Δοσμένος
σὲ κατεπείγουσες δουλειὲς
Ξέχασα
πὼς κάποτε κανεὶς πεθαίνει.
Τ. Ρούζεβιτς
ΙΣΑ ΠΟΥ ΠΡΟΛΑΒΑ νὰ γεννηθῶ (θρηνώντας γοερὰ
γιὰ τὸν κόσμο ποὺ μὲ προόριζαν) καὶ μᾶς πρόλαβε ἡ Κατοχὴ στὸν Πειραιά.
Ὡστόσο πρόλαβα ν' ἀπολαύσω κάτι πρωινὰ μὲ φρυγανιές, βούτυρο
καὶ μέλι (ποὺ τώρα τοὺς ἀντιστέκομαι ἡρωικὰ λόγῳ χοληστερίνης)
κι ἔπειτα πείνα καὶ τῶν γονέων. Στὸ τέλος, τί νὰ γίνει, ἐπέζησα ἀπ'
τὸν κατοχικὸ ἐφιάλτη ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοί, πιτσιρικὰς ὅμως δεκάχρονος,
ἀνύποπτος κι ἀδενοπαθής, ἔτσι ποὺ δὲν διεκδικῶ σήμερα νὰ ἱστορήσω
τίποτα γιὰ τὸ κακὸ παιδικό μου ὄνειρο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Γλίτωσα
λοιπὸν ἀπ' τὴν ἀσιτία, τὶς ἀδέσποτες, τὰ μπλόκα (τὸ πῶς δὲν ἔχει κανένα
ἡρωικὸ στοιχεῖο) ἀλλὰ ἀμέσως μὲ πρόλαβε τὸ ὄψιμο μαρτύριο τῆς
σχολικῆς θητείας μου στὸ Δημοτικό τῆς συνοικίας μας. Καὶ μάλιστα
φορτωμένο τὸν ἀσήκωτο ρόλο τοῦ πρώτου μαθητῆ, σὲ μιὰ κρύα αἴθουσα
γεμάτη κουρεμένους μὲ τὴν ψιλὴ μηχανὴ καὶ ἀμήχανους συμμαθητές
μου. Μὴν ἔχοντας συνείδηση τοῦ θαύματος τῆς σωτηρίας μου σχιζόμουνα
ἀπ' τὰ χαράματα νὰ προλάβω τὸ ἄριστα, ἐνῶ τὰ μεσημέρια ἔτρεχα νὰ
προλάβω καὶ τὸ ποδόσφαιρο τῆς γειτονιᾶς μὲ κάτι τόπια πάνινα τῆς
συμφορᾶς, ποὺ ὅταν ἔβρεχε βάραιναν μὲ τὶς ὀκάδες (ἕνα τέτοιο μὲ
πρόλαβε ἀνέτοιμο μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἀκόμα θρηνῶ κάποιο ὡραῖο
μου μπροστινὸ δόντι).
Λαχταροῦσα νὰ διακριθῶ στὴν ἐπίθεση κι ὅλο
βρισκόμουνα στὴν ἄμυνα ἢ «φυλαρούχας», γιατί κι ἐδῶ τὶς ἐπιλογὲς
τὶς εἴχανε κάτι δυνατὰ μαγκάκια ποὺ δὲν σηκώνανε κουβέντα (ἀπὸ
τέτοια καὶ κάτι ἄλλα περισσεύει ἔκτοτε ἀνικανοποίητη ἡ ἔμφυτη
ἐπιθετικότητα τοῦ χαρακτήρα μου καὶ δὲν γνωρίζει μέχρι σήμερα
φρένο). Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἄχαρο διάλειμμα ἐφηβείας (ποὺ κάποτε πρέπει
νὰ μιλήσω διεξοδικότερα), ἰδοὺ σωτήριον ἔτος 1952 κι ἐγὼ πρωτοετὴς
στὴ Νομικὴ νὰ παριστάνω τὸν ἄντρα πρὶν τῆς ὥρας μου.
Μὲ ταχύτητα σχεδὸν κινηματογραφικὴ εἶχαν περάσει κιόλας
18 χρόνια. Δὲν εἶχα προλάβει νὰ ζήσω τίποτε ἀκόμα κι ἔπρεπε νὰ προλάβω
νὰ σπουδάσω καὶ ἀμέσως μετὰ νὰ προλάβω νὰ ἀξιοποιήσω τὶς σπουδές
μου. Ταγμένος μηχανικὰ σ' ἕνα ἐπάγγελμα ποὺ ἀργότερα διαπίστωσα
τὴν τραγικὴ ἀπαξία του, βρέθηκα γρήγορα πίσω ἀπὸ ἕνα γραφεῖο,
γεμάτος ἀπ΄ τὸ φανατισμὸ τοῦ νεοσύλλεκτου δικηγόρου ποὺ προορίζεται
λογικὰ νὰ πετύχει. Λίγο ἀργότερα, γιὰ νὰ ἐνισχύσουν, φαίνεται, τὴν
τέτοια ἀντίληψη τῆς ἀποστολῆς μου, ἦρθαν καὶ κάτι γλυκὰ λεφτὰ καὶ
μάλιστα διὰ τιμίας ἐργασίας (ποὺ ἔτρεχα σὰν τρελὸς νὰ προλάβω νὰ τὰ
ἐπενδύσω πρὶν τὰ ξοδέψω ἀνόητα καὶ μείνω στὸν ἄσσο). Δοσμένος σ' ἀνάλογους
σχεδιασμοὺς καὶ προοπτικὲς μόλις προλάβαινα νὰ φάω καὶ νὰ κοιμηθῶ
κι ἔτσι μὲ πρόλαβε νωρὶς μιὰ σπαστικὴ κολίτιδα ποὺ ἀκόμα μὲ βασανίζει
μὲ τακτικὲς δυσκοιλιότητες. Κάποια στιγμὴ ἔνιωσα ξαφνικὰ πὼς
μόλις προλάβαινα νὰ ἐρωτευτῶ (πολὺ εἶχα τραβηχτεῖ μὲ ἀλανιάρες
τοῦ σωροῦ καὶ πήγαινα στράφι κι ἐγὼ καὶ τὸ σπέρμα μου). Γύρω στὰ τριάντα
δύο μου, τότε, καὶ κάτω ἀπ' τὴν πίεση ἑνὸς γελοίου πανικοῦ, πρόλαβα
κι ἐρωτεύτηκα μιὰ πλεγματικὴ ξανθόκωλη ποὺ μοῦ ‘κανε γιὰ κάνα
χρόνο τὴ ζωὴ ποδήλατο. Ὅπως ὅμως εἶχα βγεῖ γιὰ καλὰ στὴν πιάτσα τῶν
ἀκριβῶν αἰσθημάτων πρόλαβε νὰ μ' ἐρωτευτεῖ μιὰ ἀγαθούλα καστανὴ
πού, μπλεγμένος στὸν χωρὶς ἀνταπόκριση ἐρωτά μου, δὲν πρόλαβα ν' ἀπολαύσω
τὴν παρθενία της ὅπως τῆς ἄξιζε. Τέλειωσα γρήγορα μὲ τὸν ἐρωτὰ
κι ὅ,τι πρόλαβα νὰ θησαυρίσω ἦταν μιὰ ἄλλη αἴσθηση ἔλλειψης ὅπως
τόσες ἄλλες κι ἔπεσα ξανὰ στὶς βολικὲς μεσημβρινὲς βίζιτες, ποὺ
καὶ τώρα ἀκόμα δὲν λέω νὰ τὶς κόψω...
Ὁ χρόνος μὲ πίεζε ἀφόρητα, γιατί κοντὰ στ' ἄλλα ἔπρεπε νὰ ξενυχτάω
γιὰ νὰ προλάβω τὰ διαβάσματα ποὺ ἔχασα ἀπ' τὴν ἐρωτομανία μου. Μὲ
ἀνοιχτὸ ἔκτοτε (καὶ μέχρι σήμερα) τὸ πρόβλημα τῆς καθυστερημένης
πνευματικῆς μου ἀνάπτυξης, ἀνακάλυψα γύρω στὰ σαράντα μου πὼς μόλις
προλάβαινα νὰ παντρευτῶ. Ἔπρεπε νὰ προλάβω νὰ ἱκανοποιήσω καὶ τὸν
γέρο μου ποὺ γκρίνιαζε, πρόωρα καρδιοπαθής, γιὰ τὴν ἀνεξήγητη ἀγαμία
μου (ἐνῶ ἡ μάνα μου μυστικὰ χαιρότανε τὴν τόση ἀδράνειά μου). Μὲ τὸ
σκοπὸ ν' ἁγιάζει τὰ μέσα πρόλαβα νὰ ἐμφανιστῶ γλυκούτσικα σοβαρὸς
μὲς στὰ ἀμπιγὲ κοστούμια μου σ' ἀπανωτὰ προξενιά, ὀργανωμένα ἀπὸ
συγγενεῖς καὶ φίλους, ὅπου ἡ γνωστὴ παρέλαση τῶν σιτεμένων κοριτσιῶν
ποὺ εἶχαν μείνει στὸ ράφι ἔγινε μιὰ κρυφὴ σαδιστική μου διασκέδαση.
Ἡ γυναίκα μου ἀκόμα μὲ θυμᾶται μὲ τὴ γνωστὴ ὑπεροχὴ τοῦ δῆθεν πεπεισμένου
ἐργένη στὸ μοιραῖο προξενιό, ποὺ κι ἐκείνη ἀφέθηκε ἀπὸ ἀνία καὶ
παρόμοιες νοσηρὲς διεργασίες. Ξεπεράσαμε ἀναπάντεχα τὸ κωμικὸ
σκηνικό τῆς γνωριμίας μας γιὰ νὰ ἐξαντληθοῦμε συνέχεια σὲ βαθυστόχαστες
ἀναλύσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ καταλήξουμε στὸ ἐπίσης βαθυστόχαστο
συμπέρασμα πὼς ἡ ἀνθρώπινη ἐπαφὴ εἶναι κάτι σὰν χαμένο ἀρχέτυπο.
Ὅ,τι μπορεῖ νὰ ἐλπίζει ἕνας ἄνδρας ἀπὸ μιὰ γυναίκα κι ἀντίστροφα εἶναι
ἕνα ἀμοιβαῖο αἴσθημα ἀνοχῆς, ἀρκετὸ ὡστόσο γιὰ νὰ συντηρήσει
καὶ τὴ γαμήλια συμβίωση. Μετὰ ἀπὸ τόσο βαθμὸ αὐτογνωσίας νιώσαμε
ξαφνικὰ μοναδικὰ ὥριμοι γιὰ ἕνα γάμο ποιότητας, ποὺ ὑποτίθεται
ὅτι ἦταν ἐλεύθερη ἐπιλογή μας. Ἡ φυσικὴ ἕλξη κι ὁ φόβος τῆς μοναξιᾶς
καθὼς μᾶς παίρνανε τὰ χρόνια δούλεψαν κρυφὰ σὰν συγκολλητικὲς οὐσίες,
ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἐκλογικεύσεις μας ἦταν ἡ σάλτσα ποὺ γαρνίραμε τὸ
ἄνοστο φαγητὸ τῆς συνύπαρξης.
Πολύ τὸ τράβηξα ὅμως πάλι σὲ προσωπικὲς ἀφηγήσεις, σὰν νὰ ἔχουν
κάποια ἀξία γιὰ τὴν ἄνθρωποτητα ποὺ κοιμᾶται πάντοτε μακάρια
(καὶ καλὰ κάνει). Κι αὐτὰ παθαίνω ἐνῶ μέσα μου ἔχω παραιτηθεῖ ἀπὸ
τ' ὄνειρο τοῦ συγγραφέα, ποὺ βέβαια δὲν προσφέρεται, γιὰ δῶρο ἐπειδὴ
καίγεσαι, νὰ γράψεις κάτι, γιὰ τὴν ἀτομική σου περιπέτεια στὸν κόσμο.
Παραμένει ὅμως τώρα, καθὼς χώνομαι γιὰ καλὰ στὴν κλιμακτήριο, τὸ ἄλλο
γνωστὸ πρόβλημα: Μέσα ἀπὸ τόσες ἐμπειρίες καὶ βιώματα θὰ προλάβω
νὰ ἐντοπίσω κάποιο νόημα στὴ ζωή μου; Θὰ προλάβω, ἔστω, νὰ διασώσω
κάποιες ἀξίες ἀπ' τὸ χρόνο ὥστε νὰ χτίσω πάνω τους τὴν προσωπική
μου, ποὺ λένε, φιλοσοφία; Παιδιάστικες ἀπορίες. Μόλις σκεφτῶ σοβαρά
τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, τὴν οὐσία τῆς ὕπαρξης καὶ τὰ τέτοια μὲ προλαβαίνει
σύννεφο ἡ σύγχυση κι ἀρχίζω νὰ νυστάζω. Καὶ τὸ μόνο ποὺ προλαβαίνω
νὰ καταλάβω πρὶν πάω γιὰ ὕπνο εἶναι πῶς ὅλη ἡ προσωπική μας ἱστορία
μένει στὸ τέλος τὸ λειψὸ σενάριο τῆς ἀπὸ καταβολῆς μπερδεμένης ζωῆς
πού, γράφοντας ἢ ὄχι, δὲν γίνεται οὔτε τὸν ἴσκιο της νὰ προλάβουμε.
Πηγή: Ὀκνηρίας ἐγκώμιον (ἐκδ. Στιγμή, 1985)ΠΛΑΝΟΔΙΟΝΒασίλης Καραβίτης (Νέα Ὀρεστιάδα, 1934 – Ἀθήνα, 2016). Σπούδασε Νομικά καὶ δικηγοροῦσε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐξέδωσε ἐννέα ποιητικὲς συλλογές, δύο πεζογραφήματα καὶ εἶχε μεταφράσει ξένη μεταπολεμικὴ ποίηση καὶ ἰδιαιτέρως ὁρισμένους καινοτόμους καὶ ἄγνωστους τότε στὴν Ἑλλάδα Πολωνοὺς ποιητές (Χέρμπετ, Μιλότς, Ρουζέβιτς, Σιμπόρσκα, κ.ἄ.). Ὑπῆρξε ἀπὸ τὰ ἱδρυτικὰ μέλη τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων. Τακτικὸς συνεργάτης τοῦ περιοδικού Διαγώνιος στὴ Θεσσαλονίκη.
planodion | 21 Μαρτίου 2018,
5:18 π.μ. | Ἐτικέττες: Βασίλης Καραβίτης, Διήγημα, Λογοτεχνία | Κατηγορίες: Αυτοβιογραφία, Ελληνικά, Καραβίτης Βασίλης, Μονόλογος, Χαρακτήρες | URL: https://wp.me/pJQxn-2Lf
|
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018
Βασίλης Καραβίτης : Το τραίνο της ζωής και γιατί δεν το προλαβαίνουμε
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου