Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Ο Φίλιππος Φιλίππου μιλάει στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Δεκέμβριο του 1948. Από το 1968 ως το 1982, με μικρά ή μεγάλα διαλείμματα, ταξίδεψε ως μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία. Έχει εκδώσει μαρτυρίες, μελέτες, βιογραφίες, μυθιστορήματα. Δύο από τα βιβλία του σχετίζονται με τη ζωή των ναυτικών: το αφήγημα Οι εραστές της θάλασσας ή το βιβλίο του άγνωστου ναύτη και η μελέτη-βιογραφία Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας. Έξι από τα μυθιστορήματά του ανήκουν στην αστυνομική λογοτεχνία: Κύκλος θανάτου (1987), Το χαμόγελο της Τζοκόντας (1988), Το μαύρο γεράκι (1996), Αντίο, Θεσσαλονίκη (1999), Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες (2009), Η κόρη του εφοπλιστή (2013). Το μυθιστόρημα Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη κυκλοφορεί στα καταλανικά και στα ρουμανικά, ενώ διηγήματά του έχουν περιληφθεί σε γερμανικές ανθολογίες. Διηγήματά του, δοκίμια, βιβλιοκριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις και άρθρα, έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Κέρκυρας, της Κωνσταντινούπολης και της Λευκωσίας. Ζει στην Αθήνα.

Είναι γεγονός ότι με τη μελέτη σας καταγράψατε την πρώτη Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Πώς ξεκίνησε η όλη ιδέα της συγγραφής;
Ω μαθητής του Δημοτικού διάβαζα Μικρό ήρωα, Γκαούρ-Ταρζάν, Γκρέκο, ο ήρωας των γηπέδων και άλλα παρόμοια παιδικά περιοδικά που ήταν τα πρώτα μου εξωσχολικά διαβάσματα. Στο σπίτι δεν υπήρχαν λογοτεχνικά βιβλία, αλλά ο πατέρας μου διάβαζε τη Μάσκα, οπότε είχε αρχίσει η μύησή μου στα σκληρά αναγνώσματα. Αργότερα γνώρισα τα βιβλία του Γιάννη Μαρή με τον αστυνόμο Μπέκα ή χωρίς αυτόν
. Έτσι σχημάτισα μια μικρή βιβλιοθήκη με αστυνομικά περιοδικά και βιβλία, τα οποία συνυπήρχαν με βιβλία του Πόε, του Καζαντζάκη, του Ντοστογέφσκι, του Ιούλιου Βερν, του Βίκτωρος Ουγκό. Επηρεασμένος από τα διαβάσματά μου, τη δεκαετία του ’80, έγραψα τα πρώτα μου αστυνομικά μυθιστορήματα, και τη δεκαετία του ’90 άρχισα να δημοσιεύω κείμενα για την αστυνομική λογοτεχνία σε εφημερίδες και περιοδικά. Ήταν μια κλίση που πήγαζε από την αγάπη μου για την αστυνομική λογοτεχνία. Πριν από δέκα και πλέον χρόνια, κι ενώ είχα δημοσιεύσει κείμενα για τον Γιάννη Μαρή και το έργο του, αποφάσισα να γράψω μια ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Επισκέφτηκα βιβλιοθήκες ερευνώντας εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Έτσι προέκυψε το βιβλίο μου Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, με υπότιτλο Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι.
Για πολλά χρόνια η ενασχόληση με την αστυνομική λογοτεχνία προκαλούσε μεμψιμοιρίες. Γιατί συνέβαινε αυτό και ποια είναι η αποδοχή της σήμερα από τους αναγνώστες;
Η αστυνομική λογοτεχνία δεν εθεωρείτο σοβαρή, οι μορφωμένοι και πεπαιδευμένοι άνθρωποι στη χώρα μας δεν ασχολούνταν με αυτήν, τη θεωρούσαν κατώτερο είδος. Επομένως, ελάχιστοι κάθονταν να γράψουν αστυνομικές ιστορίες. Ντρέπονταν τα σχόλια των φίλων τους. Κι όμως, όλοι διάβαζαν αστυνομικά μυθιστορήματα, είτε αγοράζοντας βιβλία και ειδικά περιοδικά από τα περίπτερα είτε εντρυφώντας σ’ εκείνα που δημοσιεύονταν σε όλες σχεδόν τις ημερήσιες εφημερίδες σε συνέχειες. Τα βιβλία του Γιάννη Μαρή δεν τα διάβαζαν οι καλλιεργημένοι φίλοι του, αυτό το έχει δηλώσει η στενή του φίλη Άλκη Ζέη αλλά και ο ίδιος (που δεν ενοχλούνταν με αυτό). Έχει πει πως τα διάβαζαν βουλευτές, στρατηγοί και ο πατριάρχης Αθηναγόρας. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, πολλοί σοβαροί συγγραφείς γράφουν και αστυνομικά, ενώ υπάρχουν αναγνώστες, ιδίως γυναίκες, που διαβάζουν κυρίως αστυνομικά. Η αστυνομική λογοτεχνία έχει απενοχοποιηθεί, δεν θεωρείται παραλογοτεχνία, όσοι την αγαπούν δεν ντρέπονται να το ομολογήσουν. Πολλές και πολλοί συγγραφείς σε όλο τον κόσμο έχουν πλουτίσει γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα που μεταφέρονται στον κινηματογράφο αυξάνοντας τη φήμη τους.
Ποιοι ήταν οι πρώτοι αστυνομικοί συγγραφείς στην Ελλάδα τον προηγούμενο αιώνα;
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 οι φίλοι των αστυνομικών ιστοριών διάβαζαν αποκλειστικά ξένους συγγραφείς, αφού δεν υπήρχαν Έλληνες για να γράψουν σχετικά βιβλία. Το 1927 ο Παύλος Νιρβάνας έγραψε και δημοσίευσε το Έγκλημα του Ψυχικού που, όμως, ήταν μια παρωδία του είδους. Το 1938 η Ελένη Βλάχου δημοσίευσε στην Καθημερινή σε συνέχειες το αστυνομικό μυθιστόρημα Το μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε ποτέ σε μορφή βιβλίου. Το 1952 ο Χρίστος Χαιρόπουλος δημοσίευσε το μυθιστόρημα Τα καλλιστεία του θανάτου και το 1953 εμφανίστηκε ο δημοσιογράφος Γιάννη Μαρής, που δημοσίευσε σε περιοδικό το κλασικό πλέον Έγκλημα στο Κολωνάκι με το πραγματικό του όνομα: Γιάννης Τσιριμώκος. Ήταν η αρχή ενός λογοτεχνικού ρεύματος που διήρκεσε πάνω από είκοσι χρόνια. Η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας που έγραψε αστυνομικές ιστορίες ήταν η Αθηνά Κακούρη, που το 1959 άρχισε να δημοσιεύει σχετικά διηγήματα στο περιοδικό Ταχυδρόμος. Την ίδια εποχή έγραφαν αστυνομικά οι δημοσιογράφοι Νίκος Μαράκης, Ανδρόνικος Μαρκάκης και Νίκος Φώσκολος. Μετά τον θάνατο του Μαρή, οι πρώτοι που έγραψαν αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν η Τιτίνα Δανέλλη κι ο Μάνος Κοντολέων το 1981, ήταν το Ένα κι ένα κάνουν όσα θες που εγκαινίασε τη νέα εποχή στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Έκτοτε, οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν ή ασχολούνται συστηματικά με αυτήν έχουν πληθύνει σε μεγάλο βαθμό.
Σήμερα το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει ξεφύγει από τα πρότυπα που δημιούργησαν οι πρώτοι διδάξαντες, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, η Άγκαθα Κρίστι και οι συγγραφείς της αγγλικής σχολής. Δεν είναι μόνο ψυχαγωγικό και διασκεδαστικό, είναι γεμάτο με πολιτικές και κοινωνικές επισημάνσεις.
Η αστυνομική λογοτεχνία απέκτησε τους πρώτους οπαδούς της όταν σε ποικίλα έντυπα άρχισαν να δημοσιεύονται διηγήματα και μυθιστορήματα μυστηρίου. Ποια ήταν η ανταπόκριση των αναγνωστών;
Όλα τα έντυπα εκείνης της εποχής, εφημερίδες και περιοδικά (πλην της Αυγής που περιφρονούσε το είδος), δημοσίευαν αστυνομικές ιστορίες δημοφιλών ξένων συγγραφέων, κυρίως της Άγκαθα Κρίστι και του Ζορζ Σιμενόν. Αυτό σήμερα μας φαίνεται παράξενο, αλλά ήταν πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε ότι τότε δεν υπήρχε τηλεόραση για κατ’ οίκον διασκέδαση, οπότε οι αναγνώσεις εντύπων και βιβλίων, αλλά και η ακρόαση του ραδιοφώνου, αποτελούσαν την ψυχαγωγία των πολιτών. Ασφαλώς, τις αστυνομικές ιστορίες τις δημοσίευαν επειδή άρεσαν στους αναγνώστες, διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να το κάνουν. Ο Γιάννης Μαρής με τα μυθιστορήματά του που δημοσιεύονταν στην Ακρόπολι και την Απογευματινή, αλλά και σε πολλά άλλα έντυπα (το Πρώτο, τον Θεατή), έγινε διάσημος χάρη σε αυτά.
Γράφετε ότι οι μελετητές της αστυνομικής λογοτεχνίας παραπέμπουν στον Αριστοτέλη και την Ποιητική του για να εδραιώσουν την αποψή τους ότι το αστυνομικό αφήγημα στηρίζεται στην αρχαία τραγωδία. Μπορείτε να αιτιολογήσετε την άποψή σας;
Μα το έχουν γράψει οι ειδικοί, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος εντοπίζει ως κύριο μέρος της τραγωδίας τον «μύθο», δηλαδή την «υπόθεση» ή αλλιώς την «πλοκή». Το αστυνομικό αφήγημα πρέπει να έχει «υπόθεση», διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος να γραφτεί. Ο καθηγητής Μ. Γ. Μερακλής, αναφερόμενος στα εγκλήματα που συμβαίνουν στις αρχαίες τραγωδίες και δανειζόμενος απόψεις του Αριστοτέλη, έχει υποστηρίξει πως οι θάνατοι σε αυτές, εκτός από τον οίκτο και τον φόβο, προκαλούν και την ανακούφιση της κάθαρσης που δεν είναι άμοιρη από μια ευχαρίστηση: «Ναι, το έγκλημα, περασμένο στη λογοτεχνία, σε όλα τα είδη της –από την αρχαία τραγωδία ως το νεότερο αστυνομικό μυθιστόρημα–, είναι ένας ουσιώδης παράγοντας αισθητικής απόλαυση». Το σχετικό άρθρο του έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαβάζω.
Στην Ελλάδα οι πιο δημοφιλείς ξένοι συγγραφείς ήταν η Άγκαθα Κρίστι και ο Κόναν Ντόιλ. Για ποιο λόγο ξεχώρισαν;
Φαίνεται πως η αγγλική σχολή της αστυνομικής λογοτεχνίας, ή ορθόδοξη, γοήτευε τους αναγνώστες. Στα βιβλία τους έχουν ένα έγκλημα, κάποιους υπόπτους και έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, τον Ηρακλή Πουαρό (Κρίστι) και τον Σέρλοκ Χολμς (Ντόιλ), οι οποίοι εξιχνιάζουν τις δολοφονίες με την αναλυτική ικανότητα του μυαλού τους. Και οι δύο είναι ευφυείς και βάζουν τα γυαλιά στους επαγγελματίες αστυνομικούς, κάτι βεβαίως απίθανο. Οι συγκεκριμένοι συγγραφείς ήταν πολύ ικανοί στο να γράψουν ένα μυθιστόρημα-σταυρόλεξο για να πονοκεφαλιάσουν τους αναγνώστες τους. Οι αναγνώστες λατρεύουν τα σταυρόλεξα και τις απιθανότητες.
Το αντίπαλο δέος των ξένων συγγραφέων είναι ο Γιάννης Μαρής. Ποιος είναι ο λόγος που θεωρείται ο θεμελιωτής του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα;
Όπως σας είπα, άρχισε να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα το 1953. Έγραφε αστυνομικά με επιτυχία, ενίοτε δημοσίευε στις εφημερίδες δύο και τρία μυθιστορήματα τον χρόνο. Μέχρι τότε το τοπίο ήταν άνυδρο. Ο τίτλος του θεμελιωτή ή του εισηγητή του είδους τού ανήκει δικαιωματικά, αφού έβαλε τις βάσεις, χωρίς να το ξέρει, της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Βέβαια, ύστερα από αυτόν εμφανίστηκαν κι άλλοι συγγραφείς χωρίς όμως την ίδια απήχηση με αυτόν. Ήταν ο πρώτος και ο καλύτερος κι η φήμη του έχει φτάσει τους σημερινούς αναγνώστες.
Ποιες είναι οι επιρροές του Μαρή από ξένους συγγραφείς;
Ο Μαρής αγαπούσε τα βιβλία του Ζορζ Σιμενόν. Δημιούργησε τον αστυνόμο Μπέκα έχοντας διαβάσει, αγαπήσει και μελετήσει τα έργα του, ιδίως εκείνα με ήρωα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Ο μικροαστός Μπέκας είναι ασφαλώς ο Έλληνας μικροαστός Μαιγκρέ. Μάλιστα, για τον Σιμενόν είχε γράψει σχετικά άρθρα στις εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν. Αγαπούσε επίσης τα βιβλία της Κρίστι, αλλά και τα κατασκοπικά του Έρικ Άμπλερ, του Ίαν Φλέμινγκ, του Τζον Λε Καρρέ. Ακόμα αγαπούσε εκείνα του Γκράχαμ Γκριν, τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα. Από όλους αυτούς κάτι πήρε, κάτι που του άρεσε ιδιαίτερα.
Οι αστυνομικές ιστορίες απαιτούν προσήλωση στον στόχο. Στόχος είναι η ψυχαγωγία του αναγνώστη, δηλαδή η αναγνωστική τέρψη του. Ταυτόχρονα, οι συγγραφείς πρέπει να προσπαθήσουν να προβληματίσουν τον αναγνώστη. Όχι να τον διδάξουν.
Πώς εξηγείται η αγάπη του για τον κινηματογράφο, την πολιτική και το πάθος του για τη γραφή; Πώς έβρισκε ελεύθερο χρόνο και έγραφε ενώ εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε καθημερινή εφημερίδα;
Ο Γιάννης Μαρής, που σπούδασε νομικά, επέλεξε να γίνει δημοσιογράφος. Στην Κατοχή είχε ανεβεί στο βουνό και εντάχθηκε στις δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Μετά συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μάχη του εξαδέλφου του Ηλία Τσιριμώκου, ο οποίος είχε ιδρύσει ένα σοσιαλιστικό κόμμα. Εκεί έγραφε άρθρα και σχόλια, έκανε ρεπορτάζ, ενώ αρχικά έκανε και κριτική κινηματογράφου. Αυτό σημαίνει πως ήταν δραστήριος, ενεργητικός, χαλκέντερος. Τα αστυνομικά και τα αισθηματικά του μυθιστορήματα (έγραφε και αισθηματικά), τα έγραφε στο περιθώριο της κυρίως δουλειάς του. Κι ήταν και φανατικός φίλος του κινηματογράφου, έκανε ταξίδια, διασκέδαζε με τους φίλους του, ξενυχτούσε. Πώς τα κατάφερνε; Δεν έχω την απάντηση. Πέθανε σχετικά νέος, το 1979, σε ηλικία 63 χρονών, δεν ξέρω, ίσως με τις πολλαπλές δραστηριότητές του είχε καταπονήσει το σώμα και μυαλό του.
Τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Μαρή μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Ποια ήταν η απήχησή τους;
Αρκετά από τα αστυνομικά, μα και τα αισθηματικά, μυθιστορήματα του Μαρή έγιναν ταινίες και μάλιστα επιτυχημένες. Ενίοτε το σενάριο το έγραφε ο ίδιος, αφού λάτρευε την έβδομη τέχνη και είχε μάθει τα μυστικά της. Όπως σας έχω πει, είχε υπάρξει και κριτικός κινηματογράφου. Τα πιο σπουδαία του έργα τα σκηνοθέτησαν σημαντικοί σκηνοθέτες. Ο Ντίνος Δημόπουλος το Ο άνθρωπος του τρένου, ο Ντίνος Κατσουρίδης το Έγκλημα στα παρασκήνια, ο Τζανής Αλιφέρης το Έγκλημα στο Κολωνάκι, ο Γρηγόρης Γρηγορίου το Αμφιβολίες και το Μια γυναίκα κατηγορείται, ο Γιάννης Δαλιανίδης το Χωρίς ταυτότητα. Οι θεατές αυτών των ταινιών ήταν και αναγνώστες του, άρα η επιτυχία τους ήταν εξασφαλισμένη. Περιέργως, ο Μαρής δεν έγραψε αστυνομικά θεατρικά έργα, όπως ο Νίκος Φώσκολος, έγραψε όμως δύο κωμωδίες που μάλλον δεν συγκίνησαν το θεατρόφιλο κοινό.
Σήμερα ποια είναι η κατάσταση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα;
Σήμερα το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει ξεφύγει από τα πρότυπα που δημιούργησαν οι πρώτοι διδάξαντες, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, η Άγκαθα Κρίστι και οι συγγραφείς της αγγλικής σχολής. Δεν είναι μόνο ψυχαγωγικό και διασκεδαστικό, είναι γεμάτο με πολιτικές και κοινωνικές επισημάνσεις. Έχει μπει στα χωράφια της λεγόμενης «σοβαρής» λογοτεχνίας και πραγματεύεται ποικίλα θέματα, όπως η παγκοσμιοποίηση, η διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματιών, τα οικονομικά σκάνδαλα, η μετανάστευση, οι πρόσφυγες, ο ρατσισμός, η διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και η Ιστορία. Σήμερα στην Ελλάδα το είδος το υπηρετούν δημοσιογράφοι, δικηγόροι, γιατροί, οικονομολόγοι, πολιτικοί μηχανικοί, κοινωνιολόγοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι. Οι προκαταλήψεις και οι ενδοιασμοί για τη λογοτεχνική αξία του έχουν σχεδόν εκλείψει, διότι μολονότι γράφονται και κακά αστυνομικά βιβλία, γράφονται και αρκετά που είναι εξαιρετικά και αξιανάγνωστα.
Από το 1997 γράφετε για αστυνομικά μυθιστορήματα στην εφημερίδα Το Βήμα. Πώς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;
Ο Νίκος Μπακουνάκης, λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας, δημιούργησε στο «ήμα της Κυριακής το ένθετο «Βιβλία», το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό Τύπο. Σε αυτό, δημοσιεύονταν σε τακτική βάση κριτικά κείμενα για αστυνομικά βιβλία. Έτσι κλήθηκα να πάρω μέρος στο εγχείρημα. Ο Γιάννης Μαρής τιμήθηκε στο ένθετο από την αρχή.
Παράλληλα υπάρχει και η ΕΛΣΑΛ. Ποιες είναι οι δραστηριότητές της;
Τον Απρίλιο του 2010 ιδρύθηκε στην Αθήνα η ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) με σκοπό την προώθηση, ενθάρρυνση και διάδοση αστυνομικών έργων, καθώς επίσης και τη συλλογή και καταγραφή σχετικών πληροφοριών. Στα ιδρυτικά μέλη της περιλαμβάνονται οι σημαντικότεροι Έλληνες αστυνομικοί συγγραφείς, μεταξύ αυτών η Αθηνά Κακούρη και η Τιτίνα Δανέλλη, ενώ σε αυτήν ανήκουν και πολλοί συγγραφείς της νέας γενιάς που δεν έχουν μεγαλώσει με τον Γιάννη Μαρή. Η ΕΛΣΑΛ κάνει εκδηλώσεις, συμμετέχει στην έκδοση βιβλίων και έχει επαφές με άλλες ομοειδείς λέσχες ανά τον κόσμο.
Ποιοι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών σάς επηρέασαν στο γράψιμο των μυθιστορημάτων σας;
Πρώτα και κύρια ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής, ο οποίος έγραψε αστυνομικές ιστορίες, εγκαινιάζοντας χωρίς να το γνωρίζει την αστυνομική λογοτεχνία, και δημιούργησε τον ερευνητή- ερασιτέχνη ντετέκτιβ Αύγουστο Ντυπέν. Μετά ο Γιάννης Μαρής, ο οποίος προσπάθησε να περιγράψει την ελληνική κοινωνία του καιρού του χωρίς ωστόσο να πολιτικολογεί ή να θίγει τα κακώς κείμενα των πολιτικών. Στο στόχαστρό του είχε βάλει την αστική τάξη και τους νεόπλουτους, εκείνους που διέθεταν πλούτο και δύναμη. Οι περισσότεροι από τους δράστες στα έργα του είναι τέτοιοι άνθρωποι και, μάλιστα, κάποιοι από αυτούς ήταν δοσίλογοι, είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς στην περίοδο της Κατοχής. Θεωρώ τον εαυτό μου παιδί του Γιάννη Μαρή, μολονότι έχω γράψει και μυθιστορήματα που δεν είναι καθόλου αστυνομικά. Μεγάλωσα με τα βιβλία του, τον έχω μελετήσει, μόνο που στα δικά μου μυθιστορήματα δεν έχω κεντρικό ήρωα έναν αστυνομικό. Το έκανα συνειδητά, γνωρίζοντας πως αυτό είναι αρνητικό. Προτίμησα να βάλω ως ήρωα έναν δημοσιογράφο, τον Τηλέμαχο Λεοντάρη, ο οποίος κάνει έρευνες στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής του δουλειάς. Από τους ήρωες της αστυνομικής λογοτεχνίας ξεχωρίζω τον Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ, τον μοναχικό ιδιωτικό ντετέκτιβ που βιοπορίζεται ερευνώντας εγκλήματα και ζει πίνοντας ουίσκι και παίζοντας σκάκι, ενώ πέφτει θύμα κάποιων γυναικών.
Τι θα προτείνατε στους νέους συγγραφείς που γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα;
Θα συμβούλευα ό,τι και τους άλλους συγγραφείς: να διαβάζουν πολύ. Να διαβάζουν ελληνική και ξένη πεζογραφία, να διαβάζουν ποίηση, να διαβάζουν φιλοσοφία και ιστορία, να διαβάζουν εφημερίδες και όχι μόνο να μπαίνουν στο διαδίκτυο. Οι αστυνομικές ιστορίες απαιτούν προσήλωση στον στόχο. Στόχος είναι η ψυχαγωγία του αναγνώστη, δηλαδή η αναγνωστική τέρψη του. Ταυτόχρονα, οι συγγραφείς πρέπει να προσπαθήσουν να προβληματίσουν τον αναγνώστη. Όχι να τον διδάξουν, η λογοτεχνία κάθε είδους δεν πρέπει να είναι διδακτική, σε αυτή την περίπτωση θα χάσουν την αξιοπιστία τους. Επίσης, δεν πρέπει να παραγεμίζουν τις ιστορίες τους με διαλόγους και άχρηστες περιγραφές, οι φλυαρίες κουράζουν, ιδίως στην αστυνομική λογοτεχνία, όπου είναι απαραίτητη η λιτότητα στην αφήγηση. Αυτά τα ολίγα. Σας ευχαριστώ πολύ.

Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας
Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι
Φίλιππος Φιλίππου
Πατάκης
437 σελ.
ISBN 978-960-16-7301-1
Τιμή: €17,70

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου