔΥΟ ΑΒΓΑ ΜΑΤΙΑ» (2019). Από τις εκδόσεις Λοράνδου κυκλοφορούν οι «ΜΙΚΡΕΣ ΣΑΒΒΑΤΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» (2018).
Η φωτογραφία είναι του Γιώργου Τερζή
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΑΡΣΙΣ, "Τα διηγήματα του εγκλεισμού"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου