ΟΥΤΕ ΝΑΙ, οὔτε ὄχι ἔλεγαν τότε τὰ κορίτσια
στὸν πατέρα τους, ἔσκυβαν τὸ κεφάλι. Τὴν Κυριακή, ποὺ κλείνει δεκαεννιά,
ἡ Ρήνα πάει νύφη στὸν Ταΰγετο, δυὸ ὧρες δρόμος. Θά ’ρθει νὰ τὴν πάρει
ὁ γαμπρὸς μὲ τὸ ἄλογο στὸ σπίτι του, τὸ δίπατο, νὰ στεφανώσουν.
Τὴ
στόλισαν, τὴν τραγούδησαν, τὴν ἔντυσαν τὸ νυφικό, τὸ βέλο. Κάλτσες,
παπούτσια ἀπ΄ τὸ γαμπρό, ὥρα τὴν ὥρα.
Τὸν
εἶδε νὰ δένει στὴν αὐλή τους τὸ ἄλογο, στολισμένο. Φουρφούρισε ἡ καρδιὰ
ἀπὸ ταραχή. Ὄμορφος, νιός, ἀσίκης!
Τῆς
φόρεσε τὴν κάλτσα τὴ μεταξωτή, τὸ γοβάκι τὸ ἄσπρο. Μάτι δὲ σήκωσε νὰ
τὴν κοιτάξει. Εἶχε πάνω-κάτω τὰ χρόνια της, στὰ δάχτυλα ποὺ ἔτρεμαν,
εἶδε τὴν ταραχή του.
Τὴν
ἔβαλε πίσω στὸ ἄλογο. Αὐτὲς οἱ πλάτες οἱ γερές, τοῦτο τὸ σγουρὸ κεφάλι
ἦταν ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς τὸ ριζικό της. Δυὸ ὧρες δρόμος μὲ τὸ ἄλογο, ὁ ἀχὸς
μονάχα τοῦ βουνοῦ μέσα στὰ πεῦκα, τὰ πέταλα τοῦ ἀλόγου, καὶ ἡ καρδιά
της ποὺ ἔδωσε μιὰ καὶ ἄνθισε ἀπὸ κατάκλειστο μπουμπούκι.
Δυὸ
ὧρες δρόμο κράτησε γιὰ τὴ Ρήνα ὁ ἔρωτας στὴν ἄχαρη ζωή της. Ὁ γαμπρὸς
τὴν περίμενε στὸ σπίτι του τὸ δίπατο μὲ τὰ βιολιά. Εἶχε τριπλᾶ τὰ χρόνια
της. Μὲ τὸν μπραζέρη*, ποὺ ἔστειλε μὲ τὸ ἄλογο νὰ τὴν ποδέσει τὸ γοβάκι,
ἔκοψε τὰ πολλὰ-πολλά. Τὸ εἶδε στὰ μάγουλά του τὸ ζεμάτισμα, τὴ συννεφιὰ
ποὺ σκέπασε τὴ δικιά της ὄψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου