ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ δὲν ὑπάρχουν
πιά. Τελείωσαν οἱ μπαταρίες τοῦ σκοταδιοῦ. Ἀπὸ παντοῦ ἄσπρο καὶ κίτρινο,
ἄφαντες οἱ σκιὲς καὶ ὁ ὕπνος πουθενά. Εἶμαι ἡ κόκκινη κηλίδα στὰ
σπλάχνα ἑνὸς αὐγοῦ ποὺ τὸ τσόφλι του εἶναι ἄτρωτο στὸ γαλάζιο, στὸ
μπλέ, στὸ βαθὺ μπλέ τοῦ ὕπνου. Κουρνιασμένη κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ
Καιροῦ ποὺ μὲ κλωσσάει νοιώθω μόνο κραδασμοὺς ἀπὸ τὴν βοὴ ποὺ μὲ νανουρίζει
ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὸ τότε, τὸ τότε ποὺ ὑπῆρχε τὸ μεσημέρι
τὸ βράδυ τὸ πρωί, τότε ποὺ τὸ μικρὸ ξύλινο κουτὶ ποὺ σφίγγουν τὰ γιγάντια
δάχτυλά μου ἦταν ἡ σκαλιστὴ καρυδένια ντουλάπα τῆς μητέρας μὲ τὸν
ὀβὰλ καθρέφτη στὸ μεσαῖο φύλο. Τώρα μέσα στὴ χούφτα μου τὸ ζουλάω
τὸ τρίβω σὰν λυχνάρι τοῦ Ἀλαντὶν καὶ περιμένω τοὺς τριγμοὺς σὰν θησαυροὺς
νὰ στολίσουν τὴν ἁφή μου ποὺ πιὰ συστέλλεται καὶ διαστέλλεται μόνο
ἀπορροφώντας ἀκτινοβολίες ἀπὸ μακρὰ μήκη κύματος... Ώ ἡ ἁφή
μου. Φλοιὸς ποὺ ράγιζε καὶ δάκρυζε ρετσίνι... Ώ οἱ ξυλοκόποι μου μὲ
τὰ κοφτερά τους τσεκούρια καὶ τὴ μυρωδάτη ἄγρια ἀναπνοή. Μύριζαν
σπάνιο καπνὸ τὰ πυκνά τους γένεια καὶ ἡ γυαλάδα στὰ μάτια τους τὴ
στιγμὴ ποὺ μακέλευαν τὸν κορμό μου γλυστροῦσε ἴσα μὲ τὴ ρίζα καὶ τὴν
ἔτρεφε, κι ἄλλο δέντρο ξεπέταγε. Τὴν καρυδιὰ πελεκημένη ἀπὸ τὴν
αἰωνιότητα μεταμφιεσμένη σὲ σκαλιστὴ ντουλάπα, τώρα στὴ δική
μου διάρκεια καὶ διάσταση ὑποταγμένη στὶς διαστάσεις ποὺ θέλω ἐγὼ
μουσικὸ κουτὶ ποὺ τρίζει καὶ νανουρίζει τὶς ἀγρυπνίες μου...
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ κρόκος γύρω μου ἀντηχεῖ τοὺς γνώριμους ἀγαπημένους
ἀλλοτινοὺς ἤχους τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ σκιρτοῦσε ὅταν τοὺς ἄκουγε τρέχει
λευτερωμένο στὸ μαῦρο τοῦνελ τοῦ ὕπνου, βγαίνει στὴν περιοχὴ ποὺ ἡ
μνήμη ἡ παιδικὴ ἀνάβει τὸ ἐξαίσιό της «ἀπαγορεύεται» καὶ πηδάει
σὰν ἀγριοκάτσικο ἀνάμεσα στοὺς πλανῆτες τῶν λουλουδιῶν τῶν δέντρων,
τῶν καρπῶν.
Μεσημέρι, βράδυ, ἢ πρωὶ ποὺ πάντα κοιμοῦνται οἱ μεγάλοι ὁ πάντα πιωμένος
περιβολάρης ποὺ πάντα γνέφει συνομωτικὰ στὰ μικρὰ παιδιὰ τὸ παίρνει
ἀπὸ τὸ χέρι, τὸ ὁδηγεῖ στὸ καλύβι του. Ἡ περιβολάρισσα λαγοκοιμᾶται
στηρίζοντας τὸ σαγόνι της πάνω στὸ τραπέζι ποὺ εἶναι γεμάτο ψίχουλα
ἀπὸ καρυδόπιτα καὶ μερμύγκια ποὺ σαλεύουν τὶς κεραῖες τους γὺρω ἀπὸ
τὰ φουσκωτά της στήθεια ξετρελαμένα ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τοῦ γάλακτος.
Μὲ τὸν δείκτη πάνω στὸ πονηρό του χαμόγελο, τὸν βλέπω νὰ μοῦ γνέφει
σιωπή, νὰ κατεβάζει ἀπὸ τὸ ντουλάπι ἀκροποδητὶ τὸ γυάλινο βάζο,
τὸ κουτάλι. Μὲ βγάζει στὸ περιβόλι μὲ καθίζει πάνω σε ἕνα μικρὸ
καρπούζι μὲ ταΐζει γλυκὸ βύσσινο. «Φάε νὰ γλυκαθεῖς γιατί τὰ καρπούζια
δὲν ὡρίμασαν ἀκόμα νὰ σὲ γλυκάνουν». Κι ἐγὼ τρέμοντας κάτω ἀπὸ τὸ
σκοτεινό του βλέμμα νιώθω τὴ γλυκεία χαύνωση νὰ μουδιάζει τὴ γλώσσα,
τὸν οὐρανίσκο, τὴν κοιλιά, νὰ μὲ ὠθεῖ πρὸς τὰ πάνω, σὰν νὰ σηκώνομαι
στοὺς οὐρανούς.
«Εἶναι μικρὸ ἀκόμα» μοῦ ἐξηγεῖ, ἄκουσε πὼς τρίζει καθὼς μεγαλώνει...
Ἔτσι κάνουν καὶ τὰ πεπόνια καὶ τὰ φασόλια τὰ μπουμπούκια νὰ μὴ φοβᾶσαι
ὅταν ἀκοῦς αὐτοὺς τοὺς παράξενους τριγμοὺς τῆς σάρκας τους, τρίζουν
τὰ κορμάκια τοὺς καθὼς μεγαλώνουν» μὲ καθησυχάζει. «Ἔτσι τρίζει
καὶ τὸ δικό σου κορμάκι ποὺ μεγαλώνεις, νὰ ἄκου...» κι ἀκουμπάει τὸ
ἀφτὶ στὸ μικρό μου στέρνο ποτίζοντας μὲ ἡδονικὴ φρίκη μὲ τὴν μεθυσμένη
του ἀνάσα.
Ἀνέμελη μέλισσα ἔρχεται νὰ αὐτοκτονήσει πάνω στὰ μελωμένα χείλια
μου μαντεύοντας τὶς φοβερές μου σκέψεις: Τώρα ποὺ ξέρω γιατί ὑπάρχουν
οἱ τριγμοὶ δὲν θὰ ξαναφοβηθῶ. Ἕνα βράδυ ποὺ ὅλοι θὰ κοιμοῦνται θὰ τὸ
ξανασκάσω θὰ ρίξω τὸν μεθυσμένο περιβολάρη στὸ πηγάδι νὰ ἐξουσιάζω
ἐγὼ τὸ βασίλειό του. Κυρὰ τῶν καρπῶν καὶ τῶν λουλουδιῶν θὰ ζήσω ἀνάμεσά
τους μὲ τὰ ξόρκια μου ὅποτε θέλω θὰ τὰ κάνω νὰ μεγαλώσουν νὰ μεγαλώσουν
νὰ μεγαλώσουν νὰ γίνουν στὸ δικό μου μέγεθος καὶ τότε τὰκ τάκ, θὰ χτυπήσω
ὁποιαδήποτε φλούδα. Σπόρια μεταμορφωμένα σὲ ἀνθρωπάκια θὰ μ' ἀνοίξουν
τὴν πόρτα καὶ βζζτ θὰ θρονιστῶ μέσα στοὺς χυμοὺς πότε στὸ κόκκινο πότε
στὸ κίτρινο πότε στὸ πράσινο σαλόνι καὶ θὰ μείνω γιὰ πάντα ἐκεῖ νὰ
ρουφάω νὰ τρέφομαι νὰ γεύομαι μέσα τους κρυμμένη, κουκούτσι ἔμβρυο
δικό τους γιὰ πάντα γλυκαμένη καὶ ὅλοι θὰ μὲ ἔχουν γιὰ χαμένη θὰ ψάχνουν
παντοῦ νὰ μὲ βροῦν ἀπελπισμένοι καὶ ἔνοχοι ποὺ τόσο μὲ πίκραναν
κλειδώνοντας μὲ πάντα ἔξω, ἔξω ἀπὸ τὸ ντουλάπι μὲ τὸ γλυκὸ ἔξω ἀπὸ
τὸ καλοσυγυρισμένο σαλόνι ἔξω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῶν τριγμῶν ἔξω ἀπὸ
τὸ μυστήριο τῆς ντουλάπας, κι ἡ πλάση ποὺ θὰ μὲ ἔχει καταβροχθίσει
θὰ ρεύεται μὲ ἀπόλαυση.
Ἔπειτα μ΄ ἅρπαξε ἡ θλίψη καὶ μὲ βούταγε στὶς τύψεις. Λυπόμουνα τὸν
περιβολάρη μετάνοιωνα ἄλλαζα σχέδια δὲν θὰ τὸν ἔριχνα στὸ πηγάδι.
Γύριζα στὸ δωμάτιο μὲ τὴ ντουλάπα νὰ συνεχίσω τὸ ὄνειρο. Πάντα
κλειδωμένη ἔτριζε. Ἔφταιγε ἡ ζέστη λέγανε τὸ καλοκαίρι, καὶ τὸν
χειμώνα τὸ κρύο. Μιὰ νύχτα ἐπιτέλους ἔψαξα βρῆκα τὸ κλειδί, τόσφιξα
ἀνάμεσα στὰ μέλη μου τρίφτηκα πάνω μου τὸ ἄλειψα μὲ τὸν ἱδρώτα μου
νὰ γλυστράει στὴν κλειδαριὰ ἄνοιξα τὴν ντουλάπα καὶ σύλλησα τὸ μυστήριο.
Κυλίστηκα καὶ χαϊδεύτηκα πάνω στὶς μάλλινες βελούδινες βαμβακερὲς
δαντελένιες φλοῦδες ποὺ κάλυπταν τὴ σάρκα καὶ τοὺς χυμοὺς ἀγαπημένων
σωμάτων ποὺ ποτὲ τους δὲν μὲ ἄγγιξαν.
Στὸν ὀβὰλ καθρέφτη στὸ μεσαῖο φύλο τῆς ντουλάπας ἐκεῖ, στὸ σημεῖο
ποὺ τὸ γυαλὶ θαμπώνει ἀπὸ τὴν ἀνάσα του, τὸ παιδὶ φιλάει τὸ εἴδωλο
τῶν χειλιῶν του. Πρωτομαθαίνει τὸ φιλί, μαθαίνει ἐκεῖ το στόμα κάτι
ἀλλόκοτο ἀπὸ τὸν θηλασμὸ τὸ φαγὶ τὴν μιλιὰ τὸ τραγούδι. Ἐκεῖ μόνο
του. Ἀφοῦ κανεὶς στὸ σπίτι στὸ σχολεῖο στὸ δρόμο στὴ γειτονιὰ στὴν ἐποχή
του στὸν πλανήτη του δὲν πρόκειται νὰ τοῦ τὸ μάθει. Δὲν περισσεύει
στοργὴ γιὰ τέτοιο μάθημα. Μόνο ὁ καθρέφτης μὲ τὸ εἴδωλο τοῦ δείχνει
πὼς νὰ φιλάει, νὰ φυλάει, νὰ παραφυλάει... Ὄχι μόνο τὸ στόμα ἀλλὰ
καὶ τὸ σῶμα.
Οἱ πόροι, τὰ στόματα τῆς ἁφῆς μου ποὺ ἤθελαν νὰ καταβροχθίσουν τὸν ἑαυτό
μου καὶ ὅποια οὐσία ποὺ μὲ τοὺς ζωντανοὺς χυμοὺς της χώρεσε στὶς τόσες
φλοῦδες τῆς φύσης ἢ στὰ τόσα φορέματα καὶ κοστούμια ποὺ καθρεφτίστηκαν
στὸν καθρέφτη τῆς ντουλάπας, τὰ χιλιάδες αὐτὰ στόματα ποὺ ἀνακάλυψα
νὰ ὑπάρχουν στὰ χέρια στοὺς ὤμους στὸ στῆθος πάνω στὰ πράσινα καρπούζια
στὰ κίτρινα πεπόνια στὰ κόκκινα τριαντάφυλλα. Χωρὶς νὰ καταπιοῦν
τοὺς χυμοὺς χωρὶς νὰ καταποντιστοῦν μέσα τους. Ἀκόμα κι ὅταν πιπίλιζα
κρυφὰ νὰ λερωθεῖ νὰ παλιώσει τὸ μὼβ βελούδινο φουστανάκι νὰ μὴ μοῦ
τὸ βγάζουν κάθε Κυριακὴ μετὰ τὴν λειτουργία ἐπειδὴ ἦταν καινούριο
κι ἔνιωθα μύστης στὸ μὼβ μυστήριο τῶν ἀνεμώνων. Ὑπάρχει ἀκόμα ἐκεῖ
μὲ τοὺς λεκέδες ἀπὸ τὸ σάλιο μου στὸ πέλος τοῦ βελούδου, μέσα στὴ
ντουλάπα τὴν κλειδωμένη ἡ τσαλακωμένη μου ἀνεμώνα ποὺ ὁ στητός
της στήμονας αὐθαδίαζε σὰν σγουρόμαλλο ἀγορίστικο κεφαλάκι στὴ
μέση τοῦ ὕπερου ὅταν τὸν ἔγλειφαν τὰ χείλη μου.
Ὑπάρχω σ' ἕνα ἔτος φωτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει σβύσει, κόκκινη κηλίδα
μέσα στὸ αὐγὸ ποὺ ζεσταίνει ὁ Καιρὸς μὲ κάποιο ἐρημοσύννεφο. Ὁ ἐαυτὸς
εἶναι πιὰ τὸ μέλλον ποὺ περιέχεται στὸ παρελθὸν κι ἐλέγχει τὸ ἐγώ,
ἐλέγχει τὸ σύστημα ἐπαναφορᾶς τῆς λειτουργικότητας τῶν αἰσθήσεών
του. Τὸ ἐγώ μου ποὺ δὲν ξέρει πότε γιγαντώθηκα πότε μὲ κατάπιαν οἱ
τριγμοὶ τῶν καρπῶν ἢ οἱ ἀπαγορευμένοι θησαυροὶ τῆς ντουλάπας ποὺ τὴν
ἔχω στὴν χούφτα μου τόσο σμικραίνει, τὸ ἐγὼ ποὺ ἐπειδὴ εἶναι ἐγὼ δὲν
μπορεῖ νὰ κρίνει πόσο ἀξεδιάλυτα μαγικὰ εἶναι ὁ χρόνος, ὁ χῶρος,
ἡ μνήμη ἀκούει μιὰ παρτιτούρα, τοὺς τριγμοὺς τῆς αἰώνιας σύνθεσης
καὶ σιγὰ σιγὰ σβύνει.
Στὸ κονσέρτο γιὰ τὸ ξύλινο κουτὶ
παίζουν
τὸ μὼβ βελούδινο φόρεμα
ἡ βενετσιάνικη δαντέλα τῆς γιαγιᾶς
ἡ κόκκινη μουσελίνα τῆς μεγάλης μου ἀδελφῆς
ἡ ψάθινη καπελίνα μὲ τὰ κόκκινα κεράσια
τὸ μπαστούνι τοῦ παπποῦ μὲ τὴν ἀσημένια λαβὴ
ἕνα πορτοκάλι παρασόλι
ἡ ἀποκριάτικη στολὴ τῆς βασίλισσας τοῦ Σαββὰ
ἕνα σακάκι μὲ παράσημα τοῦ πατέρα
ἡ πλερέζα τῆς μητέρας
τὰ φθαρμένα μπλοὺ τζὴν ἀπὸ
τὸ πρῶτο ρὸκ πάρτι καὶ ὅτι ἀπόμεινε ἀπὸ τὸ καμμένο περιβόλι τῶν
φυτῶν καὶ τῶν καρπῶν ποὺ ἄφησε τὸ νηστικὸ σαρκοβόρο θηρίο τῶν αἰσθήσεων
γιὰ νὰ νανουρίζεται στὴν πίσω μεριὰ τῆς ἔλλειψης χορτασμένο καὶ λυτρωμένο
ἀπὸ τὴν αἴσθηση.
Πηγή: Νέες Τομές, (καλοκαίρι 1985).Μαρίας Λαγγουρέλη Σπούδασε δημοσιογραφία, παρακολούθησε σεμινάρια γιὰ τηλεόραση καὶ σενάριο στὸ πανεπιστήμιο Columbia of Illinois State of USA. Ἔλαβε μέρος σὲ workshop στὴν Ελλαδα ἀπὸ τὸ θέατρο Grotofski μὲ τὸν διάσημο σκηνοθέτη Sislack. Ἔχει δουλέψει σὰν ρεπόρτερ καὶ στὶς δημόσιες σχέσεις τῆς Ὀλυμπιακῆς Ἀεροπορίας. Πρῶτο της βιβλίο Τὰ ἄλογα (πεζογραφία, Αἰγόκερος, 1980), τελευταῖο της Σκόνη πεταλούδας (ποίηση, Γαβριηλίδης, 2014). |
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018
Μαρίας Λαγγουρέλη :Τὸ κοντσέρτο τῆς ντουλάπας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου