του Άντη Ροδίτη
Με το που ανακοινώθηκε η λίστα με τα
υποψήφια βιβλία για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας 2017 ένας ανίδεος φίλος μου,
μου έστειλε τις ευχές του: «Καλή επιτυχία, Άντη. Χρ. Τ.». (Δεν
γράφω όλο του το όνομα, μπορεί να μην θέλει). Λοιπόν, είναι αλήθεια. Υπέβαλα
και φέτος στην κατηγορία «Δοκίμιο/Μελέτη για τη Λογοτεχνία» έργο
πεντήκοντα (50) σελίδων πλήρως τεκμηριωμένο με παραπομπές σε ντοκουμέντα,
έγγραφα και μαρτυρίες και τίτλο Σκιαγράφηση Κυπρίου διανοουμένου/ πνευματικού
ανθρώπου/λογοτέχνη. (Eπισυνάπτεται). Έχει θέμα ακριβώς ένα
από τα μέλη της πενταμελούς Κριτικής Επιτροπής. Τα άλλα τέσσερα μέλη, εξίσου
υψηλής περιωπής άτομα, της τάξης των γαλαζοαίματων του πνεύματος και του
υποκόσμου της κυπριακής λογοτεχνίας είναι: Μία κωφάλαλη, ένας σταλινικός, ένα
αγνώστου ταυτότητας υποκείμενο και η εξ Ελλάδος Πρόεδρος, μια καπάτσα (τι
άλλο;) Καλαμαρίνα, που κατάφερε ν’ αφήσει σύξυλο τον δικό της Τιτανικό και η
ίδια να επιβιβαστεί λάθρα στις λέμβους με τα γυναικόπαιδα .
Επί τη ευκαιρία σας παρουσιάζω ένα
από τα διηγήματα της συλλογής Εγκώμια για γαϊδούρια, επίσης
υποψήφιο για βράβευση. Το βιβλίο με όλα τα διηγήματα θα υποβληθεί εκπρόθεσμα
την ερχόμενη εβδομάδα, όπως μια ανθολογία πέρσι που
υποβλήθηκε εκπρόθεσμα για να βραβευτεί τελευταία στιγμή ως ΜΕΛΕΤΗ με χίλια
ψέματα, στρεβλώσεις και παραπλανήσεις με στόχο να μη μάθει ποτέ ο κόσμος την
αλήθεια της Ιστορίας του μέσα από τα Γράμματα στη Μητέρα του Κώστα Μόντη.
Θα μου πείτε «και ποιον νοιάζει;» Μα γι’ αυτό ακριβώς το δημοσιεύω, επειδή δεν
νοιάζει κανέναν. Ούτε τον Πρόδρομο που διετέλεσε παλιά λογοτέχνης. Νά το:
Μια
φορά κι έναν καιρό ήταν ένας που δεν είχε δει ζωντανό γάιδαρο στη ζωή του. Είχε
δει ζωγραφιές του, φωτογραφίες του, είχε δει γαϊδούρια στο σινεμά να περπατούν
με τα τέσσερά τους κανονικά, σαν κανονικά γαϊδούρια που ήταν, αληθινό γάιδαρο,
όμως, δεν είχε δει ποτέ.
Όταν
επιτέλους έφτασε η μέρα και του έδειξαν στον δρόμο ένα ζωντανό γάιδαρο με τ’
αυτιά του, με τη στοματάρα του, τις δοντάρες του, τα ρουθούνια και τις ματάρες
του, να γκαρίζει κανονικά σαν κανονικός γάιδαρος που ήταν, είπε:
–
Να, κύριέ μου, ένας αληθινός γάιδαρος.
Να
τ’ ακούσει ο γάιδαρος έγινε Τούρκος:
–
Μα να με πει εμένα «γάιδαρο»;
–
Μα αφού είσαι. Ένας σκέτος, απλός, κανονικός, νορμάλ γάιδαρος, τι να σ’ έλεγε,
«άνθρωπο»;
–
Όχι, δεν γίνονται αυτά τα πράματα.
–
Πώς δεν γίνονται, αυτά κι αν γίνονται. Κατ’ ακρίβεια όλο αυτά γίνονται και το
ξέρεις μια χαρά σαν κανονικός γάιδαρος που είσαι.
–
Εγώ, γάιδαρος;
–
Εσύ, ντε, γαϊδουρογάιδαρος μάλιστα, λεβέντης, με τα όλα σου.
–
Όχι, όχι, όχι. Αυτό δεν θα το δεχτώ.
–
Βρε, γάιδαρέ μου, έτσι σ’ έκαμε ο Θεός… Γαϊδουρογάιδαρο!
–
Μην πιάνετε τον θεό στο στόμα σας.
–
Μπα!
–
Τι «μπα»;
–
«Μπα», διότι γάιδαρος και θεολόγος… σιγά μην και φιλόλογος!!
–
Νά, κύριέ μου, είπε κείνος που δεν ξανάδε γάιδαρο,
ένα γάιδαρο που είναι και θεολόγος, ίσως και φιλόλογος…
–
Σιγά, μην και δόκτωρ, είπε ένας περαστικός.
–
Ασφαλώς και δόκτωρ, είπε ο γάιδαρος, παλιογαϊδούρια όλοι σας, που θα με πείτε
εμένα γάιδαρο! Εγώ, βρε, μέχρι ποιήματα γράφω. Γαϊδούρια, ε γαϊδούρια.
Και
τράβηξε ο γάιδαρος τον δρόμο του. Κι εκείνος που για πρώτη φορά έβλεπε γάιδαρο
φιλόλογο, θεολόγο, δόκτορα και ποιητή έμεινε με ανοικτό το στόμα. Δοκίμασε
μάλιστα να γκαρίσει αλλά αμέσως το μετάνιωσε. «Εδώ που φτάσαμε…», σκέφτηκε.
Μόνο που μια φραγκισκανή μοναχή, που πέρναγε εντελώς τυχαία δίπλα του εκείνη τη
στιγμή, ακούστηκε ευκρινώς που γκάρισε. Πήρε τότε ν’ ανοίξει το σουγιαδάκι που πάντα
κράταγε για τα καρύδια και μ’ αυτό να κόψει τον λαιμό του, να γεμίσουν οι τόποι
αίματα. Μα λυπήθηκε τους δρόμους που έλαμπαν ολοκάθαροι, μη μαγαριστούν!
ΑΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου