Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Η ασέβεια της ευσεβούς μνήμης


   
Η εξαφάνιση ή πάντως η αλλοίωση του ιστορικού προσώπου και της ιστορικής μνήμης μιας πόλης είναι από τις σημαντικότερες συνέπειες που έχουν κατά κανόνα, αν όχι εξ ορισμού, εκ των πραγμάτων, οι αναπλάσεις πλατειών και δημόσιων χώρων, όποιες ανάγκες κι αν υπηρετούν.
Θυμηθήκαμε έτσι στην προηγούμενη επιφυλλίδα την πλατεία Κοτζιά, πρότυπο κάποτε κέντρου κοινωνικής ζωής, τώρα πρότυπο ανθρωποδιώχτη· ας θυμηθούμε τώρα μια σκανδαλωδώς τζάμπα ανάπλαση, όπως της πλατείας Συντάγματος, από τον κατά τύχη δήμαρχο Νίκο Γιατράκο, όταν ο ψηφισμένος δήμαρχος Εβερτ προτίμησε τους θώκους της Βουλής, και αμέσως πριν αρχίσουν τα έργα για το μετρό, οπότε και ξαναξηλώθηκε η πλατεία, παρά τις απατηλές διαβεβαιώσεις του κατά τύχη δημάρχου· τέλος, ας θυμηθούμε μια καλαίσθητη ανάπλαση, όπως της πλατείας Κολωνακίου, από τους σπουδαίους Αντωνακάκηδες, που ωστόσο δεν ξεπέρασε τα όρια της ωραίας μακέτας, για λόγους ουσιαστικά κλίμακας: ήθελε διπλάσιο ή και τριπλάσιο χώρο για να αναπτυχτεί η μακέτα σε πλατεία όπου θα χωρούσαν, θα ανάπνεαν και θα λειτουργούσαν τα πλήθος ενδιαφέροντα στοιχεία.

Η κλίμακα, ο περιβάλλων χώρος, μπορεί ως γνωστόν να αναδείξει ή να χαντακώσει ένα έργο τέχνης.
Ενδεικτικά, ο γυάλινος Δρομέας του Βαρώτσου που ασφυκτιούσε στον περιμετρικό κλοιό των κτιρίων της Ομόνοιας και αδικούνταν από ορισμένες γωνίες, ενώ τώρα τρέχει ελεύθερος στην ανοιχτωσιά απέναντι απ’ το Χίλτον.
Αλλο παράδειγμα, ο περίφημος Εφηβος του Απάρτη, που φυτεύτηκε κάποια στιγμή σ’ ένα τριγωνάκι μπροστά απ’ την Αγία Φωτεινή, στη συμβολή Καλλιρρόης και Βουλιαγμένης, κι έτσι όπως τον έβλεπες κατηφορίζοντας, ο περήφανος Εφηβος γινόταν ένα κακόμοιρο παιδάκι δίχως ρουχαλάκια.
Στην προνομιακή πλατεία Αλεξάνδρας στο Πασαλιμάνι τώρα, από τα πρώτα στοιχεία που με έδεσαν με την καινούρια μου πόλη πριν από έντεκα κιόλας χρόνια, μια καλλιεπής, στα όρια της ωραιοπαθούς, σχεδιαστική παρέμβαση μοιάζει να κατάργησε τον ελεύθερο, χαλαρό χαρακτήρα της πλατείας, υποτάσσοντας όλα τα νέα στοιχεία και ουσιαστικά ολόκληρη την πλατεία στην ανάδειξη ενός μνημείου για τη «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».
Ρουμελιώτης από πατέρα, Πόντιος απ’ τη μάνα μου, μολονότι όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια τα πέρασα στο ελατόφυτο χωριό του πατέρα, συναισθηματικοί λόγοι έβαζαν μπροστά τον Πόντο, τα τραγούδια του και τους χορούς του.
Περίμενα έτσι με αυξημένη περιέργεια, αν και απ’ την άλλη καχύποπτα, ομολογώ, την ανάπλαση της πλατείας και κυρίως το μνημείο.
Το Πυρρίχιο Πέταγμα» του Παναγιώτη Τανιμανίδη, στην πλατεία Αλεξάνδρας, στην είσοδο του Πασαλιμανιού Βασίλης Μαθιουδάκης
Οσα διάβαζα από δω κι από κει ηχούσαν ενδιαφέροντα και υποσχετικά: Μια σύνθεση από μεταλλικούς κυλίνδρους, με τριακόσιες τόσες χιλιάδες ελάσματα, όσα οι νεκροί, και αυτοί οι κύλινδροι σχηματίζουν ένα τόξο, που δείχνει την πορεία των ξεριζωμένων Ποντίων από τον έναν τόπο σε άλλον, και μέσα στους κυλίνδρους επιμέρους γλυπτά, πράγματα που άφησαν πίσω ή άλλα που πήραν μαζί τους, το λουκέτο απ’ το σπίτι που έκλεισαν οριστικά, το προσφυγοπούλι με μια λύρα, κιάλια, αργαλειός, και άλλα, ίσως δυσνόητα μα καταρχήν ερεθιστικά, όπως «η ξύστρα της άγραφης Ιστορίας», ή «τα γόρδια δεμένα πλοία των συμμάχων…» κ.ά.
Ομως ένα έργο τέχνης, και ιδίως σε υπαίθριο, δημόσιο χώρο, δεν λειτουργεί με λυσάρι από κοντά· είναι ή δεν είναι, δείχνει ή δεν δείχνει, δίνει ή δεν δίνει ερεθίσματα για δικές σου προβολές και ερμηνείες.
Κι από κει και πέρα, οι αναλύσεις των ειδικών και πρώτα πρώτα ο λόγος του δημιουργού, εδώ του Παναγιώτη Τανιμανίδη, σίγουρα παίζουν καθοριστικό ρόλο, παρέχουν ερμηνευτικά κλειδιά, αλλά πάντα «από κει και πέρα».
Ο οποίος λόγος του δημιουργού, ένα μάλλον λυρικό κείμενο με αναμνήσεις από τον πατέρα του, περιγραφή του έργου και πλήρη κατάλογο των επιμέρους γλυπτών, παρουσιάζεται ελληνικά και αγγλικά σε ένα αναλόγιο μπροστά από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο-πλαίσιο του μνημείου, κάτι που δύσκολα μπορώ να θυμηθώ σε δημόσια εκτεθειμένο έργο.
Δυστυχώς, πάλι ο θεατής, ο περαστικός, ακόμα κι από μακριά, κι από την αντίπερα άκρη του Πασαλιμανιού, το έργο θα δει, δεν θα διαβάσει την ανάλυση.
Κι αυτό που βλέπει, υπερμέγεθες, εκτός κλίμακας, κυρίως, κυριότατα: που φράζει, κατά μία έννοια, μπουκώνει τον ορίζοντα, στα όρια της ύβρεως, τολμώ να πω, μοιάζει, κατά την αίσθησή μου, σαν μια αψίδα από αστραφτερούς σκουπιδοντενεκέδες, στην καλύτερη περίπτωση –γιατί υπάρχει και η χειρότερη: υπό γωνία, από το πλάι, όπου παρουσιάζεται μια σκέτη μουτζούρα.
Το μνημείο από την απέναντι άκρη του λιμανιού, μπροστά από το Ναυτικό Νοσοκομείο Το μνημείο από την απέναντι άκρη του λιμανιού, μπροστά από το Ναυτικό Νοσοκομείο | Βασίλης Μαθιουδάκης
Προσωπική οπωσδήποτε η αίσθηση, αυθαίρετη, αν θέλετε, αίσθηση ενός απλού φιλότεχνου και πιο πολύ χρήστη της πλατείας.
Ετσι κι αλλιώς, πέρα από την υποκειμενική και ό,τι άλλο θέλετε να την πείτε αίσθησή μου, ακόμα κι αριστούργημα, όπως θα το θεωρούν πολλοί το έργο, το κύριο είναι η αναλογία και η κλίμακα, το έργο που καβαλάει ολόκληρο το τοπίο, που επιβάλλεται στανικά στο τοπίο και στον χρήστη, θεατή, περαστικό κτλ.
Μου φαίνεται αλήθεια ασέβεια, όσο ευγενής κι αν είναι η μνήμη, και φυσικά οι προθέσεις.
ΥΓ. Και ένα ανέκδοτο. Τα εγκαίνια της πλατείας και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τέλη Μαΐου του 2017.
Επειτα από εφτά ολόκληρους μήνες, στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του μαρινάκειου πλέον Βήματος αφιερώθηκε στο έργο ένα δισέλιδο με τις γνώμες τεσσάρων ειδικών, χωρίς την παραμικρή μνεία στο γεγονός, πότε δηλαδή έγινε κτλ. Μόνο πως «αποτελεί χορηγία του Βαγγέλη Μαρινάκη» –«της οικογένειας των Υψηλαντών», σύμφωνα και με επιγραφή στον χώρο του μνημείου.
Του ενός μάλιστα από τους τέσσερις ειδικούς δημοσίευσαν γράμμα του στον γλύπτη, που αρχίζει: «Αγαπητέ φίλε Παναγιώτη, χθες, την Κυριακή το μεσημέρι, ήμουν και εγώ εκεί…», δηλαδή στα αποκαλυπτήρια, και θα νομίζει ο αναγνώστης πως έγιναν κάπου μέσα στον Δεκέμβρη.
Η ταπείνωση της δημοσιογραφίας. Επειτα από έναν μήνα, στις 4 Φεβρουαρίου, πάλι στο Βήμα, μία σελίδα παρουσιάζει γλαφυρά το έργο και δίνει τον λόγο στον γλύπτη, πάλι για ένα έργο κι ένα γεγονός που συνέβη άγνωστο πότε. Θα έχουμε και συνέχεια;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου