ΜΑΖΕΥΑΜΕ σπαράγγια κι ἀπὸ χωράφι σὲ χωράφι
βρεθήκαμε στὸ ξάγναντο κάτω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο. Μοῦ ’δειξε κάτι
σκόρπιες πέτρες. Ἦταν καλύβι πέτρινο παλιά, ξερολιθιά. Πέθανε ἐδῶ
φυματικός, εἰκοσιδυὸ χρονῶ παλληκαράκι, τοῦ Κώστα Νίκου ὁ ἀδερφός.
Τὰ σπίτια μας μιὰ πόρτα.
Τοὺς φυματικοὺς δὲν τοὺς κρατοῦσαν τότε στὰ χωριά. Ἕνα μεσημεράκι,
λείπανε ὅλοι, ἄφησε τὸ σπίτι στὸ χωριὸ γιὰ νὰ πεθάνει ἐδῶ στὴν ἐρημιά.
Πῆρε ἀργὰ τὴν κατηφόρα· λίγο πιὸ κάτω σταμάτησε. Ἔριξε πίσω μιὰ
ματιὰ σὰ νὰ χαιρέταγε τὸ σπίτι του μὲ τὴν αὐλή, ὅ,τι χαρὰ εἶχε ζήσει,
κι ἔτσι ὅπως μάζεψε τὸ βλέμμα του νὰ φύγει, μὲ εἶδε ποὺ τὸν κοίταγα
μαρμαρωμένη στὴν ποριά. Σήκωσε σιωπηλὸς τὸ χέρι, μὲ χαιρέτησε.
Σὰ νὰ μοῦ ἔλεγε «ἔχε γειά». Δεκάξι θά ’μουν; Δεκαεφτά; Μ’ ἔπιασε, ὅπως
ἔφευγε, τὸ κλάμα.
Ἡ
μάνα του κάθε πρωῒ τοῦ πήγαινε φρέσκο νερὸ καὶ ζυμωτὴ κουλούρα, ὅ,τι
ἄλλο τῆς βρισκόταν. Τὰ ἀκούμπαγε σὲ τούτη δῶ τὴ ριζιμιὰ τὴν πέτρα.
Τὰ λέγαν μὲ τὰ μάτια. Ὅλα εἰπωμένα. Σκάλος, χαράκι, βοτανίσματα,
ἡ μέρα τὴν περίμενε· ἔφευγε ἡ μαυρομάνα του φαρμάκι.
Ἕνα
πρωῒ βρῆκε τὴ βίκα τὸ νερὸ καὶ τὸ ζεμπίλι τὸ ψωμὶ πάνω στὴν πέτρα ἀπείραχτα.
Τὸν ἔπλυνε, τὸν ἄλλαξε, τὸν στόλισε ἀγριολούλουδα στὸ τρίπλινο
σεντόνι. Τοῦ εἶπε ὅσα ἤξερε, γαζί, τὰ μοιρολόγια· τοῦ ’πλεξε κι ἄλλα
γιὰ τὰ νιάτα του καὶ γιὰ τὴν ἐρημιά του. Ὅταν πιὰ χόρτασε τὰ δάκρυα,
τὰ τραγούδια, βάρεσε λυπητερὰ τ΄ Ἅη-Πέτρου τὴν καμπάνα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Γιώτα Ἀργυροπούλου (Κωνσταντίνοι Μεσσηνίας). Σπούδασε Φιλολογία
στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάζεται στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Ζεῖ στὴν Καλαμάτα.
Ἔχει ἐκδώσει τὶς συλλογές: Τοιχογραφία
τῆς ἄνοιξης (Καστανιώτης 1998,1999), Τοιχογραφία τῆς ἄνοιξης
(συμπληρωμένη ἔκδοση, Μεταίχμιο 2006, 2010), Νερὰ ἀπαρηγόρητα
(Πλανόδιον, 2004, 2009), Διηγήματα
(Μεταίχμιο 2010), Ποιητῶν
καὶ Ἁγίων Πάντων (Μεταίχμιο 2013), Γιὰ Σίκινο, Ἀνάφη, Ἀμοργὸ
(Gutenberg, 2017). Ποιήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ Ἱσπανικά, τὰ
Γερμανικὰ καὶ τὰ Οὐγγρικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου