της Νατάσας Κεσμέτη
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ νὰ τὰ σπρώξει
πέρα καὶ τὰ θυμᾶται καταλεπτῶς ὅλα ἐκεῖνα, ὁ Φύλακας βρίσκει μιὰ γωνιὰ
καὶ κλαίει. Εἶναι βέβαια Καλύμνιος. Ἐκεῖ κυρίως δίνουν τόσο σπάνια ὀνόματα
σὰν αὐτὸ τοῦ Σκευοφύλακα.
Ὅταν ὁ πόνος κάπως ξεθυμάνει κι ὁ θυμὸς καταλαγιάσει ἀρκετά, ὁ Φύλακας
σκέφτεται τὸ σῶμα τῆς ἀγάπης του, τὸν τρόπο ποὺ χαμηλώνει τὰ βλέφαρα,
τὸν ἀργὸ βηματισμό της, τοὺς ἀναστεναγμούς της, ὅταν τὴν ἀγκαλιάζει
βαθιὰ καὶ μπορεῖ πιὰ νὰ ἀναπνεύσει ἐλεύθερα ὣς τὴν ἑπόμενη κρίση. Οἱ
ἀναστεναγμοί της τὸν βεβαιώνουν πὼς εἶναι ἐπιθυμητός, κι ἡ ψυχή
του γεμίζει θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἑαυτό του ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ἐπιθυμητός.
Ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς στραμμένος σ’ αὐτήν, εἶναι ταυτόχρονα στραμμένος
στὸ ἀπολαυστικὸ καμάρι γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Γιὰ κάμποσα χρόνια, καὶ μάλιστα τὰ πιὸ κρίσιμα, τὸν Φύλακα τὸν διώχνανε
ἀπὸ παντοῦ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια διώχνανε τοὺς δικούς του, χωρὶς νὰ κάνουν
ἐξαίρεση γι’ αὐτόν. Ὅλοι στὴν οἰκογένειά του ἦσαν κουραστικοὶ καὶ ἀνεπιθύμητοι
ἄνθρωποι. Ὁ Φύλακας ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι του νὰ ἱκανοποιεῖ
συγγενεῖς καὶ ξένους ἔτσι ποὺ νὰ καταφέρει τελικὰ νὰ ἀνατρέψει τὴν
κατάσταση, ἀλλὰ μάταια. Δὲν μποροῦσε νὰ ρίξει κανένα βέλο μπροστὰ
στὰ μάτια του. Αὐτὸ ποὺ σκεφτόταν ἤ ἔνιωθε γραφόταν ἀμέσως στὸ πρόσωπό
του, κι ὅσο ἀνακατεμένο μὲ μιὰν ἀνεξήγητη ἔκφραση συμπάθειας νὰ
φανερωνόταν, ὁ καθένας εὔκολα μάθαινε τί πραγματικὰ πίστευε. Ὅποιες
προσπάθειες καὶ νὰ ἔκανε, δὲν κατάφερνε παρὰ νὰ γίνει ἀκόμα περισσότερο
ἀνεπιθύμητος. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὸν διώχνανε.
Σὰν ἀπὸ ἔνστικτο σπρώχτηκε νὰ ρίχνει γρήγορες, κοφτὲς ματιές, νὰ μὴν
ἑστιάζει πουθενὰ γιὰ πολὺ τὸ βλέμμα του, νὰ λειτουργεῖ μὲ δυὸ λόγια τὴν
ὅραση σὰν ὄσφρηση κι ἔτσι νὰ μυρίζει ἀκατάπαυτα ἀνοιγοκλείνοντας
τὰ βλέφαρα ἤ μετακινώντας τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν ὅπως ρουθούνια κάποιου
νυχτόβιου θηρευτῆ. Ὁ ἴδιος νιώθει ἐλάχιστα προστατευμένος πίσω ἀπὸ
τὸ αὐτοσχέδιο σκάφανδρο τῶν βιαστικῶν βλεμμάτων. Στὴ λαχανιασμένη
καρδιά του παραμένει ριζωμένη ἡ βεβαιότητα πὼς ποτὲ δὲν θὰ γίνει ὅ,τι
περισσότερο ἐξαρχῆς λαχταροῦσε.
Ἡ κρίση ἔρχεται καὶ τὸν βρίσκει τὶς πιὸ ἀναπάντεχες ὧρες, ἂν καὶ κάποια
ἀνακατωσούρα στὸ στομάχι ἤ μιὰ ἰδιαίτερη ταραχὴ στὸ στέρνο προειδοποιεῖ
γιὰ τὸν ἐρχομό της. Πρέπει ὁπωσδήποτε κάπου νὰ χωθεῖ καὶ νὰ κλάψει, νὰ
σφίξει τὶς γροθιές του, ὥσπου τὰ νύχια νὰ χωθοῦν στὶς φοῦχτες του, ἐνῶ
οἱ λυγμοὶ τῆς λύσσας καὶ τοῦ πόνου ὀγκώνονται στὸ στῆθος του τόσο ποὺ
φοβᾶται πὼς κάπως ἔτσι θὰ ἔρθει τὸ τέλος του. Συνήθως ὅμως ἡσυχάζει
καὶ τότε ἀμέσως γονατίζει μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἀγάπης του, ὅπως ἄλλοι
θὰ ἔκαναν μπροστὰ σὲ μιὰ ἱερὴ εἰκόνα.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ποὺ τοὺς διώχνανε ἀπὸ παντοῦ, ἀφοῦ μὲ ὁλοφάνερη
δυσφορία τοὺς εἶχαν ἀνεχτεῖ γιὰ λίγο, κάποιοι συγγενεῖς πρὶν τοὺς ξεφορτωθοῦν
ἄφησαν τὸν Φύλακα νὰ ρίξει ματιὲς στὴ βιβλιοθήκη τους. Ἐκεῖ εἶχε ἀνακαλύψει
παραχωμένη τὴν Ἀφρόδιτη. Ἂν καὶ τὸ τέλος της τοῦ εἶχε προξενήσει
τρόμο, γιὰ λόγους ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει ἔγινε τὸ καταφύγιό
του. Αὐτὴ δὲν θὰ τὸν ἔδιωχνε ποτὲ φανταζόταν – μᾶλλον πίστευε. Δὲν τὴν
εἶχε πλάσει ὁλότελα γυμνὴ οὔτε ἀνάμεσα σὲ πέπλα. Ἡ δική του φοροῦσε
βελούδινο φόρεμα σὲ χρῶμα παγωνὶ καὶ ὅταν τοῦ ἄνοιγε τὴν ἀγκαλιά
της τοῦ παράδινε ταυτόχρονα τὸ κλειδὶ γιὰ τὸ βασίλειο τῶν παγωνιῶν.
Μεγαλώνοντας ὡστόσο δὲν τὰ πῆγε ἄσκημα μὲ τὴν ζωή του. Κι ὅταν γνώρισε
τὴν ἀγάπη του, αἰσθάνθηκε ν’ ἀνακουφίζεται γιὰ ὅλους τους παλιοὺς
πόνους. Τῆς ἔκρυψε τὶς κρίσεις ποὺ κάπως ἔχουν ἀραιώσει. Ἀπὸ μέσα
του τὴν ἀποκαλεῖ Ἀφροδίτη. Θὰ ἦταν σχεδὸν εὐτυχὴς ἀλλὰ μιὰ ἀγωνία
τὸν τρώει:
Ἂν αὐτό, ποὺ δὲν τολμᾶ κὰν νὰ ὀνομάσει ἔρωτά της, κάποτε τελειώσει;
Ὅσο οἱ ἀναστεναγμοί της τὸν φανερώνουν θαυμάσιο στὰ μάτια του, μπορεῖ
νὰ ἐλέγχει τὸν πανικό – ἂν ὄχι καὶ τὶς κρίσεις του.
Ἕνα μόνο τῆς ἀπαγόρευσε ἀπόλυτα: νὰ μὴ φορέσει ποτὲ βελοῦδο καὶ
κανένα χρῶμα ποὺ νὰ θυμίζει ἔστω καὶ ἀμυδρὰ τὸ παγωνί. «Ἐσὺ εἶσαι
καμωμένη ἀπὸ τὸ πιὸ ἀκριβὸ βελοῦδο!» ἐπαναλαμβάνει κι ἐκείνη δὲν
ἔχει ρωτήσει γιατί αὐτὴ ἡ παραξενιά. Ἔτσι κι ἄλλιως δὲν τὸν ἔχει γιὰ
«ἐπιφανειακὸ ἄνθρωπο», τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἔπειτα τὸ βελοῦδο δὲν
κυριαρχεῖ στὶς βιτρίνες ἀπὸ χρόνια.
Ὁ Φύλακας ἐρευνώντας καχύποπτα μέσα ἀπ’ τὸ σκάφανδρό του γιὰ σημάδια,
παρακαλεῖ νὰ μὴν ἔρθει ποτὲ στὴ μόδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου