Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Ο συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν

Κάθε δεύτερη Παρασκευή, ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης φορτώνει στον Σάκο Εκστρατείας του βιβλία, μιλώντας γι᾽ αυτά σαν να αφηγείται ιστορίες σ᾽ ένα φιλόξενο στέκι. Σήμερα, στον Σάκο του, ο Τζόναθαν Φράνζεν.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
altΗ τομή, η κρίσιμη καμπή, το turning point, είναι ασφαλώς οι Διορθώσεις. Ο Τζόναθαν Φράνζεν [Jonathan Franzen, Ιλινόι, 17 Αυγούστου 1959] είναι η νέμεσίς μου. Ο συγγραφέας που αγαπάω να μισώ να λατρεύω, κτλ., όταν τον μεταφράζω. Ας μου επιτραπεί μια αυτοβιογραφική νότα: μετράω δύο οδυνηρούς (αλλά ευτυχώς μου βγήκαν σε καλό εν συνεχεία) χωρισμούς ενόσω μετέφραζα ένα μυθιστόρημα, το 2015, και έναν τόμο με δοκίμια, το 2019, του διοπτροφόρου συγγραφέα. Η ένταση, κάθε φορά που καταπιάνομαι με ένα έργο του, είναι διαλυτικά συντριπτική και συντριπτικά διαλυτική. Πέρνω τα μέτρα μου, στήνω άμυνες, οργανώνω τη χρήση του χρόνου, ντοπάρομαι με καφέδες και ματζούνια, διπλασιάζω τις δόσεις νικοτίνης, μηδενίζω (σχεδόν) αυτές του αλκοόλ, δε λέω, αλλά η τεταμένη ατμόσφαιρα, μέσα μου και γύρω μου, όταν μεταφράζω Φράνζεν αγγίζει το ανυπόφορο, το αβάσταχτο, το μη περαιτέρω, τόσο για μένα όσο και τους (εκάστοτε) οικείους μου. Ας είναι. Αξίζει τον κόπο. Σε συνθήκες εγκλεισμού, ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη βρίσκεται κρεμασμένος στο χολ, και τα βιβλία που θα περιείχε, όλα του Τζόναθαν Φράνζεν, είναι απλωμένα στην επιφάνεια του γραφείου μου.

Για τον Τζόναθαν Φράνζεν επαναλαμβάνω μια ημιάδικη, αλλά έξυπνη (μου είχε φανεί τότε, ενώ ήταν σαφώς εξυπνακίστικη) απόφανσή μου σχετικά με τον Φίλιπ Ροθ: «Είναι ο σπουδαιότερος κακός συγγραφέας του πλανήτη γη». Ο Φράνζεν απέχει έτη φωτός από το να είναι στυλίστας, είναι σχεδόν κακογράφος, δεν έχει ιδέαν περί μουσικής και μουσικότητας στον συνδυασμό των λέξεων, οι ανάσες ανάμεσα στις φράσεις του είναι όλο γρέζια, θα τον έλεγες τρομερά πεζό πεζογράφο, θα τον έλεγες προζάκια των ιδεών. Ναι, προζάκιας είναι ο συγγραφέας της Αγνής και της Ελευθερίας και των Διορθώσεων και των Κραδασμών και της 27ης Πολιτείας. Το ενδιαφέρον του γερμανοθρεμμένου (έχει μάλιστα μεταφράσει Καρλ Κράους) Φράνζεν για την κοινωνιολογική πλευρά της μυθιστοριογραφίας του είναι τόσο ισχυρό ώστε τον ωθεί να αφήνει στην άκρη τις όποιες στυλιστικές μέριμνες. Έχει στήσει στο εκτελεσικό απόσπασμα τη γνωστή (και ορθότατη) φόρμουλα «Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, γίνεται με λέξεις», εξάλλου δεν είναι ποιητής, πεζογράφος είναι. Και μολαταύτα, που δεν είναι και λίγα, ο Φράνζεν αναδύεται και αναδεικνύεται ως σπουδαίος δημιουργός. 
Είναι συγγραφέας - κοινωνιολόγος, όπως ο Καρούζος ήταν ποιητής - φιλόσοφος. Ο Καρούζος φιλοσοφούσε ξεχαρβαλώνοντας φιλοσοφικά συστήματα. Ο Φράνζεν προχωρεί σε μιαν εξόχως διεισδυτική κοινωνονιολογική ανατομία της ζωής στη σύγχρονη εποχή (προ κορωναϊού, φυσικά – τώρα τα πάντα έχουν μεταβληθεί άρδην). Σε κάθε του μυθιστόρημα, αλλά και στα δοκίμιά του, ο Φράνζεν θίγει ζητήματα όπως αυτά του περιβάλλοντος, της φύσης, των σχέσεων στην οικογένεια, της αποξένωσης, της δημιουργίας/δημιουργικότητας, της παιδείας, της οικονομίας, της προσποίησης, της υποκρισίας, της έλλειψης νοήματος πολλών δραστηριοτήτων, της ταυτότητας, της ματαιοδοξίας. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα εντοπίσει πολλά (πάντα κεκαλυμμένα δεόντως) αυτοβιογραφικά στοιχεία στα μυθιστορήματα του συγγραφέα μας. Επίσης, μετά την τομή των Διορθώσεων, ο εν λόγω αναγνώστης διαπιστώνει και μια μορφολογική μετεξέλιξη στους τρόπους γραφής του Φράνζεν, ένα είδος στροφής σε πιο κλασικές, δοκιμασμένες εν πάση περιπτώσει, συγγραφικές τεχνικές. 
altΣτο πρώτο του μυθιστόρημα, την Εικοστή Έβδομη Πολιτεία (1988), ο μόλις τριαντάχρονος συγγραφέας δοκιμάζει, υπερβολικά φιλόδοξα, τις δυνάμεις του στον καλπάζοντα τότε αμερικανικό μεταμοντερνισμό. Η πλοκή είναι περίπλοκη, οι χαρακτήρες μοιάζουν ενίοτε φερμένοι από άλλον πλανήτη, αυτόν της υπερβολής, του εξωφρενικού, του χάρτινου υπερτεχνητού σύμπαντος μιας λογοτεχνίας που σκοπεί στο να εντυπωσιάσει, που δεν θέλει να είναι γειωμένη στην πραγματική πραγματικότητα αλλά επιθυμεί να παίζει με μιαν άκρατη, εκτροχιασμένη επινοητικότητα (συνήθως θεμελιωμένη σε πανεπιστημιακά προγράμματα δημιουργικής γραφής στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα των Ηνωμένων Πολιτειών). Το μυθιστόρημα αυτό έχει κάτι από επιστημονική φαντασία, από νουάρ αστυνομικό, από πολιτικό θρίλερ, καθώς ποικίλες συνωμοσίες (επιμένω: εξωφρενικές!) εξυφαίνονται στο Σεντ Λούις και απειλούν την κοινωνική συνοχή. Οι περισσότερες αρετές της Εικοστής Έβδομης Πολιτείας θυμίζουν τελεσφόρο copy-paste των αρετών του πυραυλοκίνητου συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας [David Foster Wallace, 1962-2008], του οποίου άλλωστε ο Φράνζεν υπήρξε φίλος και συνομιλητής. Η (μεγάλη) διαφορά έγκειται στο ότι αυτό που μοιάζει πηγαίο και αβίαστο στον Γουάλας (ενώ είναι πάντα προϊόν υψηλής μεθοδικότητας και συστηματικής εργασίας – ο Γουάλας δούλευε πάνω από πέντε φορές κάθε του έργο), στον Φράνζεν μοιάζει να είναι κατασκευασμένο, βγαλμένο με το στανιό, ενίοτε μαγκωμένο στα αλάδωτα γρανάζια της ίδιας της μηχανής παραγωγής επινοήσεων του συγγραφέα. 
altΜε τους Κραδασμούς (1992), ο Φράνζεν αρχίζει επιτυχώς να εστιάζει σε αυτό που αποτελεί το πιο ισχυρό χαρτί του: στην οικογένεια. Εδώ, οι χαρακτήρες είναι μάλλον γήινοι πια (και όχι εξωγήινοι όπως στην Εικοστή Έβδομη Πολιτεία) και κάπως γειωμένοι στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα – άλλωστε το κεντρικό θέμα του είναι η ίδια η γη, το έδαφος, και οι κραδασμοί που προκαλούνται στη γη και συνεπιφέρουν κραδασμούς και στην ψυχική επικράτεια των ηρώων του μυθιστορήματος. Λιγότερο φιλόδοξο (ευτυχώς) ως προς την πλοκή και τη μορφή, το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα μας, καταπιάνεται με τις συγκρούσεις, τις νευρώσεις, τις αντιμαχίες, τις εξομαλύνσεις, και πάει λέγοντας, στο μικροσύμπαν της οικογένειας Χόλαντ. Ο Λούις Χόλαντ (ραδιοφωνικός παραγωγός), η εγωκεντρική Αϊλίν (αδελφή του Λούις, φοιτήτρια οικονομικών), οι γονείς τους (ένας αριστεριστής ιστορικός και μία νευρωσική γυναίκα, μανιακή με την κοινωνική καταξίωση), και η Ρενέ (μια γοητευτική σεισμολόγος) μπλέκουν σε ένα γαϊτανάκι απρόσμενων καταστάσεων, δίνοντας το υλικό στον Φράνζεν για μια ευπρόσδεκτη ανάλυση/ανατομία του κοινωνικού αστικού τοπίου των αρχών της δεκαετίας του 1990 στις Ηνωμένες Πολιτείες. 
altΣχεδόν μια δεκαετία μετά τους Κραδασμούς, ο Φράνζεν μας προσφέρει το μυθιστόρημα που διαισθανόμασταν ότι είναι ικανός να γράψει, τις Διορθώσεις (2001). Είναι πλέον ώριμος τόσο να παίξει πιο άνετα με τη μορφή όσο και να εξανθρωπίσει γενναία το περιεχόμενο, εστιάζοντας, πολύ πιο σίγουρος τώρα για τον συνδυασμό οίστρου και ακρίβειας που καταφένει να αποκτήσει, τόσο στην οικογένεια όσο και στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις την αυγή της δεκαετίας του 2000. Η Ένιντ και ο Άλφρεντ Λάμπερτ και τα παιδιά τους (Γκάρι, Τσιπ, και Ντενίζ) ξεδιπλώνουν, στις 690 σελίδες του μυθιστορήματος, τις αρετές και τις μιζέριες τους, τις φιλοδοξίες και τις αγωνίες τους για οικονομική και κοινωνική επιτυχία, τους ελιγμούς και τις οπισθοδρομήσεις τους σε κάθε τομέα του βίου: οικονομικό, ερωτικό, εκπαιδευτικό, πολιτικό. Εδώ, ο Φράνζεν αναδεικνύει, πολύ πιο πρόσφορα απ᾽ ό,τι στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του, και τη χιουμοριστική του πτυχή, ιδίως όταν καταπιάνεται με το εκπαιδευτικό σύστημα και την λεγόμενη «γαλλική θεωρία» που, ως φαίνεται, σαγήνευσε αλλά και ταλάνισε πολλούς Αμερικανούς λογοτέχνες. Στις Διορθώσεις, ο μεταμοντερνισμός και ο μοντερνισμός σερβίρονται σε ισόποσες δόσεις, κάτι που μας προϊδεάζει για την στροφή που θα επιχειρήσει ο Φράνζεν στο επόμενο, και πιο επιτυχημένο έως τότε, μυθιστόρημά του.
altΣτην Ελευθερία (2010), ο συγγραφέας φαίνεται αποφασισμένος να αφήσει πίσω του κάθε πείραμα και κάθε φλερτ με τον μεταμοντερνισμό, και να εργαστεί περιπλανώμενος κυρίως στην πελώρια επικράτεια των μεγάλων Ρώσων κλασικών, ερωτοτροπώντας ρητά με τον Λέοντα Τολστόι (το αριστούργημα Πόλεμος και Ειρήνη εμφανίζεται κάμποσες φορές στα χέρια της Πάτι, ενός εκ των των τεσσάρων κεντρικών χαρακτήρων της Ελευθερίας), αλλά και βρίσκοντας νέους συμμάχους, κατά την περιπέτεια της συγγραφής, σε συγγραφείς όπως ο Σταντάλ, η Άλις Μάνρο, και ο (παλαιός εχθρός του), ο Φίλιπ Ροθ. Ακόμα, αντλεί έμπνευση από τη ροκ μουσική και από τον κινηματογράφο: ο ίδιος αποκαλύπτει ότι σημαντική «επιρροή» του ήταν το γεγονός ότι στα δεκαπέντε του το αγαπημένο του συγκρότημα ήταν οι Moody Blues και ότι η πλοκή των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του ήταν δανεισμένη από δύο ταινίες, τον Αμερικανό Φίλο του Βιμ Βέντερς και το Cutter’s Way του Ivan Passer. Στην Ελευθερία, ακούμε πολλή ροκ μουσική (τόσο Lynyrd Skynyrd όσο και Sonic Youth – άλλωστε ο Ρίτσαρντ Κατς, ο άλλος εκ των τεσσάρων κεντρικών χαρακτήρων, είναι αστέρας της ροκ), ενώ ο κινηματογράφος, μέσω μάλιστα μιας θρυλικής ελληνικής ταινίας, του περιλάλητου Δράκου (1956), του Νίκου Κούνδουρου, παρεμβαίνει υπόγεια αλλά καταλυτικά στην πλοκή του μυθιστορήματος. 
alt
Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας – Τζόναθαν Φράνζεν
Illustration © Na Kim
Μια άλλη παρέμβαση στην Ελευθερία συνιστά η προσωπικότητα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Συναντάμε στοιχεία του Γουάλας στον χαρακτήρα του Ρίτσαρντ Κατς, αλλά το σημαντικό είναι ότι ο ίδιος ο Φράνζεν εντοπίζει ρητά τις απαρχές της έμπνευσης και της συγγραφής του τέταρτου μυθιστορήματός του στη φιλική του σχέση με τον Γουάλας. Διηγείται, σε κείμενό του στον Guardian, και στις 2 Οκτωβρίου του 2015, ότι τον Ιούνιο του 2008, ύστερα από συγγραφικό αγώνα έξι ετών να συνθέσει ένα νέο μυθιστόρημα, μετά την επιτυχία των Διορθώσεων, πήγε στο Βερολίνο και οχυρώθηκε σε μια κάμαρα για να μπορέσει να προσηλωθεί απολύτως στη συγγραφή αυτού που έμελλε να γίνει η Ελευθερία. Εκεί, κατάφερε να βρει τον ρυθμό του, και άρχισε να γράφει γόνιμα. Τηλεφώνησε στον Γουάλας για να μιλήσει μαζί του αλλά το σήκωσε η σύζυγος του συγγραφέα του Infinite Jest και τον πληροφόρησε ότι ο Ντέιβιντ είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Τρεις μήνες μετά, τον Σεπτεμβριο του 2008, ο Γουάλας έβαλε τέλος στη ζωή του, ενώ ο Φράνζεν έγραφε πυρετωδώς την Ελευθερία, συγκλονισμένος από τον θάνατο του φίλου του. Κατάφερε μάλιστα να ολοκληρώσει το έργο σε λιγότερο από έναν χρόνο μετά. 
altΚαι τότε, αλλά ακόμα και σήμερα, ο Φράνζεν θεωρεί αλλόκοσμη τούτη τη σύμπτωση, μια σύμπτωση που ενδεχομένως λειτούργησε και λυτρωτικά για τον συγγραφέα της Ελευθερίας: είναι γνωστό το πόσο, σχεδόν αδυσώπητο, ήταν το βάρος του «πυραυλοκίνητου» αριστουργήματος, του Infinite Jest, στους συγγραφείς της γενιάς του, αλλά και στον ίδιο τον Γουάλας. Μπορούμε να εκλάβουμε την Ελευθερία σαν την τιτάνια απόπειρα απάντησης του Φράνζεν στο επίτευγμα του Γουάλας. Μιαν απάντηση που θυμίζει, στρατηγικά, την παλαιά λενινιστική μέθοδο: ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω. Για να μπορέσεις να αναμετρηθείς με το έσχατο αριστούργημα του μεταμοντερνισμού, δεν μπορείς παρά να επανέλθεις στις δοκιμασμένες φόρμες του κλασικού μυθιστορήματος – προκειμένου να προχωρήσεις στη διαύγαση των δεινών του 21ου αιώνα, επανέρχεσαι στον τόπο, και στον τρόπο, του 19ου αιώνα, στο καλοδομημένο μυθιστόρημα. Και ο Φράνζεν, ευτυχώς για τον αναγνώστη, και για τον ίδιο, τα καταφέρνει. Πράγμα που συνεχίζει και στο επόμενο, και τελευταίο, έως σήμερα, μυθιστόρημά του, την Αγνή (2015).
Κατ᾽ εμέ, η Αγνή είναι το πιο καλώς συγκερασμένο έργο του Φράνζεν, και το πιο γοητευτικό. Ακόμα πιο γειωμένος στην πραγματικότητα, εδώ ο συγγραφέας δείχνει πόσο ικανός είναι να κινεί μεγάλες μάζες κοινωνικού και ιστορικού υλικού, συνδυάζοντάς τες με την περιπέτεια της αναζήτησης ταυτότητας σε ένα σύμπαν όπου δεσπόζει το virtual, η προσομοίωση, το θέαμα (με την έννοια του Γκι Ντεμπόρ: ως διολίσθηση του είναι στο έχειν και του έχειν στο φαίνεσθαι), όπου το αληθινό είναι μια στιγμή του ψευδούς. altΑναρχικοί του Όκλαντ και ακτιβιστές από κάθε γωνιά του πλανήτη που δρουν όπως το WikiLeaks και ο Έντουαρντ Σνόουντεν, διαφωνούντες και αξιωματούχοι στην Ανατολική Γερμανία πριν από την πτώση του Τείχους, πειραματικοί κινηματογραφιστές, μία ασταθής κοπέλα, η Πιπ Τάιλερ, και ένας ιδιοφυής προβοκάτορας και εν συνεχεία γκουρού της αντίστασης στον καλπάζοντα υπερκαπιταλισμό του άυλου, ο Αντρέας Βολφ, συνθέτουν το cast της Αγνής, συναντώνται, ερωτεύονται, συγκρούονται, δρουν, αναζητούν (έστω σπασμωδικά και όχι πάντα με επιτυχία) ένα νόημα σε μια κοινωνία όπου οι ιλιγγιώδεις ταχύτητες και οι παταγώδεις αλλαγές δεν σου αφήνουν χρόνο για αναστοχασμό και περισυλλογή, ούτε καν για μια στοιχειωδώς φυσιολογική ζωή. 
altΜε τους τόμους όπου στεγάζονται δοκίμιά του, ο Φράνζεν μοιάζει να μας ανοίγει την πόρτα για το στούντιο, το εργαστήριό του. Τόσο στο Ακόμα πιο μακριά (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Ωκεανίδα) του 2012 όσο και στο πρόσφατο Το τέλος του τέλους της γης (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, όπως και όλα τα μυθιστορήματα του Φράνζεν, εκδ. Ψυχογιός), ο συγγραφέας χειρίζεται θέματα που τον απασχολούν και στα έργα μυθοπλασίας που υπογράφει: οικογένεια, συγγραφή, περιβάλλον, φιλία, οικολογία, κοινωνικές σχέσεις. Ιδίως στο Τέλος, το βάρος πέφτει στις απειλές ενάντια στη φύση και σε όλο τον πλανήτη, στις πτηνοδιφικές του ασχολίες, στους κοινωνικούς κραδασμούς που επιφέρει η διάλυση του κοινωνικού ιστού. Εδώ, ο Φράνζεν είναι ένας αυστηρός πεσιμιστής που διατηρεί ατσαλάκωτο τον συγκροτημένο ρεαλισμό του. Στο τόμο περιλαμβάνεται ένα ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο κείμενο για τον άλλο πυραυλοκίνητο φίλο του Φράνζεν, τον Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν (όπως στο Ακόμα πιο μακριά υπήρχε ένα κείμενο για τον Γουάλας) καθώς και το πολύ χρήσιμο συνταγολόγιο Δέκα κανόνες για τον μυθιστοριογράφο
Άρχισα με μιαν αυτοβιογραφική νότα. Ας τελειώσω επίσης με μιαν αυτοβιογραφική νότα: κάθε φορά που μεταφράζω Φράνζεν ή γράφω, όπως τώρα, γι᾽ αυτόν, ακούω κάθε τόσο, για ψυχονοητική τόνωση, ένα από τα συγκροτήματα που τόσο ο Φράνζεν όσο και ο υπογράφων δεν σταμάτησαν στιγμή να αγαπάνε και να ακούνε: τους Sonic Youth. 
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή αφηγημάτων «Συλλαλητήρια στο δωμάτιό μου» (εκδ. Gutenberg).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου