στὴ
μνήμη τῆς Σοφούλας ἄλλόθι
που
n’importe
où... hors de ce monde
Baudelaire
ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ, μιὰ συνάδελφός μου στὸ
τμῆμα Ἐφαρμοσμένων Ξένων Γλωσσῶν ἔδωσε τὸ ἑξῆς θέμα ἔκθεσης
σὲ πρωτοετεῖς, Αὐτοχειρία: θάρρος ἤ δειλία; Δὲν τὸ θέτεις σὲ
σωστοὺς ὅρους τὸ θέμα, τῆς εἶπα. Σὲ τί ὅρους θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ θέσω,
μὲ ρώτησε. Δὲν εἴχαμε χρόνο γιὰ φιλοσοφικὴ συζήτηση, ὁπότε
δὲν τῆς ἀπάντησα. Στὸ μεταξὺ ἔχασα τὴν Αἰκατερίνη, ὁπότε δὲν
μπορῶ ἀκόμα νὰ τῆς ἀπαντήσω.
Ἡ Αἰκατερίνη τὰ πρόβλεψε ὅλα στὴν ἐντέλεια.
Ἀνελέητη ἐντέλεια. Δὲν εἶχε πιὰ περιθώρια γιὰ λάθος. Αὐτὴ τὴ
φορά, κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸ ψυχιατρεῖο ὅπου
στὰ σίγουρα θὰ τὴν ἔκλειναν, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς πῆγε ἀπὸ μόνη
της γιὰ νὰ ἔχει παρέα.
Πάνω στὸ κομοδίνο ἀπὸ μπαμποὺ ποὺ κάποτε εἴχαμε
ἀγοράσει μαζὶ βρῆκαν καμμιὰ δωδεκάδα κουτιὰ ζάναξ, ἕνα σύντομο
σημείωμα καὶ τὰ ροῦχα γιὰ τὴν κηδεία καλοσιδερωμένα (πρέπει
νὰ τὰ εἶχε δώσει στὸ καθαριστήριο γιατὶ εἶχε σταματήσει πιὰ νὰ
σιδερώνει). Δὲν ἦταν ἰδιαίτερα κοκέτα, ἀλλὰ ἤθελε νὰ φύγει
καλοντυμένη. Περίεργο γιατὶ τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια ἡ Αἰκατερίνη
εἶχε μόνο μία ἐπιθυμία, νὰ μὴν ὑπάρχει. Πρέπει νά ‘ταν τὸ ἄμεσο
ἀγκάλιασμα τοῦ θανάτου. Τὸ κάλεσμα τῆς ἀνυπαρξίας. Τὸ ἄκουσε
ὁ Ἰσμαὴλ στὸ Μόμπι Ντίκ, σκαρφαλωμένος στὸ πιὸ ψηλὸ κατάρτι σὰν
πουλὶ στὴν κούρνια του, ἀλλὰ ἀντιστάθηκε. Τὸ ἄκουσα κι ἐγώ, δεμένη
ὅμως σὰν τὸν Ὀδυσσέα. Τὸ ἀκοῦνε καὶ ἄλλοι. Στατιστικά εἶναι τὸ
εἴκοσι δύο τοῖς ἑκατὸ τῶν διπολικῶν ποὺ καταφέρνουν καὶ φεύγουν.
Ἡ Αἰκατερίνη ἐμπλουτίζει τὶς στατιστικές. Εἶχε σταματήσει νὰ
ἀντιστέκεται. Τῆς πῆραν καὶ τὴ μανία. Μὲ τὴν κρίση ἔχασε τὴν
δουλειά της. Τὸ διαμέρισμά της τὸ περίμεναν οἱ τράπεζες. Ἡ οἰκογένεια
τὴν ἀπόρριψε. Ὅσο γιὰ συντρόφους, προσωρινοὺς ἤ μόνιμους, τὸ εἶχε
πάρει πιὰ ἀπόφαση. Ἦταν καὶ θά ‘μενε μόνη.
Τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια, συχνὰ ἔπιανα τὸν ἑαυτό
μου νὰ προσπαθεῖ νὰ μὴν τὴν σκέφτεται. Μετροῦσα τὴν ἀπελπισία
της, ἀπύθμενη, καὶ αὐτὸ ξεπερνοῦσε τὶς ἀντοχές μου. Ὄχι πὼς ἤμουν
ἡ καλύτερη γεωμέτρης τοῦ μυαλοῦ ἤ μᾶλλον τῆς ψυχῆς τῆς Αἰκατερίνης
(τὸ μυαλὸ τὸ κατάστρεψαν τὰ ψυχοφάρμακα), ἀλλὰ ποιὸς ἄλλος τὴν
ἤξερε καλύτερα;
Τὴν Δευτέρα ἔθαψε τὴ μαμά της. Ἀφοσιωμένη
κόρη. Τὴν εἶχε φροντίσει ὅσο τὸ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις ποὺ δὲν εἶχε.
Ἡ μαμὰ ἔκανε ὑπομονή. Ἀλλὰ δὲν πήγαινε ἄλλο. Κόντευε τὰ ἑκατὸ
ἡ γυναίκα. Τὴν Παρασκευὴ τὴν ἀκολούθησε. Πρέπει νὰ εἶχε ἀκόμα
κάτι ἐκρεμμότητες. Ὑλικὰ πράγματα. Τὴν ἀξιολόγηση τῆς ζωῆς
της τὴν εἶχε ἤδη κάνει. Ἀνῆκε στοὺς ἀτάλαντους. Δὲν συμφωνῶ. Ἡ
μαμὰ της ἔλεγε ὅτι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἄτυχους. Δὲν πίστευα ποτὲ στὴν
τύχη, ἀλλὰ ἀναθεωρῶ. Παράτησα καὶ τὸν Καμὺ καὶ τοὺς ἡρωισμούς
τους. Εἶχα κάπου μιὰ δεκαετία νὰ τὴν δῶ νὰ γελάει καὶ τῆς τό ‘πα
καὶ μαζὶ ἀναρωτηθήκαμε ἂν θὰ ξαναγελοῦσε ποτέ. Ἡ ἀκοή μου ἔχει
κάπως πέσει ἀλλὰ φοβᾶμαι ὅτι δὲν θὰ σταματήσω ποτὲ ν’ ἀκούω τὶς
σιωπηλὲς κραυγὲς τῆς Αἰκατερίνης γιὰ βοήθεια. Δὲν νομίζω ὅτι
αὐτὸ τὸ πρόβλεψε. Παραμένει ὅμως ἰδανική. Μᾶλλον ἔτσι θὰ ἔθετα
τὸ θέμα, Αὐτοχειρία: ἐλευθερία ἤ δυστυχία;
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀρίστη
Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ (Θεσσαλονίκη,
1958). Ζεῖ στὴ Γαλλία. Διδάσκει στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μέν. Γράφει
στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλλογή διηγημάτων Ἄρτεμις (ἐκδ.
Ἠριδανός, 2010). Τελευταῖο βιβλίο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου