Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

"Το τέρατο", της Μάριον Χωρεάνθη

Την πανσιόν την έλεγαν «Σφίγγα», από τη φιγούρα του μυθικού υβριδίου στον φθαρμένο θυρεό που κοσμούσε την καγκελόπορτα της αυλής. Στεγαζόταν σε μια μικρή βίλα, στενόμακρη σαν πύργο, που οι τωρινοί της ιδιοκτήτες, η Αννού και ο Τζαννής, την είχαν «χτυπήσει» σε μειοδοτικό διαγωνισμό. Είχα έρθει στο νησί για ένα δεκαπενθήμερο και ήθελα να μείνω κάπου ήσυχα, έξω απ’ τη Χώρα αλλά με πρόσβαση σε κατοικημένο μέρος. Η θάλασσα δεν με πολυένοιαζε – έτσι κι αλλιώς κόντευε πια φθινόπωρο, ο καιρός είχε δροσίσει. Κι ύστερα, ποτέ δεν με συγκινούσαν ιδιαίτερα τα μπάνια και οι συναφείς «πατροπαράδοτες» συνήθειες του καλοκαιριού.
Η Αννού και ο Τζαννής (ο οποίος διατηρούσε και μπακάλικο στο κοντινό χωριό για τη χειμερινή σεζόν) ζούσαν κι αυτοί στη «Σφίγγα» μαζί με τον πατέρα της Αννούς, που όπως έσπευσαν να με πληροφορήσουν, τα είχε λίγο χαμένα – από τότε που πέθανε η γυναίκα του, δυο χρόνια πριν, είχε πάρει την κάτω βόλτα.
Αφού τρόμαξα να συνεννοηθώ με τον Παρασκευά, έναν τραυλό και ψευδό πιτσιρικά που είχε εξ αγχιστείας συγγένεια με το ζεύγος και εκτελούσε χρέη ρεσεψιονίστ, καμαριέρη και κατά συνθήκην μπαρίστα, παρέλαβα το κλειδί ενός μονόκλινου στον πάνω όροφο, που είχε, λέει, υπέροχη θέα απ’ τη βεράντα – ένα δασάκι πίσω ακριβώς απ’ το κτίριο, με πεύκα, δάφνες και μυρτιές. «Και α-α-α-α-αμανίτεθ» θεώρησε σκόπιμο να συμπληρώσει ο Παρασκευάς, γιατί προφανώς οι τουρίστες, κυρίως οι ξένοι, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τα άγρια μανιτάρια της περιοχής.

Ήταν απόγευμα όταν έφτασα στη «Σφίγγα» και η Αννού με ενημέρωσε ότι είχα το ελεύθερο να ζητάω ό,τι χρειάζομαι, να κάθομαι όπου θέλω και γενικά να αισθάνομαι «σαν στο σπίτι μου». Οι άλλοι δυο ένοικοι της πανσιόν ήταν ένας μεσόκοπος, αμίλητος επιχειρηματίας που κατέβαινε μόνο για φαγητό φέρνοντας πάντα μαζί το λάπτοπ του κι ένας ζωγράφος –όπως αυτοσυστηνόταν– που όλη μέρα κοιμόταν για να βγει έξω το βράδυ και να ξαναγυρίσει το πρωί. Κι έτσι βρέθηκα να ξεκουράζομαι απ’ το ταξίδι μου πίνοντας καφεδάκι στο σαλόνι παρέα με τον πατέρα της Αννούς, έναν αξιοσυμπάθιστο παππούλη που κουβαλούσε ιστορίες πολλές, κανείς όμως δεν άδειαζε ούτε είχε καμιά όρεξη να κάτσει και να τις ακούει.
Η Αννού και ο Παρασκευάς ετοίμαζαν την τραπεζαρία (το σπιτικό μαγειρευτό φαγητό ήταν απ’ τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονταν στην αρκούντως τσουχτερή τιμή), ενώ ο Τζαννής, βυθισμένος σε μια πολυθρόνα, διάβαζε τα αθλητικά της τοπικής εφημερίδας με αφοσίωση. Κι ο παππούς μού ιστορούσε δίχως να παίρνει ανάσα, με τη βιασύνη να τα ξεφουρνίσει όλα μονομιάς στο ανέλπιστα δεκτικό μονομελές του ακροατήριο, την πεζή εποποιία κάθε ανθρώπου της ακριτικής –και δη νησιωτικής– επαρχίας σε καιρούς ταραγμένους και αλλοπρόσαλλους.
Ώσπου η αφήγηση έφτασε στην προπέρσινη βραδινή συνάντησή του με το «Τέρατο». Και παγωμάρα απλώθηκε στην αίθουσα.
«Να δω πότε θα πάψεις να ζαλίζεις τον κόσμο με τις παλαβάδες σου» γκρίνιαξε η Αννού, με τη βαριεστημένη δυσφορία του λογικού ενήλικα για τις ανένδοτες φαντασιοπληξίες ενός πεντάχρονου. Ο Τζαννής έπνιξε ένα ρουθούνισμα σαρκασμού και αδημονίας μαζί, κρυμμένος στην εφημερίδα του.
Το «Τέρατο» –έτσι το είχε βαφτίσει ο παππούς, σχηματίζοντας τη λέξη κατ’ αναλογίαν με το «κέρατο»– ήταν ένα αλλόκοτο πλάσμα, ούτε ζώο ούτε άνθρωπος, που όλη μέρα κοιμόταν στη φωλιά του και δεν πείραζε κανέναν. Με το που έπεφτε το σκοτάδι, ξυπνούσε και τριγύριζε κοντά στην καλύβα του Κριτή, ένα μισοδιαλυμένο παράπηγμα στην άλλη άκρη του γειτονικού δασυλλίου, όπου διανυκτέρευαν καμιά φορά οι ξένοι τουρίστες αφού δοκίμαζαν τις «φαρμακευτικές» ιδιότητες των αμανιτών. Στις οποίες θα ήταν κιόλας το πιο λογικό να αποδοθεί η περί “Τεράτου” τοπική μυθολογία.
Αξιοσημείωτο ήταν, ωστόσο, πως το «Τέρατο» φόβιζε πιο πολύ με την παρουσία παρά με τη δράση του. Γιατί και που εμφανιζόταν, κακό δεν έκανε. Όσο κι αν το πλησίαζες, η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό κι εσένα έμενε η ίδια, ακόμα κι όταν έδειχνε να στέκει ασάλευτο. Γι’ αυτό κανείς ποτέ δεν το είχε δει καθαρά – σαν μεγάλος ίσκιος έμοιαζε, μια σιλουέτα με σχήμα υποτυπωδώς ανθρώπινο.
«Είδες τα, κόρη μου; Εμ’ με πιστεύγουνε» μου παραπονέθηκε ο παππούς με ορθάνοιχτα μάτια παιδικά, έτοιμα να δακρύσουν. Έσκαγε που δεν έβρισκε κανέναν για να μοιραστεί μια τέτοια σπάνια μεταφυσική εμπειρία.
Έσκυψα κοντά του, να μη με ακούσουν οι άλλοι.
«Όποτε θες, να πάμε να μου δείξεις» του ψιθύρισα. Κι αυτόματα η όψη του φωτίστηκε. Λες και ξανάνιωσε, καμιά εικοσαριά χρόνια τουλάχιστον.
Φάγαμε όλοι μαζί –το ζεύγος, ο παππούς, ο Παρασκευάς, ο ακοινώνητος επιχειρηματίας κι εγώ– ένα παστίτσιο που η Αννού το διαφήμιζε για σπεσιαλιτέ της, για να πω όμως την αλήθεια δεν με εντυπωσίασε και τόσο. Δεν της είπα τίποτα, βέβαια – όποιον σου φτιάχνει φαγητό, έχεις συμφέρον να μην τον κακοκαρδίζεις. Ένα παραπάνω σε μέρος όπου αφθονούν οι αμανίτες.
Η Αννού και ο Παρασκευάς μάζευαν το τραπέζι όταν και ο τρίτος νοικάρης της «Σφίγγας» ξεμύτισε από το λημέρι του. Ίσα που πρόλαβα να δω την πλάτη του, γιατί πέρασε βιαστικός σαν να τον κυνηγούσαν, δίχως να χαιρετήσει κανέναν.
Πού να με πιάσει ύπνος τη νύχτα. Στριφογύριζα και συλλογιζόμουν το «Τέρατο». Τι μου είχε έρθει κι εμένα να πάω με τα νερά του παππού; Η ψυχοπονιά μ’ έφαγε πάλι. Ως και το όνομα της πανσιόν –«Σφίγγα»– μου χτύπαγε τώρα σαν σημαδιακό, δυσοίωνο. Τι αινίγματα κρατούσε επτασφράγιστα το μοναχικό αυτό σπίτι με την ασυνήθιστη αρχιτεκτονική, παρατημένο απ’ τους πρώτους ιδιοκτήτες του στο έλεος του χρόνου και του κράτους; Στο τέλος, εξουθενωμένη απ’ την αϋπνία, ορκίστηκα να μην ξανασχοληθώ με τον παππού και το «Τέρατό» του. Θα έβρισκα τρόπους να τον αποφύγω – στην ανάγκη, θα ακολουθούσα το παράδειγμα του ζωγράφου. Κάτι πρέπει να ’ξερε ο τύπος και δεν είχε πολλά πολλά με κανέναν.
Το πρωί, η Αννού και ο Τζαννής έφυγαν για δουλειές και ψώνια στο χωριό. Βρήκα τον παππού στο σαλόνι, να πίνει μελαγχολικός το καφεδάκι του. Ακούγοντας τα βήματά μου στα σκαλιά, με κοίταξε με τέτοια προσδοκία που μ’ όλες τις νυχτερινές μου αποφάσεις, δεν μου ’κανε καρδιά να τον απογοητεύσω. Έγνεψα «ναι» στη βουβή λαχτάρα του και γι’ άλλη μια φορά, ο καημένος έλαμψε ολόκληρος.
Και μόνο για τον περίπατο, η μικρή «αταξία» μας άξιζε τον κόπο. Το δασάκι από πεύκα, μυρτιές και δάφνες ήταν παράδεισος, με την υγρή δροσιά της γης, τις ευωδιές απ’ τα δέντρα και τα άγρια βότανα, τα κελαηδίσματα κρυμμένων πουλιών που ο βόμβος επίσης αθέατων εντόμων τούς κρατούσε αδιάλειπτα, νανουριστικά το ίσο. Είδαμε και τους αμανίτες. Κι ο παππούς ήταν άλλος άνθρωπος, λες και μόλις είχε συνέρθει από μακρόχρονη κατατονία και ανακάλυπτε ξανά την ομορφιά της ζωής. Μου έδειχνε τα φυτά και τα ζωύφια, μου έλεγε τα ονόματά τους (όλα μια χαρά τα θυμόταν κι ας τον περνούσαν για ξεμωραμένο), ποια είναι βλαβερά και ποια όχι. Σαν να ήμουν η Αννού του στην εποχή της ανέφελης παιδικής αθωότητας, τότε που την κρατούσε απ’ το χεράκι και της πρωτομάθαινε τον κόσμο.
Με την κουβέντα, είχαμε φτάσει στην καλύβα του Κριτή. Ομολογώ πως τη φανταζόμουν πιο επιβλητική, πιο γοητευτικά σκιαχτερή μες στην ερείπωσή της. Δεν ήταν παρά ένα σάπιο ξυλόσπιτο γεμάτο χρησιμοποιημένες σύριγγες, άδεια μπουκάλια και αποτσίγαρα. Τον αέρα πλημμύριζε η ζεστή, γλυκιά μπόχα της αποσύνθεσης, βαριά και λασπερή. Κοπριά και μουλιασμένο χώμα. Μισός αρουραίος κειτόταν με το στόμα ανοιχτό, τα μπροστινά του πόδια τσιτωμένα από δω κι από κει, ακρωτηριασμένη μινιατούρα στρωσιδιού από δορά. Μύγες βούιζαν από πάνω του. Πιο πέρα άλλο ένα ποντίκι, μικρό, ψόφιο από πιο πολλές μέρες – μονάχα το περίγραμμά του διακρινόταν πια, ξέθωρη μονοκοντυλιά στην τσαλαπατημένη γη. Και το μάτι του, άσπρο και στρογγυλό, σαν χάντρα.
Ο ένας και μοναδικός «τοίχος» που στεκόταν ακόμα όρθιος καλυπτόταν από γκράφιτι πάνω από άλλα γκράφιτι, ονόματα, βρομόλογα και συνθήματα σε όλες τις γλώσσες, ορνιθοσκαλισμένα με μαρκαδόρους – τίποτα, δηλαδή, που δεν συναντάς σε οποιοδήποτε εγκαταλελειμμένο χάλασμα. Ετοιμαζόμουν να πω στον παππού να γυρίσουμε, όταν κάτι μου τράβηξε την προσοχή.
Ψηλά στον σχεδόν άθικτο «τοίχο» που ενωνόταν επισφαλώς με κατακρεουργημένα απομεινάρια στέγης, υπήρχε ένα άνοιγμα στρογγυλό, σαν φεγγίτης. Ακριβώς από κάτω του, μια φράση στα λατινικά, γραμμένη καθαρά με βαθυκόκκινη μπογιά, έτσι που και να μπλέκεται με τον υπόλοιπο παραληρηματικό αχταρμά από λέξεις και ζωγραφιές και συγχρόνως να ξεχωρίζει, τόσο μονάχα ώστε να μην ξεφεύγει από βλέμμα ασκημένο στην παρατήρηση:
SIC ITUR AD ASTRA. Έτσι φτάνουμε στα άστρα.
Η θέση της φράσης δεν ήταν τυχαία. Όποιος την είχε γράψει πρέπει να είχε ανεβεί σε κάτι που μετά το απομάκρυνε απ’ την καλύβα. Θυμήθηκα πως στον ερχομό είχε πάρει το μάτι μου έναν κορμό κομμένο, δίχως ρίζες, αφημένο λιγάκι παρακάτω.
Έχοντας ψυχανεμιστεί πως κάτι πιθανώς συναρπαστικό άρχιζε να παίρνει μορφή μπροστά στα μάτια του, ο παππούς πρόθυμα με βοήθησε να κουβαλήσουμε τον κορμό στην παράγκα. Ήταν ασήκωτος και μας κοψομέσιασε, μα ποιος σκοτιζόταν! Είχαμε ξαναγίνει δώδεκα χρονών και η ηδονική ανατριχίλα της περιπέτειας μας είχε καταλάβει πατόκορφα, κάνοντας την καρδιά μας να φτερουγίζει. Στηρίχτηκα στον ώμο του και σκαρφάλωσα στον κορμό, τεντώνοντας όσο γινόταν τον λαιμό μου για να κοιτάξω απ’ τον φεγγίτη. Μου έλειπαν μερικοί πόντοι μπόι για να φέρω το πρόσωπό μου ακριβώς στο ύψος του, αλλά κι από κει που έφτανα, κατόρθωσα να δω ό,τι και ο «αυτουργός» του λατινικού συνθήματος. Κι αυτό που αντίκρισα, λίγο έλειψε να με κάνει να χάσω την ισορροπία μου και να προσγειωθώ άγαρμπα σ’ ένα χαλί από σπασμένα μπουκάλια, διαμελισμένα τρωκτικά και βελόνες με ξερά αίματα.
Πίσω από τις κορφές των πεύκων αναδυόταν με καμάρι η σκεπή της πανσιόν «Σφίγγα» – του μόνου κτίσματος που θα μπορούσε να διακρίνεται σε τέτοια απόσταση. Και κάτω απ’ τη σκεπή, η μπαλκονόπορτα ενός απ’ τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Δεν είχε και πολλά, άλλωστε: το δικό μου κι άλλο ένα, που ήταν τώρα κλειστό, ακατοίκητο. Και η πόρτα της βεράντας που φαινόταν απ’ το στρογγυλό παραθυράκι δεν ήταν άλλη απ’ τη δική μου.
Κατέβηκα από τον κορμό κι έκατσα –σωριάστηκα– πάνω του, πασχίζοντας να ξαναβρώ τον ρυθμό της ανάσας μου. Ο παππούς με κοιτούσε γνοιασμένος, μην τολμώντας να μου μιλήσει. Περίμενε από μένα να του πω τι είχε συμβεί. Και τότε, για πρώτη φορά, διαπίστωσα πως δεν είχα μαζί το κινητό μου. Το είχα αφήσει στο δωμάτιό μου, στην πανσιόν.
«Να σε ρωτήσω κάτι» του είπα μόλις μπόρεσε να βγει από μέσα μου φωνή. «Ποιος έμενε στο δωμάτιό μου πριν από μένα;»
Ένας φοιτητής, λέει, στις αρχές του καλοκαιριού. Είχε μανία με τα αστέρια και τα παρατηρούσε με τις ώρες, μέσα απ’ το τηλεσκόπιο που είχε στήσει στη βεράντα. Μια μέρα, λες και τον κατάπιε η γη. Κανένας δεν τον είδε να βγαίνει απ’ την πανσιόν. Τα πράγματά του ήταν όλα στο δωμάτιο – λεφτά, χαρτιά, κινητό. Ούτε ίχνος παραβίασης ή πάλης. Σαν να εξατμίστηκε, στα καλά του καθουμένου. Για βδομάδες τον έψαχναν οι δικοί του κι η αστυνομία. Κι ακόμα δεν τον είχαν βρει.
Το περιστατικό δεν μου ήταν άγνωστο. Κάπου είχα διαβάσει γι’ αυτό – αλλά με το να μην ανοίγω τηλεόραση, η επικαιρότητα συχνά με προσπερνούσε κι έχανα επεισόδια απ’ τις μικρές και τις μεγάλες εξελίξεις, ή τα μάθαινα με αργοπορία ακόμα και μηνών.
Με είχε πιάσει τρεμούλα, τα δόντια μου χτυπούσαν. Τα πόδια και τα χέρια μου δεν έλεγαν να κουνηθούν. Κι εγώ βγήκα χωρίς να πάρω τίποτα μαζί μου και ο τελευταίος που με είχε δει, ο μισόχαζος Παρασκευάς, δεν ήταν κι ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας. Ο παππούς, πιο ανίσχυρος και τρομαγμένος κι από μένα μπροστά στον ξαφνικό μου πανικό, εξακολουθούσε να μην πολυμοιάζει με σχιζοφρενή δολοφόνο, αλλά ξέρεις ποτέ τι γίνεται; Δεν ξέρεις.
Κάποια στιγμή πρέπει να ψάρεψα ένα θραύσμα ψυχραιμίας από άγνωστα ίσαμε τότε βάθη του είναι μου και επιστρέψαμε στην πανσιόν. Εξαντλημένος από την πεζοπορία και τον καταιγισμό των γεγονότων, ο παππούς παράγγειλε ένα τίλιο με πολλή ζάχαρη και αποσύρθηκε στην κάμαρά του. Η Αννού, που είχε στο μεταξύ γυρίσει απ’ το χωριό, δεν παρέλειψε να αντιληφθεί την ταραχή μου, μα βλέποντας πως δεν είχα διάθεση να το συζητήσω, δεν μου έκανε παραπέρα ερωτήσεις. Επέμενε ωστόσο να μου φτιάξει κι εμένα βραστικό με βότανα «για να χαλαρώσω», πράγμα που με θορύβησε ακόμα περισσότερο.
«Πήγαινε να ξαπλώσεις και το απόγευμα θα είσαι καλύτερα» με συμβούλεψε μ’ ένα ύφος σαν να καλόπιανε ψυχοπαθή.
Ποιο απόγευμα, είπα μέσα μου, που μόλις καταφέρω να πάρω τα πόδια μου, μη με είδατε...

Το κείμενο είναι προδημοσίευση αποσπάσματος από ανέκδοτη νουβέλα με τον ίδιο τίτλο.
ΠΗΓΗ Diastixo



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου