Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

··ΦΟΙΝΙΚΑΣ Ή ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ;



Λόγος κι αντίλογος για το δένδρο που αρμόζει στην ελληνική πρωτεύουσα 

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου

Μια δημόσια παράθεση απόψεων, ένας έντυπος διάλογος πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1944 για το αρμόζον δένδρο στην ελληνική πρωτεύουσα ή αλλιώς για τη σχέση δένδρου και ρυθμού στην Αθήνα. Η συζήτηση αυτή (ας την πούμε έτσι) γίνηκε μεταξύ δύο πνευματικών ανθρώπων που είχαν άποψη για την πόλη και την εξέλιξή της, για τον τόπο και τη λειτουργία του μεταξύ ενός φιλόλογου, ποιητή, συγγραφέα και χρονογράφου, του Κώστα Βάρναλη, κι ενός αρχιτέκτονα (του Δήμου Αθηναίων) και πολεοδόμου, συγγραφέα και μελετητή της ιστορίας της Αθήνας, μα και (λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας) συντελεστή της πορείας της, του Κώστα Μπίρη. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το δένδρο που αρμόζει στην πόλη εν σχέσει με τον χαρακτήρα της και την προσωπικότητά της, κι αναπτύχθηκε με όρους φιλοσοφικούς, μ’ έννοιες της αισθητικής, κι όχι περιβαλλοντικούς· και σαφώς όχι τεχνοκρατικούς.


Δηλαδή: ποιο είναι το δένδρο, που ως στοιχείο στη φυσιογνωμία της πόλης είναι το ενδεικνυόμενο, αποδίδοντας με την προσδίδουσα αξία του το αρμόζον και το ωραίον που επιδιώκεται γι’ αυτήν και συνδυάζεται με τον χαρακτήρα της, εξυπηρετώντας παράλληλα −σε δεύτερο επίπεδο− το λειτουργισμό της; Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στα δύο δένδρα που συνδέθηκαν με το αρχαίο περιβάλλον της πόλης και με τον αθηναϊκό νεοκλασικισμό, στον φοίνικα και το κυπαρίσσι, σε δύο είδη δηλαδή που συνδέθηκαν με το αττικό περιβάλλον τόσο ιστορικά όσο και περιβαλλοντικά, εκφράζοντάς το εν σχέσει με τα μνημεία του και με τον ξηροθερμικό του χαρακτήρα.

Οι φοίνικες συνθέτουν το κτήριο του Πολυτεχνείου.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η δημόσια αυτή συζήτηση διεξήχθη την περίοδο της Κατοχής
(για την ακρίβεια, λίγους μήνες πριν αποχωρήσουν τα γερμανικά στρατεύματα από την Αθήνα) διά μέσω της εφημερίδας που χρονογραφούσε ο Βάρναλης (της εφημερίδας Πρωΐα)· δηλαδή σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη κι επώδυνη για τον ελληνικό λαό, που όμως παρόλα ταύτα είχε τη διάθεση ν’ ασχοληθεί με ζητήματα τόσο ιδιαίτερα, που κατά μια έννοια τον «ξεπερνούσαν» σε σχέση με τις δυσκολίες της επιβίωσής του, μα που τα έκρινε σημαντικά για το βίο του και την κατοίκηση στο άστυ, και τούτο φαίνεται από την απήχηση που είχαν τότε τα δημοσιεύματα του Βάρναλη στον κόσμο (στο αναγνωστικό κοινό). Ο λαός διαβάζοντας τα δημοσιεύματα αυτά γινόταν κοινωνός ωραίων και βαθιών σκέψεων, και το συμμέτοχον στη διαδικασία αυτή της ασκημένης σκέψης έκαμε πιότερο νοημένη την κοινωνία σε ζητήματα του βίου, παρά τις δυσκολίες της βίωσης λόγω της Κατοχής. Διαπιστώνουμε μετά τούτων ότι ο προβληματισμός για το τι αντιπροσωπεύει ή το τι εκφράζει την πόλη απασχολούσε −κατά το μάλλον ή ήττον− τους τοτινούς Έλληνες, οι οποίοι, και παρά τον σκιόπνιχτο βίο τους, λόγω της κατάκτησης, είχαν σιγόφλογη έγνοια για την έννοια του ζην ή αν θέλετε για την ποιότητα της κατοίκησής τους, κάτι που δε θα υποστηρίζαμε ότι συμβαίνει σήμερα −ή συμβαίνει σε μικρό βαθμό− με τον αστό!


Η πραγματικότητα στην περίοδο της Κατοχής απαιτούσε τα δημόσια πράγματα να τελούν υπό έλεγχο και να επιτρέπονται στο βαθμό που δεν ενοχλούσαν τον κατακτητή. Συνεπώς ο δημόσιος λόγος έπρεπε να εστιάζεται σε θέματα που κρίνονταν ως μη δυσάρεστα ή που τέλος πάντων μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά χωρίς επιπτώσεις· και ως προς τούτο υπήρχε μια κάποιου τύπου αυτολογοκρισία των ίδιων των δημιουργών, μια μορφή αυτοπεριορισμού, για την αποφυγή συνεπειών, καθώς και οι πηγές όπου εκφράζονταν το απαιτούσαν προσαρμοζόμενες στην επιβαλλόμενη κατάσταση. Δυνατότητα αναφοράς σε πολιτικά ζητήματα δεν υπήρχε, αφού δεν υπήρχε πολιτική ζωή, ενώ και οι ειδήσεις από το εξωτερικό περιορίζονταν στα πολεμικά ανακοινωθέντα του γερμανικού στρατού. Η ειδησιογραφία ήταν ελεγχόμενη ή κατευθυνόμενη, και τα συνήθως δισέλιδα (τότε) των εφημερίδων γέμιζαν με κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα.

Απότοκο της κατάστασης τούτης ήταν η ενασχόληση του Τύπου με ζήτηματα του άμεσου βίου, όπως, και τούτο ήταν το θετικό, με θέματα πνευματικού ενδιαφέροντος ή κοινωνικού προβληματισμού. Ο Κώστας Βάρναλης, ως πνευματικός άνθρωπος, βρήκε ενδιαφέρον πεδίο σε αυτόν τον τομέα και στράφηκε στο χρονογράφημα, με τ’ οποίο είχε ήδη αρχίσει ν’ ασχολείται δειλά προπολεμικά. Τώρα το ασκούσε κατ’ αποκλειστικότητα και για βιοποριστικούς λόγους, καθώς έτσι, ως χρονογράφος, μπορούσε να είχε μια σταθερή οικονομική παροχή. Το χρονογράφημα, όπως συνέβαινε ανέκαθεν, είχε σημαίνουσα θέση στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων, καθώς πραγματεύονταν ζητήματα κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά, θέματα της επικαιρότητας που απασχολούσαν την κοινή γνώμη κι όχι κατ’ ανάγκην πολιτικά, και ως τέτοιο επιζητούνταν και είχε αναγνωσιμότητα. Ο Βάρναλης, ως χρονογράφος της εφημερίδας Πρωΐα στα χρόνια της Κατοχής, γνώρισε μεγάλη αναγνωσιμότητα με τα κείμενά του, έχοντας μπει στο DNA του Έλληνα και πιάνοντας τον παλμό του με τα θέματα που καταπιάνονταν και με τον τρόπο που τα απέδιδε. Τον απασχολούσε η καθημερινότητα, όμως εντρυφούσε με βαθύτερες σκέψεις και σε εσώτερα ζητήματα μέσα από τη στήλη του, προάγοντας μηνύματα, και πολιτικά ακόμα (παρά τη δυσκολία των καιρών για κάτι τέτοιο). Καλλιέργησε κι ανέδειξε το χρονογράφημα με τον τρόπο της συγγραφής του και συνέβαλλε στο να καταστεί λογοτεχνικό είδος, λόγω της υψηλής σκέψης του και του ποιοτικού του λόγου.

Η Ακρόπολη ιδωμένη διά του πρασίνου των κυπαρισσιών, των αθανάτων και των μεσογειακών θάμνων (πίνακας Νικολάου Ξένου).

Για το θέμα που μας απασχολεί, ο Βάρναλης έγραψε ένα χρονογράφημα στην εφημερίδα Πρωΐα, φύλλο 8ης-6-1944, για την −ανέκαθεν− «φοινικομανία» του Έλληνα. Μιλούσε σε τρίτο πρόσωπο, ότι δηλαδή ένας άγνωστος «φίλος» τού έγραψε σχετικά για το θέμα αυτό. Είναι σφόδρα επικριτικός (ο «φίλος») προς όλους εκείνους που προτιμούν και εισάγουν τον φοίνικα στους κοινόχρηστους χώρους, στους κήπους και στις αυλές της Αθήνας, καυτηριάζοντας τη νοοτροπία που έχει δημιουργηθεί υπέρ του φοίνικα. «Του χτυπάει στα νεύρα», λέει, η συνήθεια αυτή, της φύτευσης φοινίκων, καθώς «οι χουρμαδιές (σημ.: είδος φοίνικα) προσβάλλουν την αισθητική του αττικού τοπίου». Συνεχίζει δε: «Δεν υπάρχει ασχημότερο δένδρο από τη χουρμαδιά. Μπορεί στον τόπο της να είναι όμορφη, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι, γιατί ταιριάζει με τον πύρινον ήλιο και την “αυχμηρή” αμμουδιά της ερήμου, όμως δεν ταιριάζει στην Αθήνα, και μάλιστα, πολύ περισσότερο, απάνου στην Ακρόπολη. Γιατί κι αυτή η απόπειρα έγινε κάποτες, από αρχαιολόγους μάλιστα. Τότες οι “φιλαθηναίοι” διαμαρτυρηθήκανε. Και φωνάξανε πως είναι ιεροσυλία. Μονάχα ελιά, κυπαρίσσι, δάφνη, πεύκο ταιριάζει στον ιερό βράχο, γιατί αυτά είναι τα φυτά του τόπου και των… θεών. Ιεροσυλία βέβαια δεν ήτανε. Ήτανε όμως ασχημία».

Εξηγεί στη συνέχεια για ποιο λόγο οι αρχαίοι φυτεύανε φοίνικες, μια ενέργεια που τη χαρακτηρίζει ως ιστορικά λαθεμένη. Και τούτο διότι οι φοίνικες φυτεύονταν κατά βάσιν στους ιερούς χώρους, και στη συνέχεια, λόγω της συνήθειας αυτής και του χαρακτήρα που αποκτούσαν με την παρουσία τους στους ιερούς χώρους, μεταφέρονταν στους δημόσιους χώρους και σε πολλούς ιδιωτικούς. «Αλλ’ αυτό δεν αποδείχνει τίποτες άλλο», σημειώνει ο Βάρναλης, «παρά το κακό γούστο όχι των αρχιτεκτόνων, αλλά των ιερέων!» Και καταλήγει: «…βλέπω όλα αυτά τα φοινικοειδή με το γυμνό σώμα κανωμένο από στουπί, με μια φούντα σκούπες στην κορυφή, και υποφέρω!»

Ο φοινικόφυτος Κήπος του Μουσείου το 1928.

Του απαντά ο Κώστας Μπίρης, ως αντίλογο στο κείμενό του, στο φύλλο της Πρωΐας της 17ης-6-1944, ότι μπορεί το κλίμα της Ελλάδας να μην ανέχεται τη χουρμαδιά, καταδικάζοντάς την σε «στείρωση» (στη μη παραγωγή καρπών), πλην όμως συμμετέχει στη σύνθεση ενός αρχιτεκτονικού έργου με τη γύρω αττική φύση, στην οποία εντάσσεται αρμονικά, δημιουργώντας ένα πλαστικό σύνολο κι έχοντας σπουδαίο αισθητικό ρόλο, κυρίως στα κτήρια του νεοκλασικού ρυθμού. Αρχιτεκτονική και δένδρο έτσι, φτιάχνουν ένα ταιριαστό συμπλήρωμα και δίνουν ένα εξαιρετικό αισθητικά αποτέλεσμα, καθώς και τα δύο στέκουν στατικά, χωρίς κίνηση, χωρίς ανάταση, χωρίς ξεκάθαρο χρώμα. Η παραπάνω, αισθητική κατά βάσιν θεώρηση, έχει και πολεοδομικό ακόμα και χωροταξικό χαρακτήρα, καθώς θεωρείται ως ορθά κι αρμοστά ενταγμένο το δένδρο της φοινικιάς στο οικιστικό όλον της πρωτεύουσας και στη διαμόρφωση με τη συμμετοχή της τής αρχιτεκτονικής της φυσιογνωμίας, καθώς και της ποιότητας κατοίκησής της. Συμπληρώνει σε τούτα ο Μπίρης και την ιστορική παράμετρο, αναφέροντας ότι στην παλαιότερη Αθήνα που κυριαρχούσε ο νεοκλασικός ρυθμός, το δένδρο της φοινικιάς υψωνόταν ως διακοσμητικό παντού, χωρίς να χαλάει τη γενική φυσιογνωμία της πόλης. Γιατί τώρα ν’ αποτελεί πρόβλημα;

Την άποψη του Μπίρη, που μάλλον αποτέλεσε κυρίαρχη θέση των αρχιτεκτόνων κατά τα πρωτύτερα χρόνια, υποστήριξε χρόνους μετά ένας άλλος αρχιτέκτονας, ο καθηγητής στο Ε.Μ.Π. Σόλωνας Κυδωνιάτης, ο οποίος έγραψε σχετικά για τον φοίνικα: «Είναι λυπηρό το κόψιμο των τόσο διακοσμητικών αυτών δένδρων, των φοινίκων, που από τον περασμένο αιώνα είχαν κατακτήσει το κέντρο των Αθηνών. Κακώς, δε, θεωρείται από μερικούς σα δένδρο αιγυπτιακό. Και αν κάποτε είχε ο φοίνιξ εισαχθεί από την Αίγυπτο, ας συμβολίσει τους παλαιοτάτους πνευματικούς δεσμούς που μας συνδέουν με τη χώρα του Φαραώ. (…) Ο Απόλλων γεννήθηκε στη Δήλο κάτω από φοίνικα. (…) Τα νησιά μας και η Πελοπόννησος είναι γεμάτα από φοίνικες. Στην Αθήνα του περασμένου αιώνα, όπως και στο Ναύπλιο, οι φοίνικες ήταν συμπλήρωμα των νεοκλασσικών κτηρίων, που φυτευόμενοι δεξιά και αριστερά από την κύρια είσοδο τήν τόνιζαν, εξαίροντας συγχρόνως τη συμμετρία της οικοδομής. Αλλά και οι πλατείες είχαν φοίνικες. (…) Τώρα, εκτός από τον Εθνικό Κήπο, έμειναν ελάχιστοι (φοίνικες), περί τους 150, όλοι γύρω και μόνον στα παλιά νεοκλασσικά κτήρια…» [Κυδωνιάτης Σ., «Η ελληνική αρχιτεκτονική αναγέννησις και η κακοποίησίς της (συμβολή στην ιστορία του νεοκλασσικισμού)», έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1981, σελ. 51, 52].

Η Εθνική Βιβλιοθήκη κυριαρχούμενη από φοίνικες, χωρίς όμως ν’ “απορρίπτει” και το κυπαρίσσι!

Στον Μπίρη απαντά ο Βάρναλης, πάλι διά του «φίλου» του στο φύλλο της Πρωΐας της 1ης Ιουλίου 1944. Η απάντησή του όμως εμπλουτίζεται με φιλοσοφικό περιεχόμενο. Μιλά για την έννοια του «νοητικού χρώματος» των εντυπώσεων, όπως διετυπώθη στις μελέτες του Γερμανού ψυχολόγου, φυσικού και φιλοσόφου Γκούσταφ Τέοντορ Φέχνερ (Gustan Theodor Fechner), ο οποίος αναπτύσσοντας τη θεωρία του των σχέσεων ψυχής και σώματος μίλησε για την αντίληψη των χρωμάτων στον επηρεασμό της ψυχοσύνθεσης του ατόμου, καθώς και της νόησης. «Βλέποντας επομένως τη φοινικιά», λέγει ο Βάρναλης ακολουθώντας τον κανόνα της θεωρίας που προαναφέραμε, «είναι αδύνατο να μην έχω το αίσθημα της ερήμου, κι αυτό το αίσθημα να μη μ’ αφήνει να νοιώσω τον αρμονικό συνδυασμό δύο ομοιογενών στοιχείων: της μαρμάρινης και της φυτικής κολώνας» −υψηλές σκέψεις αλήθεια, μιαν ανάλυση αισθητικής από δύο πνευματικούς ανθρώπους, που μάλιστα δεν περιλαμβάνονται σε κάποια επιστημονική ανάλυση, σε μελέτη ή σε σύγγραμμα, αλλά στην πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας της Κατοχής· και τούτο τις κάνει σημαντικότερες, αφενός λόγω της εποχής του διατυπώνονται, αφετέρου διότι περιλαμβάνονται σ’ ένα λαϊκό έντυπο ευρείας κατανάλωσης (εφημερίδα) διαβαζόμενες από το ευρύ αναγνωστικό κοινό!

Έχει όμως ενδιαφέρον στο πού καταλήγει ο Βάρναλης με τις παραπάνω σκέψεις του. Μας οδηγεί στο συμπέρασμά του, ως απότοκο της θεώρησής του, για το ποιο θεωρεί ως αρμόζον δένδρο στο αττικό (στο αθηναϊκό καλλίτερα) τοπίο, που είναι το κυπαρίσσι. Η έννοια του «νοητικού χρώματος» των εντυπώσεων, σύμφωνα με τη θεωρία που Φέχνερ, την οποία ακολουθεί, τον κατευθύνει να θεωρήσει το κυπαρίσσι ως ιδανικό για να τον κάνει «να νοιώσει τον αρμονικό συνδυασμό δύο ομοιογενών στοιχείων: της μαρμάρινης και της φυτικής κολώνας». «Ίσο κορμί που διαρκώς ανεβαίνει χωρίς να διασπάται σε σκούπα, όπως η χουρμαδιά, λυγεράδα, ωραία μυρωδιά», λέγει για το κυπαρίσσι. Και συνεχίζει: «Οι αρχαίοι το φυτεύανε βέβαια το κυπαρίσσι στα νεκροταφεία τους (σημ.: εν έθιμο που εργότερα το πήραν και οι χριστιανοί), όχι γιατί συμβόλιζε το θάνατο, παρά την αιωνιότητα. Ως διακοσμητικό δένδρο είναι από τα πιο κατάλληλα και μάλιστα για κτήρια νεοκλασικού ρυθμού. Στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη το τοποθετήσανε στις δυο άκρες της και κάνει το πιο ταιριαστό και χαριτωμένο συμπλήρωμα της κιονοστοιχίας, που την κλείνουν και την υπογραμμίζουν δεξιά και αριστερά. Κι αυτού ήθελα να καταλήξω. Αντίς να φυτεύουνε χουρμαδιές μπροστά στα δημόσια κτήρια νεοκλασικού ρυθμού (Εθνική Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία κ.λπ.) να φυτεύουνε κυπαρίσσια. Εκτελούν πολύ αρτιότερα το διακοσμητικό τους ρόλο και αρμονίζονται και με το τοπίο ολάκερο της Αττικής. Και το πιο γερό μέρος του “νοητικού χρώματός” τους: γαλήνη, σιγή, προσευχή κι ανάταση προς την πρώτη αρχή των όντων ταιριάζει με το “νοητικό χρώμα” του κλασικού ρυθμού».

Κυριαρχική η παρουσία του κυπαρισσιού στην Πλατεία Συντάγματος μεταπολεμικά.

Η άποψη όμως του Μπίρη φαίνεται να διαφέρει ριζικά από του Βάρναλη, αν κρίνουμε από τη θέση που είχε πάρει λίγα χρόνια πριν με άρθρο του για τη φύτευση των αρχαιολογικών χώρων (το 1940), καθώς δεν συσχετίζει «τη μαρμάρινη με τη φυτική κολώνα», όπως το έκαμε ο Βάρναλης −δεν κάμνει τέτοιας μορφής αισθητικές προσεγγίσεις−, ώστε, εξ αυτής της σύγκρισης να προκύψει το αρμόζον για την Αθήνα φυσικό στοιχείο της. Έχει άλλη θεώρηση ως προς τη συνύπαρξη αρχαίου και φυσικού στοιχείου, υποστηρίζοντας ότι το δεύτερο με την εισαγωγή του αλλοιώνει το πρώτο. Συνεπώς, δε θα ημπορούσε να νοηθεί η φυτική κολώνα ως συσχετιζόμενη με τη μαρμάρινη, έστω κι αν αυτή αποτελεί στοιχείο του νεοκλασικισμού, πολύ δε περισσότερο δε θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί με το αρχαίο μνημείο, καθώς έχουν άλλη φύση και δηλούν διαφορετικά πράγματα. Μπορεί το φυτικό στοιχείο να συνοδεύσει τη νεοκλασική κατασκευή ως συμπληρωματικό στοιχείο απόδοσής της, κι όχι με αναγωγές −έστω κι αισθητικές− στο αρχαίο παρελθόν, δεν ημπορεί όμως να συνυπάρξει με το αρχαίο μνημείο −οφείλει να ξεχωριστεί από αυτό. Λέγει σχετικά: «Ας νοιώσουν αυτοί (οι αρχαιολόγοι) και οι συμπαραστάτες τους πολιτικοί μηχανικοί και δασολόγοι, πόσο πολύτιμο κεφάλαιο είναι οι αρχαιολογικοί χώροι για την ελληνική πρωτεύουσα και για την ανθρωπότητα ολόκληρη, πόσο λεπτός είναι ο αισθητικός τους χαρακτήρας και πόση προσοχή χρειάζεται στην μεταχείρισή τους και πόση συναίσθησις ευθύνης. Κανένα αρχιτεκτονικό έργο και καμμιά εγκατάστασις δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί να σταθεί κοντά τους και κανένα έργο πολιτικού μηχανικού ή δασολόγου δεν τους χρειάζεται. Κάθε έργο που τους προσάπτομε και κάθε εξωραϊσμός σημαίνει λειτουργική κι αισθητική καταστροφή. (…) Ούτε ως δημόσιους κήπους, ούτε ως κοινούς αναδασωτέους χώρους, ούτε ως τόπους δημοτικής χρησιμότητας δικαιούται να τους χρησιμοποιήσει η σύγχρονη πόλις» (Μπίρης Κ., «Αρχαιολογία και αρχαιολόγοι στας Αθήνας», «Αθηναϊκαί μελέται», τόμ. 3, έτος 1940, σελ. 12-17).

Ο Κεραμεικός συντιθέμενος από κυπαρίσσια.

Γενικώς ο Μπίρης ήταν επιφυλακτικός −αν όχι αντίθετος− με την αλόγιστη, όπως υποστήριζε, δημιουργία «αλσυλλίων πεύκης» (σε μίξη με κυπαρίσσι) σε διακεκριμένα περιβάλλοντα, όπως για παράδειγμα στους λόφους γύρω από την Ακρόπολη. Γι’ αυτό κι αργότερα διαφώνησε με τα έργα διαμόρφωσης του αρχαιολογικού περί την Ακρόπολη χώρου και του λόφου Φιλοπάππου από τον Δημήτριο Πικιώνη, θεωρώντας ότι αλλοιώνουν το περιεχόμενο αυτών των χώρων κι ότι είναι αντίθετα με το πνεύμα τους. Έγραφε σχετικά, επικριτικά αναφερόμενος στον Πικιώνη: «Είναι εκείνος ο οποίος, με την μίμηση μνημείων, την μίμηση γραφικού περιβάλλοντος, την σκόπιμη βαλμένη αμέλεια, την κάθε γενικότερη προσπάθεια για μίμηση γραφικότητος, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποφύγει την εντύπωση της επιτηδευμένης σκηνογραφίας» (Μπίρης Κ., «Επίσημοι βανδαλισμοί», εφημερίδα Νέα Εστία, φύλλο 1ης-7-1956).

Μα και ο Πικιώνης που επικρίνεται από τον Μπίρη επικρίνει και ο ίδιος την ανάλογη με τη δική του προσπάθεια που συντελείται στον ιστορικό/θρησκευτικό χώρο της Μονής Καισαριανής. Υποστήριζε σχετικά: «Είναι αδιανόητο… Σε αυτόν τον ιερό χώρο, δίπλα στο καθολικό της μονής, εκεί όπου οι πατέρες καλλιεργούσαν βολβούς και κρόμμυα για τις άμεσες ανάγκες του ταπεινού τους βίου, αυτή η κοσμική κυρία (σημ.: εννοεί την Καίτη Αργυροπούλου, πρόεδρο της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών) φυτεύει ρόδα και στρώνει χλοοτάπητες… Είναι αλήθεια μια αθλιότης…» (Παπαγεωργίου – Βενέτας Αλ., «Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), ο δάσκαλος. Ήθος και χάρισμα ενός στοχαστή», στον τόμο «Ελλάδος έπαινος. Δέκα κείμενα», εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2013, σελ. 194) −δεν ήταν έτσι, όπως τα λέγει ο Πικιώνης, κι είναι απορίας άξιον γιατί τα λέγει, καθώς η Φιλοδασική Ένωση Αθηνών επιτέλεσε σημαντικό περιβαλλοντικό και πολιτιστικό έργο στην περιοχή της Μονής Καισαριανής, ενεργώντας με σεβασμό στο περιβάλλον και στην ιστορία του τόπου, έχοντας δημιουργήσει το αισθητικό δάσος Καισαριανής, ιδρύσει βοτανικό κήπο, επανασυστήσει τον ιστορικό ελαιώνα, συντελέσει στην αναστήλωση του ιστορικού μοναστηριού κ.ά.

Ο Κώστας Μπίρης επανέρχεται, μετά και το τελευταίο δημοσίευμα του Βάρναλη για το κυπαρίσσι, και κάμνει μιαν ανάλυση σχετικά με την αισθητική των δένδρων όταν συνδυάζονται με τα κτήρια του νεοκλασικού ρυθμού. Την απάντησή του τη δημοσιεύει ο Βάρναλης στη στήλη του στο χρονογράφημα της εφημερίδας Πρωΐα στο φύλλο της 3ης Αυγούστου 1944. Σε αυτήν ο Μπίρης αναφέρεται στην έξη που δημιουργεί την αισθητική ανάγκη, που όμως δεν είναι νόμος στην αισθητική, όπως φαίνεται και από τις περιπτώσεις του κυπαρισσιού και της χουρμαδιάς, καθώς βάσει της έξης εξοβελίζουμε το κυπαρίσσι στα νεκροταφεία, μα παρόλα ταύτα το δεχόμαστε και σε άλλες θέσεις, κι αντίστοιχα δεχόμαστε τη χουρμαδιά ιστορικά σε όλη τη Μεσόγειο, παρά το γεγονός ότι είναι είδος ερημικό. Τούτο δείχνει ότι η έξη μπορεί να δημιουργεί κανόνα, όμως παράλληλα είναι αποδεκτή η θετική εξαίρεση σε αυτόν. Προχωρά δε περαιτέρω σε βαθύτερες σκέψεις, αναλύοντας τη σχέση δένδρου και ρυθμού.

Η πλατεία Ομονοίας εκφρασθείσα διά του πρασίνου των κυπαρισσιών το 1890.

Η πλατεία Ομονοίας εκφρασθείσα διά του πρασίνου των φοινίκων το 1903.

Αναφερόμενος στο κυπαρίσσι δίνει τη δική του άποψη για την αισθητική του και το τι αντιπροσωπεύει, διαφορετική από του Βάρναλη. Λέγει: «Το κυπαρίσσι δεν έχει πένθιμη, παρά μυστικοπαθή έκφραση με το σκούρο ράσο της φυλλωσιάς του, με την ακίνητη φόρμα του, με την ενατένισή του στο άπειρο και την αργή και ρυθμική ταλάντευσή του στο διάστημα. Το ό,τι ο άνθρωπος το έβαλε στα νεκροταφεία δεν είναι καθόλου τυχαίο. Βρήκε τη γλυκιά θρησκευτικότητα της μορφής του ν’ απαντά στα αισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του μπροστά στην ιδέα του θανάτου. Ολόκληρη η αισθηματική έκφραση του κυπαρισσιού δεν σχετίζεται και δεν δένεται με την ψυχρή και κούφια πνευματικότητα του νεοκλασικού ρυθμού».

Στην τελευταία σκέψη του Μπίρη συνοψίζεται η αντίθεσή του με τον Βάρναλη, η οποία προκύπτει από την θεώρησή του στη σχέση δένδρου και ρυθμού. Υποστηρίζει δηλαδή ο Μπίρης πως το κυπαρίσσι και η μαρμάρινη κολώνα δε μπορούν να «δέσουν» διότι εκφράζουν διαφορετικά πράγματα. Η αισθητική του δένδρου σχετίζεται με το συναίσθημα ή με το συμβολισμό του στα πλαίσια της βίωσης ή της σχέσης του ανθρώπου μαζί του, ενώ η κολώνα έχει αισθητικό προσδιορισμό και συμβολισμό ως αρχαίο μνημείο. Η θεώρηση αυτή του Μπίρη είχε εκφραστεί και παλαιότερα, όπως προαναφέρθηκε, με την αντίθεσή του στη φύτευση των αρχαιολογικών χώρων, και εξ αυτής απέρρεε η διαφοροποίησή του από τον Βάρναλη ως προς ζήτημα του αρμόζοντος δένδρου στην πρωτεύουσα, καθώς η διαφορά τους συνίστατο στη διαφορετική φιλοσοφία τους στην αντίληψη των γύρω. Κι επειδή το ζήτημα τίθετο σε αυτό το επίπεδο, δε μπορούσε ο Βάρναλης να μην επανέλθει.

Το κυπαρίσσι ως στοιχείο του παραδοσιακού οικισμού της Πλάκας το 1919.

Όμως προτού αναφερθούμε και πάλι στον Βάρναλη, ας δούμε πώς καταλήγει τη σκέψη του ο Μπίρης σε σχέση με το κυπαρίσσι και τη δυνατότητά του ν’ αρμοστεί στο νεοκλασικισμό: «Μπορείτε να φανταστείτε το κυπαρίσσι να συντροφεύει την Ακαδημία; Πόσο θα το βλέπατε ξένο με τα κτήρια να υποφέρει από το θόρυβο και την ψύχρα των γραμμών του! Θέλησε ο Θεόφιλος Χάνσεν να δώσει ανάταση στη σύνθεσή του, ένα κορύφωμα του θορύβου της, κι έστησε γι΄αυτό τις δύο θεοφόρες κολώνες −ένα στοιχείο απόλυτα ομοιογενές με το πνεύμα και το ρυθμό του κτηρίου, που η ανάτασή του είναι κι αυτή πεπερασμένη και μετρημένη, χωρίς ενατένιση στο άπειρο. Το αναφέρω, για να μη γίνει καμιά σύγκριση και σύγχυση με το ζήτημα του κυπαρισσιού, αν και είναι εντελώς άσχετες οι δυο συνθετικές περιπτώσεις. Οι κολώνες δημιουργούν αισθητικό ζήτημα, ενώ το δένδρο δημιουργεί αισθηματικό δεσμό κτηρίου φύσης και ανθρώπου».

Εμφανώς «ηλεκτρισμένος» από τη συζήτηση, επανέρχεται ο Βάρναλης, με νέο χρονογράφημά του, το τελευταίο για το θέμα, στο φύλλο της Πρωΐας της 6ης Αυγούστου 1944. Τώρα πια μιλά σε πρώτο πρόσωπο κι όχι διά του «φίλου» του. Μάλλον ο «φίλος» αποτέλεσε τον εκκινητή της συζήτησης, αυτόν που έθεσε τα ζητήματα για ν’ ακολουθήσει ο διάλογος στο υψηλό επίπεδο που υπήρξε με βαθιές σκέψεις, αφήνοντας τον ίδιο τον Βάρναλη συντονιστή (ενορχηστρωτή καλλίτερα…) να κατευθύνει την κουβέντα· μετά βεβαίως και την ουσιαστική παρέμβαση του «τρίτου» παράγοντα, του καθοριστικού συζητητή Κώστα Μπίρη, που προφανώς «επιδιώκονταν» η συμμετοχή του. Ο Βάρναλης κλείνει τη συζήτηση με το τελευταίο τούτο χρονογράφημά του, διατυπώνοντας το συμπέρασμα που από αυτήν προκύπτει και δύναται ν’ αποτέλεσει την αρχή με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να λειτουργεί στον τόπο εν σχέσει με τα φυσικά στοιχεία του.

Η οδός 3ης Σεπτεμβρίου με δενδροστοιχία φοινίκων το 1903.

Η οδός Δεκελείας στη Νέα Φιλαδέλφεια με δενδροστοιχία κυπαρισσιών το 1961.

Θέτει πλέον ο Βάρναλης, αφού σε αυτό το επίπεδο οδηγήθηκε η συζήτηση με την προσέγγιση του Μπίρη, το πρόβλημα της σχέσης στη Φύση και την Τέχνη· τι είναι το φυσικό και καλλιτεχνικό (αισθητικό) ωραίο. Λέγει ότι το καλλιτεχνικό (ή αισθητικό) ωραίο είναι ανθρώπινο δημιούργημα που δέχεται κρίση αξίας, ενώ το φυσικό είναι τυχαίο και δε δέχεται την κρίση αυτήν, διότι δεν υπόκειται στην τεχνική. Η τεχνική είναι κοινωνικό δημιούργημα και μπαίνει στη σειρά των λεγόμενων «κανονικών αξιών». Έτσι, η κρίση αξίας που μπορούμε από συνήθεια ή από αισθηματισμό να έχουμε για τη φύση δεν είναι αισθητική. Εξηγεί: «Σε ό,τι αφορά στη χουρμαδιά και στο κυπαρίσσι, αυτά καθεαυτά ενόσω μένουνε μέσα στο φυσικό τους περίγυρο γεννούν ορισμένα αισθήματα και σκέψεις ανάλογα με τη μορφή που τα παρατηρούμε, με τον άνθρωπο που τα παρατηρεί και με τη μορφή τους, καθώς και με τη θέση που βρίσκονται. Το συναισθηματικό και το νοητικό “χρώμα” τους εμείς τους το δανείζουμε. Είναι η λεγόμενη συμβολική μετατόπιση της συνείδησης στο εξωτερικό αντικείμενο, η “συμπάθεια” μ’ αυτό, που αποτελεί το κύριο αίτιο της καλλιτεχνικής συγκίνησης. Αλλ’ αυτό δε μας ενδιαφέρει. Το γεγονός είναι πως κάθε φυσικό αντικείμενο έχει πολύ ή λίγο έντονο αυτό του το “χρώμα” (το γεγονός δηλαδή ότι δηλοποιείται με τη φυσική του παρουσία στον τόπο όπου υφίσταται και που σε αυτόν δημιουργεί συνθήκη ζωής με τον άνθρωπο, με την κοινωνία γενικότερα). Για τη χουρμαδιά, που όσο κι αν είναι μεσογειακό δένδρο δεν είναι του τόπου μας, η ξεραΐλα του και προπάντων η στειρότητά του δε μας το κάνει συμπαθητικό. Τουναντίον το κυπαρίσσι το έχουμε αγαπήσει και το τραγουδήσει γενεές γενεών είτε ως σύμβολο της αιώνιας γαλήνης κ.λπ., είτε ως σύμβολο της λυγεράδας του ανθρώπινου κορμιού».

“Τροπικός” ο Εθνικός Κήπος το 1911!

Η αντίληψη όμως τούτη, για το φυσικό, λέγει ο Βάρναλης, δεν είναι αισθητική. Γιατί μπορεί εμείς να τη βρίσκουμε άσχημη τη χουρμαδιά, όμως για τον βεδουίνο δεν είναι, ενώ μπορεί άσχημο νάναι γι’ αυτόν το κυπαρίσσι. Σε αυτή τη βάση ρόλο έχει το φυσικό ωραίο, τ’ οποίο σε κάθε περίπτωση διαμορφώνεται σύμφωνα με πώς ο άνθρωπος το αισθάνεται και το προσλαμβάνει. Καταλήγει επομένως: «Η αισθητική αξία και του ενός και του άλλου δένδρου θα κριθεί στη σύνθεσή του, είτε με ένα αρχιτεκτονικό “μνημείο”, είτε με άλλα δένδρα, λόφους, νερά και ορίζοντα στην οργάνωση ενός πάρκου· μ’ άλλα λόγια, όταν αυτά τα δυο δένδρα υποτάσσονται στην ανθρώπινη τεχνική για τη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου. Από δω και πέρα δεν μπορούμε να καταδικάσουμε κανένα από τα δύο ή να προτιμήσουμε μονάχα το ένα a priori. Το αποτέλεσμα θα κανονίσει την κρίση της αξίας που θα εκφέρουμε».

Κείνο που ως κατακλείδα προκύπτει από τα λόγια του Βάρναλη αποτελεί και το ουσιαστικό συμπέρασμα της δημόσιας τούτης συζήτησης: ότι κάθε δένδρο, κάθε φυτό, εκτιμάται στο χώρο όπου υφίσταται σύμφωνα με τη συνθήκη που διαμορφώνεται με τον περίγυρό του, ή με τον τρόπο που αποδίδεται στο όλον. Στο φυσικό του χώρο εκτιμάται στα πλαίσια της φυσικής του θεώρησης και σύμφωνα με τη διασύνδεσή του με τον άνθρωπο που το αισθάνεται ως φυσικό ωραίο, ενώ στον τεχνητό του χώρο, εκεί όπου εισάγεται, εκτιμάται στη σύνθεσή του, στο πώς εντάσσεται στο σύνολο και συνδυάζεται με τα στοιχεία που συγκροτούν την κατασκευή, προσλαμβανόμενο ως αισθητικά ωραίο (επισημαίνεται ότι μιλούμε με όρους φιλοσοφίας κι αισθητικής, κι όχι με όρους οικολογίας ή περιβαλλοντικούς). Στη βάση αυτή τίθεται και η διαφορά μεταξύ του φυσικού και καλλιτεχνικού (αισθητικού) ωραίου, που έχει σχέση με την πρόσληψη του τόπου, με τη μορφή και την ποιότητα της κατοίκησης, με τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπου στη γη.

Τα κυπαρίσσια στο αθηναϊκό τοπίο το 1890 (Βασιλίσσης Σοφίας & Ηροδότου).

Ποιο το «ηθικό» δίδαγμα τούτης της ιστορίας; Ότι ο τόπος δέχεται πράξη κι αφομοιώνει ύλη στα πλαίσια της λειτουργίας του και σύμφωνα με το πνεύμα του, δηλαδή «δέχεται» τα στοιχεία που φυσικώς ή τεχνητώς τον συγκροτούν, έχοντας ο διαχειριστής άνθρωπος την ευθύνη για τη μορφή της σχέσης μαζί του, κατά την κατοίκησή του σε αυτόν. Ή αλλιώς: όλη η Μεσόγειος μπορεί να δηλωθεί στην Ελλάδα και να «χωρέσει» με την έκφραση στοιχείων της, έχει όμως σημασία πώς τούτη αποδίδεται στον τόπο και πώς δηλοποιείται στα πλαίσια της λειτουργίας του ως έκφραση στο όλον. Ή ακόμα: καλώς χωρεί ο φοίνικας στην Αθήνα, μήπως όμως ο τόπος πιότερο αποζητά τη βλάστησή του;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου