Πολυετής χηρεία
Φουσκώνει
ανάλαφρα τη νύχτα
το
σεντόνι στην αδειασμένη θέση της
κι
αυτός πλάι του πολύ προσέχει
δεν
μετατοπίζεται χέρι δεν απλώνει
δαγκώνει
δίπλα του είκοσι χρόνια το κενό
κάθε
βράδυ μονάχος πλέει πάνω του
δεμένος
σε μονό κανό και
περιμένει
ώσπου να ξημερώσει
το
διπλό κρεβάτι του τον απειλεί
μέσα
στην νάρκη του μη κατά λάθος
πέσει
στην άδεια θέση
Για
μεγαλύτερη ασφάλεια
πέταξε
το διπλό τους πάπλωμα
κουβέρτα
αγόρασε μονή εφηβική
Τώρα
πια στα ογδόντα του
μ’
αυτήν σκεπάζεται κι αναστενάζει
μέσα
στον ύπνο του ελαφρά
από
αόρατη θανάτου κλινοπάλη
****
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Γ΄
Τις νύχτες με ξυπνά η μακρινή βοή
διαδηλώσεων
που έλειψα
σχήματα
καπνών βουβές χειρονομίες
πάλλονται
σώματα
φωνές
ο αέρας πήζει
τα
πέλματα χτυπάνε καταγής
μικρό
ρυθμό χταπόδι
που
απλώνει τρίμματα τριγμούς
ψίχουλα
μέλλοντος τόπου
Στις
σφιγμένες χούφτες τους ζυγιάζουν
καλούμπες
λεπτεπίλεπτες ονείρων
Μην
τραγουδάτε ακόμα
Πλημμυρίζουν
τα στενά
τις
εισόδους των πολυκατοικιών
τις
σκάλες ανεβαίνουν
στριμώχνονται
μες στο μικρό σαλόνι
αισθάνομαι
τ’ αθόρυβά τους βήματα
να
πλησιάζουν στο υπνοδωμάτιο
ανοίγω
και περνούν απέναντι
πλευρό
αλλάζω
και
ενώνομαι μαζί τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου