Σε κάτι λίγα σημεία της Αθήνας συναντά κανείς "Λούστρους", δηλαδή στιλβωτές
υποδημάτων, που προφανώς δεν επιδοτούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού για να προσδίδουν μια μεσοπολεμική εσάνς στο
χώρο(!), αλλά βγάζουν το ψωμί τους γυαλίζοντας παπούτσια – και για την ακρίβεια
παπούτσια επιδεκτικά γυαλίσματος…
Όταν τους βλέπω, αναρωτιέμαι για το είδος της πελατείας
που εξυπηρετούν. Και υποψιάζομαι πως μάλλον πρόκειται για ευγενικούς μεσοαστούς
προχωρημένης ηλικίας – δεδομένου ότι στο συγκεκριμένο πελατολόγιο αδυνατώ να
εντάξω άλλες ταξικές κατηγορίες.
Η υπόθεση των λούστρων μου θυμίζει το πιο γελωτοποιό «ανέκδοτο»
της ζωής μου. Για την ακρίβεια μάλιστα δεν πρόκειται για «ανέκδοτο», από αυτά
που συνθέτει η ανώνυμη ευρηματικότητα, αλλά για πραγματικό περιστατικό.
Οι λούστροι ήταν καταφρονημένοι και φουκαράδες, χαμάληδες
που δάνειζαν το επαγγελματικό τους όνομα στο υβρεολόγιο της εποχής. Ο
συγκεκριμένος χαρακτηρισμός ήταν άκρως
υβριστικός και συνεπαγόταν κυρώσεις : Έλεγες κάποιον «λούστρο» και προετοιμαζόσουν
να παίξεις μπουνιές μαζί του…
Τω καιρώ εκείνω, λοιπόν, υπήρχε το σινεμά «ΑΘΗΝΑΪΚΟΝ»,
πίσω από το παλιό Δημαρχείο, όπου «μαζευόσαντε» ( και γ@μώ τον ρηματικό τύπο!)
λούμπεν στοιχεία, κοπανατζήδες μαθητές, επαρχιώτες που δεν είχαν στέγη,
μικροπωλητές, φτωχοδιάβολοι κάθε λογής – μεταξύ άλλων και λούστροι. Οι τελευταίοι έκαναν κάτι ενοχλητικό , καθότι
έπαιρναν μαζί τους στον κινηματογράφο και τα κασελάκια με τις μπογιές, τις βούρτσες, και τον λοιπό εξοπλισμό τους. Τελικά η διεύθυνση αποφάσισε
να νουθετήσει τους ενοχλητικούς χρησιμοποιώντας
ως όργανο μια πινακίδα :
ΠΑΡΑΚΑΛΕΙΤΑΙ Η ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΚΑΣΕΛΑΚΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΞΩ !
Το «κοντράστ»
μεταξύ «αξιότιμης πελατείας» και κασελακίων έβγαλε πολύ γέλιο ! Τότε, με εκείνη την «τάξη»
κοινωνικών αξιών !
Αλλά το
χιούμορ όπως και ο,τιδήποτε άλλο έχει
ιστορικότητα και γίνεται ακατανόητο στους
μεταγενέστερους, εκτός αν κάποιος διαθέτει προπονημένη ιστορική αίσθηση και φαντασία.
Σε ένα άρθρο στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ο Ιάκωβος
Ανυφαντάκης επιστρατεύει μια κατοχική εικόνα με παιδιά-λούστρους, να γυαλίζουν τις
μπότες Γερμανών στρατιωτών. Η δουλειά φυσικά δεν είναι ντροπή , αλλά η εικόνα μου ψιθυρίζει
κάτι – πως με διάφορους τρόπους η Ιστορία επαναλαμβάνεται….
ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΤΟ ΑΡΘΡΟ :
Η τραγωδία
και η νοσταλγία
Συντάκτης:
Ιάκωβος
Ανυφαντάκης, εφημερίδα των Συντακτών
Στο τέλος του βίου του ένα παλιό μέλος της
γερμανικής υγειονομικής υπηρεσίας που έδρασε στην Ελλάδα την Κατοχή ξεκίνησε να
συλλέγει φωτογραφίες από τη χώρα μας την περίοδο 1941-1944. Ηθελε να
εμπλουτίσει το αρχείο με όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες, γι’ αυτό έσπευδε
να αγοράσει οποιεσδήποτε φωτογραφίες παλιών συμπολεμιστών του κατάφερνε να
εντοπίσει.
Οταν πέθανε η κόρη του πούλησε τη συλλογή στον Βύρωνα Μήτο με
τον όρο να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του. Οπως μας πληροφορεί ο Μήτος, οι
φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από στρατιώτες που πέρασαν από τα Βαλκάνια την
περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Χάρη στην ευαισθησία των εκδόσεων Ποταμός
ένα τμήμα της συλλογής γίνεται προσιτό σε όλους μέσα από τον παρόντα πολυτελή
τόμο. Η συνεισφορά δύο νέων ιστορικών, της Αννας Μαρίας Δρουμπούκη και του
Ιάσονα Χανδρινού, στον τόμο είναι υπερπολύτιμη. Αναλαμβάνουν να γράψουν μια
πλήρη και χρηστική σύνοψη της κατοχικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης που τονίζει
τη μοναδικότητα όσων έλαβαν χώρα στην πόλη. Ακόμα, είναι υπεύθυνοι για την
πραγματολογική έρευνα γύρω από τις φωτογραφίες και τις απαραίτητες λεζάντες για
να μπορέσει ο αναγνώστης να συνδέσει την εικόνα με την ιστορία της εποχής.
Η θεματολογία του τόμου κινείται γύρω από
την καθημερινή ζωή των Γερμανών στρατιωτών. Απουσιάζουν εικόνες από τις
πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Πειθαρχία προς
εντολές να μη δημοσιοποιήσουν απόρρητες ενέργειες, αδυναμία να χρησιμοποιήσουν
την κάμερα εκείνη τη στιγμή ή απροθυμία να διαφυλάξουν για το μέλλον αυτή την
πλευρά από την παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη.
Οι μόνες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι
ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα είναι ορισμένες αεροφωτογραφίες ή κάποιες άλλες
που πιθανόν να ήταν υλικό προπαγάνδας. Λέγοντας, όμως, καθημερινότητα πρέπει να
δούμε ποια είναι αυτή η καθημερινότητα. Οι στρατιώτες απαθανατίζουν εξαιρετικές
στιγμές από τη ζωή τους: μια βαρκάδα με μουσική στον Θερμαϊκό, αγώνες
ποδοσφαίρου, κομβικά γεγονότα.
Συνολικά οι φωτογραφίες της συλλογής
θυμίζουν αυτές που θα αντικρίζαμε σε ένα ταξιδιωτικό λεύκωμα. Ο χώρος
επιλέγεται με βάση την ομορφιά του. Οι ντόπιοι αντιμετωπίζονται με εξωτισμό,
κάτι που γίνεται ολοφάνερο σε μια μικρή σειρά από φωτογραφίες παραδοσιακών
επαγγελμάτων.
Ο φακός δεν εστιάζει πάνω στους Ελληνες,
παραμένουν ανώνυμοι, σε κίνηση και στο περιθώριο, σε αντίθεση με τους Γερμανούς
που είναι το επίκεντρο του κάδρου, συχνά χαμογελαστοί σε μια επιμελημένη πόζα.
Απουσιάζουν στοιχεία που θα μπορούσαν να υποσκάψουν τη θέση τους: η ειρωνεία, ο
ερωτισμός, το χιούμορ. Εξαίρεση είναι η εικόνα ενός στρατιώτη με ένα κουτάβι
στο φτερό του αυτοκινήτου του.
Συχνά, όμως, οι λήψεις από τα σημαντικά
γεγονότα -τις τελετές παράδοσης, τις παρελάσεις- είναι από αφύσικες γωνίες
εντείνοντας την αίσθηση του προσωπικού βλέμματος. Οι φωτογραφίες της συλλογής
δεν κατορθώνουν μια συνολική αφήγηση της ιστορίας της κατοχικής Θεσσαλονίκης,
αλλά η αποσπασματικότητα των επιλογών τους αποκαλύπτει πώς αντιμετώπιζαν οι
στρατιώτες την πόλη που είχαν υπό την κατοχή τους σε μια εποχή που η έκβαση του
πολέμου ήταν άγνωστη. Το ίδιο και η τύχη τους αλλά και η αποτίμηση της
παρουσίας τους εκεί.
Αυτό που θυμίζει πάνω απ’ όλα ο τόμος
είναι ότι ο πόλεμος, ακόμα και στις πιο βίαιες και ακραίες μορφές του, είναι
μια ενέργεια που εκτελείται από νέους, συνήθως, άνδρες στα χρόνια της ακμής
τους. Εξοικειώνονται με την τραγωδία του, αυτήν που υποφέρουν οι ίδιοι και
αυτήν που προκαλούν, και μέσα από τις φωτογραφίες που τραβάνε δημιουργούν τις
συνθήκες για να νοσταλγήσουν τις περιπέτειές τους αργότερα, στο τέλος της ζωής
τους.
Αν κάποιος αντίκριζε το υλικό αυτό
αγνοώντας το ιστορικό πλαίσιο είναι πιθανόν να έβρισκε συμπαθητικές αυτές τις
νεανικές φιγούρες που αντιμετωπίζουν τη Θεσσαλονίκη με τη διάθεση του
ταξιδιώτη. Ομως όλοι γνωρίζουν την τραγωδία που προκάλεσαν στον πληθυσμό της
πόλης οι συγκεκριμένοι νέοι που ποζάρουν στον φακό.
Και εδώ έρχεται η βαθύτερη συμβολή της
έκδοσης, αφού μέσα από τη νοσταλγία της νεότητάς τους βλέπουμε τον τρόπο με τον
οποίο αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα, εκείνα που επέλεγαν να απαθανατίσουν
και να κουβαλήσουν μαζί τους στη συνέχεια, αλλά και όσα άφηναν εκτός κάδρου,
στο περιθώριο της εικόνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου