Τι ακριβώς πραγματεύεται η έκθεσή σας “Do_As, Domestic Assemblages”;
O ίδιος ο τίτλος προσπαθεί να το περιγράψει: “Do_As = Domestic Assemblages” είναι οικιακές συναρμογές ή συναρμολογήσεις ή συναθροίσεις. Επίσης η συντομογραφία του τίτλου είναι ένα λογοπαίγνιο, το οποίο μας κάνει να σκεφτούμε ότι είναι φτιαγμένες με έναν τρόπο που θα μπορούσε έτσι να επαναληφθεί η δημιουργία τους. Σε κάποιο κείμενο λέω ότι είναι λίγο σαν συνταγές, δηλαδή είναι αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, αλλά και τρόπος να φτιάχνεις νέα αντικείμενα, με αντικείμενα που βρίσκει ο καθένας έξω. Η έκθεση λοιπόν, προτείνει τα αντικείμενα αυτά καθεαυτά, αλλά και τον τρόπο που αυτά φτιάχνονται, μέσα από ένα σχέδιο, ένα manual και μια οδηγία για το πώς θα μπορούσες να το φτιάξεις.
Όπως περιγράψατε προηγουμένως, μέσα από τις εγκαταστάσεις που υλοποιείτε, εστιάζετε στην συνάθροιση και συνάρθρωση αντικειμένων, με σκοπό τη δημιουργία νέων σύνθετων δομών που και αυτές επικοινωνούν μεταξύ τους. Πώς αυτός ο χειρισμός σύνδεσης ετερόκλητων στοιχείων απαντά στην επαναδιατύπωση του χώρου;
Να δούμε καταρχήν ποια είναι η πρωτοτυπία αυτού του συνδυασμού ή εν πάση περιπτώσει το ερευνητικό ενδιαφέρον το δικό μου. Καταρχήν, είναι συνδυασμός πραγμάτων που προέρχονται από τον ήδη υπάρχοντα οικιακό μας κόσμο και μάλιστα λίγο διευρυμένο, όχι τόσο πολύ με βάση την αστική εμπειρία αλλά και σύμφωνα με την εκφραστική εμπειρία, όπου χωνιά που χρησιμοποιούμε για το λάδι, κουβάδες, τούβλα, όλα αυτά, είναι υλικά τα οποία συναρμόζονται εκ νέου. Σε αυτή τη συναρμογή, έχω προσπαθήσει να συμπυκνώσω μια λογική που βασίζεται είτε στο ότι δεν χρησιμοποιούμε εργαλεία για να το κάνουμε αυτό, όπως συμβαίνει στα φωτιστικά, όπου οι συναρμογές γίνονται με έναν τρόπο όπου εκχύνεται ένα υλικό που τα συγκρατεί, είτε συγκρατούνται με πολύ λεπτά στοιχεία, όπως σχοινιά. Αυτή λοιπόν είναι μια λογική που προτείνω, ένα assemblage χωρίς εργαλεία, και η άλλη είναι ένα assemblage που βασίζεται στις δυνατότητες της συνάρθρωσης με προένταση της ντίζας. Στην δεύτερη περίπτωση, τα αντικείμενα έχουν έναν κρυφό ή φανερό σκελετό, που είναι μεταλλικές ντίζες και έτσι όλα πακτώνονται και αρθρώνονται με βάση τη μηχανική λειτουργία της ντίζας. Άρα έχουμε δύο κατηγορίες τρόπων για να φτιαχτεί το assemblage.
Αυτά κατά κάποιο τρόπο μας υπενθυμίζουν κάτι που ούτως ή άλλως συμβαίνει στον χώρο: ότι ο ίδιος μας ο χώρος είναι assemblage, δηλαδή είναι συνάθροιση αντικειμένων που έχουν να κάνουν με επαλληλία λειτουργιών σε ένα δωμάτιο ή σε ένα σπίτι, με επαλληλία μνημονικών στοιχείων που επικάθονται στον χώρο και αποθηκεύονται. Άρα, ούτως ή άλλως αντιλαμβάνεσαι αυτή την προσέγγισή μου για τον χώρο σαν assemblage, σαν ένα είδος συνάθροισης. Μέσα σ'αυτό τον χώρο των συναθροίσεων αντικειμένων και σωμάτων, προσθέτουμε κάποια αντικείμενα, τα οποία έχουν δημιουργήσει το assemblage μέσα στο κατασκευαστικό τους πρόγραμμά. Αυτή είναι η προσέγγιση του χώρου ως assemblage και πώς επικάθονται νέα στρώματα συναθροίσεων σε αυτό το assemblage, τα οποία έχουν μορφές χρηστικών αντικειμένων.
Αναφέρατε, ότι σχετίζετε την αρχιτεκτονική πρακτική με την παρασκευή ενός φαγητού. Ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι παράγοντες που διαφοροποιούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας;
Και ίσως θα υπαινίσσεις έτσι πώς μπορούμε να έχουμε ένα καλό ή κακό φαγητό... Πρώτα λες διαφοροποίηση ... τι την κάνει αυτή τη συνταγή να την καταλάβω εγώ ενδιαφέρουσα;
Ναι...
Ένα στοιχείο της, που είναι πολύ παλιά ιστορία, από τον σουρεαλισμό και νωρίτερα, είναι ότι μας ξεκολλάει από τη συνήθη ταύτιση ενός αντικειμένου με μια χρήση, προτείνοντας κάποια άλλη χρήση. Αυτός ο κόσμος του assemblage, εγγράφεται στη μνήμη μας και μας γίνεται συνήθεια και τον θεωρούμε αυτονόητο. Άρα φτιάχνοντας αυτές τις συνταγές, υπάρχει ο σκοπός του να ανατρέψει την αυτονόητη σχέση μεταξύ πραγμάτων και να δημιουργήσει νέες σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. Δηλαδή ένα χωνί, -που το αγαπώ σαν παράδειγμα- από εκεί που ήτανε για να ρίχνεις λάδι μέσα και να γεμίζεις το μπιτόνι, γίνεται ένα καπελάκι για να παραλάβει ένα φωτιστικό. Είναι κάτι πολύ απλό και λαϊκό σαν προσέγγιση. Έχει να κάνει και με την pop art, αλλά αυτό που δίνει ενδιαφέρον στη συνταγή και στην τελική γεύση του πράγματος, είναι οι διαφορετικότητες και η σύμμειξη των διαφορετικοτήτων. Πολλές κουζίνες βασίζονται σ'αυτό. Αν το σκεφτεί κανείς, και ένα πιάτο όντως είναι ένα assemblage, το οποίο προέρχεται από ένα μαγειρικό σκεύος ή από πολλά, όταν γίνεται η μαγειρική στην κουζίνα.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα γεύμα ξεχωριστό όσο ξεχωριστή και μια χωρική εμπειρία; Ποια είναι η ατμόσφαιρα που αναδύουν τα χωρικά σχήματα στην έκθεση;
Πρώτον, η κατασκευαστική τους επινοητικότητα, δηλαδή ότι προσπαθούμε με πολύ απλό τρόπο, χωρίς high tech παρεμβάσεις, χωρίς σχεδιασμό με την κλασσική έννοια του όρου, να παραχθούν αποτελέσματα στον χώρο που είναι και κατασκευάσιμα και που υπηρετούν τη χρήση. Από εκεί και πέρα, μιλώντας για ατμόσφαιρα, θα έλεγα ότι αν προσέξει όλα αυτά τα συναθροισμένα αντικείμενα κανείς σαν ενότητα, θα δει ότι προσπαθούνε να εγείρουν, να ενεργοποιήσουν έναν κόσμο που είναι κάπως απενεργοποιημένος, και που είναι ο κόσμος της ζωής κοντά στη θάλασσα, που είναι ο κόσμος της υπαίθρου, όπου ακόμα οι άνθρωποι, ειδικά στις περιφέρειες στον Βόλο και άλλων ελληνικών πόλεων, φτιάχνουν οι ίδιοι το περιβάλλον τους, (είναι ταυτόχρονα αγρότες, είναι επαγγελματίες, είναι ψαράδες, μπορεί να δουλεύουν και σε γραφεία) και έχουν μια σύνθετη ζωή, στην οποία χρησιμοποιούν όντως αυτοί υλικά και ανασυγκροτούν τον οικιακό τους κόσμο. Άρα, θα ήθελα να πω, σαν ατμόσφαιρα και σαν ορίζοντας, είναι αυτή η υπαίθρια και η παράκτια ζωή στην ελληνική ύπαιθρο, την οποία φέρνουμε ξαφνικά σε ένα καινούργιο περιβάλλον, που μπορεί να είναι ένα πολύ urban.
Ποιος ο ρόλος της εμφάνισης της διαδικασίας συναρμολόγησης των θραυσμάτων (δηλαδή των σκίτσων, των προσχεδίων κλπ.), στην έκθεση Do_As?
Καταρχήν παρουσιάσαμε κάτι το οποίο δεν είχε φτιαχτεί για να παρουσιαστεί. Δηλαδή τα σκίτσα είναι σχέδια προεργασίας και περαιτέρω κατανόησης αυτών που φτιάχτηκαν. Είναι ένα μέσον μέσα στην πορεία της δουλειάς. Αυτά λοιπόν βγήκανε από την “κουζίνα” και πήγαν στο “σαλόνι” με το να τα εκθέσουμε. Δεν ήταν η θέση τους από την αρχή στο “σαλόνι”,μιλώντας μεταφορικά. Από εκεί και πέρα, η διαδικασία που ακολουθώ, είναι ότι σκιτσάρω εξελίσσοντας τη φαντασίωση κάποιων συναρμογών, αλλά ταυτόχρονα φτιάχνω και μια μικρή αποθήκη στο εργαστήριό μου από αυτά τα υλικά, τα οποία κατά κάποιο τρόπο περιμένουν να επαναμορφοποιηθούν και να συναρμοστούν με άλλα, με κάποιο τρόπο. Επομένως, καθώς είναι αυτά εκεί αποθηκευμένα και είναι μέσα στη σφαίρα της αντίληψής μου, ωριμάζουν πιθανότητες για το πώς θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει κανείς. Αυτή η ωρίμανση καθώς τα βλέπεις αυτά τα αντικείμενα πεταμένα εκεί, έρχεται στο χαρτί, όπου σκιτσάρεις πώς θα μπορούσαν να είναι, μετά ξαναγυρνάς και ανακατεύεις τους κουβάδες, τα χωνιά και τις ντίζες και ίσως μετά ξαναγυρνάς στο σχέδιο για να το δεις λίγο παραπέρα. Επομένως είναι σε έναν συνεχή διάλογο το σκίτσο, με αυτό που φτιάχνεται σαν μακέτα και στο τέλος είναι και το πραγματικό αντικείμενο. Με όρους αρχιτεκτονικής δεν υπάρχει μια προηγούμενη διαδικασία που συγκροτείται αναπαραστατικά το αντικείμενο, είτε είναι κτίριο είτε είναι έπιπλο και μετά πραγματοποιείται. Είναι μια διαδικασία, όπου η πραγματοποίηση και η αναπαράσταση, είναι συνεχώς μέσα στο ίδιο μαγείρεμα.
Η διαδικασία της συνάθροισης θραυσμάτων οικιακής χρήσης, ενσαρκώνει τον μηχανισμό της επανάχρησης. Πώς αυτή συνδέεται με την μεταφορά των αξιών και της μνήμης της τοπικότητας;
Η επανάχρηση να πούμε ότι είναι μια πολύ παλιά ιστορία, τόσο μέσα στην ιστορία της τέχνης όσο και μέσα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, όλων των πρακτικών που σχετίζονται με την μορφοποίηση αυτή του χώρου. Βεβαίως τώρα η επανάχρηση, έχει έναν πολύ επείγοντα χαρακτήρα και μάλιστα πολιτικό, καθώς ζούμε σε έναν κόσμο που διαρκώς τα κτίρια αυξάνουν και συσσωρεύονται. Άρα αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα τέτοιο περιεχόμενο, με την ευρεία έννοια πολιτικό, σε αυτή την πρακτική, και πέραν τούτου, όπως είπαμε και προηγουμένως, γίνεται επανάχρηση συγκεκριμένης επιλογής αντικειμένων, αυτά που είναι τα κοντινά μας. Εγώ ζώντας σε έναν τόπο όπου είναι παρυφές του αστικού περιβάλλοντος, είχα την ευκαιρία αυτά να βρεθούν στο περιβάλλον μου, είτε επειδή έβλεπα άλλους να τα χρησιμοποιούν, είτε επειδή τα συναντούσα σε κάθε περίπτωση στον οικείο, στον κοντινό μου κόσμο. Και έτσι, εφόσον επανασχηματίζει αυτά κανείς, είναι αυτόματο να υπάρχει μια αναφορά στον τόπο από τον οποίο προέρχονται. Δηλαδή κουβαλάνε την τοπικότητά τους, στην καινούργια τους ανασύνθεση.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, πώς θεωρείτε τι επηρεάζει το έντονο κύμα μετακινήσεων των ανθρώπων στην εποχή μας, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, την αντίληψη του χώρου και της αρχιτεκτονικής; Πώς δηλαδή το στοιχείο της τοπικότητας έρχεται να απαντήσει στην πραγματικότητα των πολυπολιτισμικών πόλεων;
Νομίζω ότι αυτός είναι από τους βασικούς άξονες μιας γενικότερης προσέγγισης που έχουμε πάνω στα πράγματα και που εκφράζεται σε αυτή την έκθεση. Νομίζω ότι το συνειδητοποίησα αυτό σαν σκέψη όταν κάναμε την “Κιβωτό” με την Φοίβη Γιαννίση το 2010 για την Μπιενάλε της Βενετίας. Εκεί δηλαδή βάλαμε αυτό το προγραμματικό στοιχείο που παρακολουθούμε να γίνεται, ότι ο “νέος αγρότης”, μπορεί να βρίσκεται στο χωράφι και έχοντας τον υπολογιστή του ή το κινητό του, να είναι συνδεδεμένος με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό είναι μια τυπική σκέψη που θέλει να μιλήσει ευρηματικά για το εξής:το γεγονός ότι η ύπαιθρος και η περιφέρεια, εν γένει μέσα στην ψηφιακή εποχή, αποκτούν πολύ ισχυρά αστικά χαρακτηριστικά, με την έννοια του ότι διακτινώνεις επικοινωνίες με το οικουμενικό. Με αυτό τον τρόπο, η περιφέρεια και η ύπαιθρος έχουν γίνει -θα έλεγε κανείς- υπεραστικές συνθήκες ζωής. Άρα την αστική εμπειρία μπορούμε να την έχουμε και όντας στην ύπαιθρο. Αυτές οι παραγωγές, όπως αυτά τα Do_As, τα έπιπλα, διαχειρίζονται σε επίπεδο κουλτούρας, αυτή τη γενική ιδέα, ότι μπορεί το αγροτικό, το λαϊκό, το pop, με το αστικό, να είναι όλα μια συνάθροιση, μια καινούργια συνθήκη, όπου δεν υπάρχουν όρια πόλης.
Ποια ζητήματα καλείται να επαναπροσδιορίσει ο επισκέπτης της έκθεσης Do_As;
Δεν μπορώ να επιβάλλω εγώ στον επισκέπτη αναγκαστικά ένα πρόταγμα του τι θα έπρεπε να σκεφτεί ή να αισθανθεί, αλλά η αίσθησή μου είναι επικοινωνώντας με φίλους και ανθρώπους που είδαν αυτό το project, ότι κατά κάποιο τρόπο βοηθάει στο να μας κάνει να σκεφτούμε τον χώρο που μας περιβάλλει, τους οικείους σε εμάς χώρους, με έναν τρόπο που διαπερνιέται από την κουλτούρα της ζωής έξω, από την ύπαιθρο. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο βάζει τον υπαίθριο βίο μέσα στον εσωτερικό χώρο. Κάνει αυτή την αντιστροφή του μέσα με το έξω. Αυτή είναι η αίσθηση που θα ήθελα να μεταδίδει: ότι η εσωτερική ζωή μπορεί να έχει την ατμόσφαιρα της εξωτερικής, όπως και αντίστροφα αυτό που έχει ήδη συμβεί είναι ότι η εξωτερική ζωή φέρει τα στοιχεία μιας εσωτερικής ζωής, επειδή είμαστε συνέχεια σε διαδικτύωση. Με ενδιαφέρει να φύγει αυτή η βεβαιότητα που έχουμε, ότι υπάρχει ένα όριο στο μέσα και στο έξω, φέρνοντας τις κουλτούρες του έξω στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού.
To έργο σας χαρακτηρίζεται στο σύνολό του από μια διερευνητική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής, η οποία εκπνέει μέσα από τον λόγο και την τέχνη. Πού αποσκοπεί η συσχέτιση αυτή;
Νομίζω ότι μοιάζω να ακούω τους ήχους της εποχής, το πώς η εποχή μας μιλάει και για μια ακόμα φορά, στην εποχή μας – και αυτό έχει ξανασυμβεί και σε άλλες εποχές- οι αρχιτεκτονικές πρακτικές με τις καλλιτεχνικές πρακτικές φαίνεται να είναι τόσο κοντά, που να μην αναγνωρίζει κανείς πολλές φορές και τα όριά τους. Αν ξεφύγουμε δηλαδή από τον προϊδεασμό ότι η αρχιτεκτονική αφορά τη δημιουργία κτιρίων και τη δούμε στη γενικότητά της, και εάν ξεφύγουμε από τον αρχικό προορισμό που θα έλεγε ότι η τέχνη υπηρετείται μέσα από το κάδρο, έχουμε φύγει πολύ από αυτές τις δύο συμβάσεις, δημιουργείται μια καινούργια περιοχή όπου με βάση την έννοια της πρακτικής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αρχιτεκτονική πρακτική και η καλλιτεχνική πρακτική είναι δύο πολύ συναφή πράγματα αν όχι τα ίδια. Το κοινό τους στοιχείο είναι ότι αφορούν τη διαπραγμάτευση του σώματος μέσα στον χώρο, με κάποιο τρόπο. Το σώμα στον χώρο, αποτελεί μια συνθήκη ενέργειας και όχι αντικείμενα. Δεν υπάρχει αντικείμενο-κτίριο γιατί δεν χτίζουμε πια ή χτίζουμε πολύ λίγο, δεν υπάρχει πια το κάδρο, αλλά υπάρχουν συνθήκες μορφοποίησης της ζωής. Εκεί λοιπόν η τέχνη και η αρχιτεκτονική είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ποια στοιχεία κρίνετε ότι καλούμαστε να αναθεωρήσουμε στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, για μια οικουμενική αντίληψη της αρχιτεκτονικής;
Νομίζω ότι η ελληνική πραγματικότητα διακατέχεται από ανακλαστικά συντηρητισμού. Δυστυχώς, η συνθήκη όπου μειώθηκε η δυνανότητα οι αρχιτέκτονες να κάνουνε κτίρια και να φτιάχνουνε χώρους, έχει συμβάλλει στη διατήρηση μιας εκκρεμότητας και συντηρητικών ανακλαστικών στην αρχιτεκτονική, που είναι κατά κάποιο τρόπο το μάθημα του μοντερνισμού, το οποίο στην Ελλάδα είναι από τα μοναδικά μέρη της Ευρώπης που συνεχίζει να παραμένει ως ένα πατριαρχικό κείμενο, το οποίο δεν μπορεί να αναιρεθεί. Επίσης, νομίζω ότι ευτυχώς έχουμε ξεφύγει πολύ από αυτά τα μινιμαλιστικά και τα στιλιστικά μοντέλα και το παρήγορο είναι ότι υπάρχει μια ακαταστασία της αναμονής, που πιθανόν να αναπαράξει ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι μια συνθήκη αναμονής με ακαταστασία, όπου παλιές βεβαιότητες φαντάζουν πολύ αδύναμες, ιδιαίτερα σε νέους ανθρώπους και έτσι μπορούμε να περιμένουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου