Της Ηρώς Νικοπούλου
Μικρὸ
σκαρίφημα-ὁδοιπορικό
Τὸ παρακάτω κείμενο ἀποτελεῖ τὴν πρώτη
ἀπὸ τὶς τέσσερις εἰσηγήσεις ποὺ ἔγιναν στὸ κοινὸ στὶς 9 Ἰανουαρίου
2015, ἡμέρα παρουσίασης τῆς ἀνθολογίας τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπονζάι ’14
στὸν χῶρο τῶν ἐκδόσεων Γαβριηλίδης. Περισσότερα γιὰ τὴν βραδιὰ τῆς
παρουσίασης στὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφὴ
τῆς 16 Μαρτίου 2015.]
ΗΤΑΝ ΠΑΝΩ στὴν ἐμφάνιση τῆς κρίσης, τὴν
ὥρα ποὺ οἱ περισσότεροι κοιτοῦσαν νὰ περικόψουν τὶς δαπάνες τους καὶ
νὰ μὴν κάνουν νέα ἀνοίγματα· τότε ἀκριβῶς, ποὺ ἀποφασίσαμε μὲ τὸν
Γιάννη Πατίλη νὰ φτιάξουμε ἕνα καινούργιο σπίτι.
Ἡ κοινή μας ἀγάπη καὶ ἐνασχόληση μὲ τὴν λογοτεχνία, μᾶς κάνει νὰ συζητᾶμε
μὲ τὶς ὧρες γιὰ κείμενα δικά μας καὶ ἄλλων, γιὰ μορφὲς καὶ ρεύματα, γιὰ
τάσεις καὶ στάσεις προσώπων καὶ ἐντύπων, συχνὰ μὲ τέτοιο πάθος ποὺ ἡ
Ρωξάνη, ἡ σοφή μας γάτα, μπαίνει στὴ μέση καὶ πηγαινοέρχεται ἀνήσυχη
προσπαθώντας νὰ μᾶς μοιράσει τὰ δίκια. Ἡ ἀγάπη ὅμως γιὰ τὴ μικρὴ φόρμα
ἦταν κοινὴ κι εὔκολα συμφωνήσαμε στὰ σχέδια τοῦ νέου σπιτιοῦ της. Κάπως
ἔτσι, τὸν Νοέμβριο τοῦ 2009 στὸ πολυμορφικὸ γραφεῖο-ἐργαστήριο-ἐνδιαίτημα
τῆς Νέας Σμύρνης καὶ ὥρα ἀπογευματινὴ γεννήθηκε ἡ ἰδέα γιὰ τὸ ἰστολόγιο
Ἱστορίες Μπονζάι.
Τὸν ἴδιο περίπου καιρό, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 μετὰ καὶ ἀπὸ σχετικὲς
συζητήσεις ποὺ κάναμε μὲ τὸν συνεργάτη καὶ φίλο, συγγραφέα καὶ μεταφραστή,
Βασίλη Μανουσάκη, ἀποφασίσαμε νὰ ἑτοιμάσουμε στὸ Πλανόδιον δύο ἀφιερώματα
μικροῦ διηγήματος· ἕνα ἀγγλόφωνου κι ἕνα ἑλληνικοῦ. Στὸ ὀπισθόφυλλο
τοῦ τεύχους 47 δημοσιεύθηκε σχετικὴ πρόσκληση συμμετοχῆς ποὺ ζητοῦσε
μικρὰ διηγήματα μὲ πλοκὴ ἕως 750 λέξεις. Οἱ πρῶτοι κανόνες/ὅροι/ὅρια
εἶχαν μπεῖ. Οἱ τρεῖς τόμοι ποὺ ἀκολούθησαν ἀπὸ τὸ ἔντυπο Πλανόδιον μὲ τὴν συνεπιμέλεια
καὶ τῶν τριῶν, ἄρδευαν καὶ ταυτοχρόνως προίκιζαν μὲ ὕλη, τὸ ἱπτάμενο
ψηφιακὸ ἱστολόγιο «Ἱστορίες Μπονζάι», ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ —προλαβαίνοντας
τὸ τεῦχος τοῦ Ἰουνίου, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ξεκινοῦσε ἡ Ἀνθολογία— πῆρε
μορφὴ καὶ ὑπόσταση στὸν ἱστοχῶρο τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2010, διατηρώντας
ὡστόσο ὅλα τα τυπογραφικὰ μεράκια ποὺ ὑπῆρχαν καὶ στὸ ἔντυπο Πλανόδιον μέχρι κεραίας
ἢ γιὰ τὴν ἀκρίβεια μέχρι βαρείας.
Τὸ ταξίδι εἶχε ἀρχίσει.
Προσωπικά, μὲ τὴν μικρὴ
φόρμα ἔχω καημὸ καὶ πάντα μὲ ἐνέπνεε καὶ μὲ καθοδηγοῦσε ἡ ἄποψη
τοῦ Μπόρχες ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ γράφουμε μυθιστορήματα/ποταμοὺς
τὴν στιγμὴ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἴδια στὶς λίγες σελίδες ἑνὸς διηγήματος. Θεωρῶ
πὼς εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀποδοθοῦν ἀφηγηματικὲς περιπλοκότητες
μὲ λίγες λέξεις καὶ βρίσκω ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα τὴν δυνατότητα
τῆς δημιουργικῆς ἐμπλοκῆς τοῦ ἀναγνώστη, ποὺ συμβαίνει μόνο ὅταν ἀφήνεται
χῶρος καὶ σ΄ αὐτόν, δηλαδὴ ὅταν δὲν εἶναι ὅλα εἰπωμένα καὶ λυμένα ἀπὸ
τὸν συγγραφέα.
Τέσσερα χρόνια τώρα διαβάζουμε καὶ ξεχωρίζουμε κείμενα: καὶ ἀπὸ
τὰ πολυάριθμα ποὺ μᾶς στέλνουν, καὶ ἀποθησαυρίζοντας ἀπὸ παλαιότερες
συλλογὲς διηγημάτων, καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὰ ἑλληνικὰ —ἔστω δειγματοληπτικῶς—
ἐπιλέγοντας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸν μεσαίωνα, φτάνοντας μέχρι
τοὺς νεώτερους χρόνους καὶ τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνες, 19ο καὶ 20ο. Ἡ ἱκανοποίηση
ποὺ νιώθω μὲ κάθε ἐπιλογὴ καὶ ἀνάρτηση εἶναι μεγάλη, γιὰ διαφορετικοὺς
λόγους κάθε φορά. Ἄλλοτε γιατί συστήνουμε στὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ
κοινὸ γιὰ πρώτη φορὰ ἕναν ξένο συγγραφέα ἐλάχιστα γνωστὸ στὴν Ἑλλάδα,
συχνὰ μέσα ἀπὸ ἕνα ἀφιέρωμα καμωμένο μὲ τὴν πολύτιμη συνεργασία
τῶν φίλων/μεταφραστῶν μας πάντα ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴν γλώσσα τοῦ πρωτότυπου,
ὅπως γιὰ παράδειγμα αὐτὸ ποὺ παρουσιάζεται τοῦτον τὸν καιρὸ μὲ φιλολογικὴ
ἐμβρίθεια ἀπὸ τὸν φίλο καὶ συνεργάτη Συμεὼν Σταμπουλοῦ γιὰ τὸν βιεννέζο
μινιατουρίστα Πέτερ Ἄλτενμπεργκ, ἄλλοτε πάλι, γιατί ἀνακαλύπτουμε
στὸ δίκτυο πὼς ὑπάρχουν ἤδη δραματοποιημένα ἐνδιαφέροντα φιλμάκια
γιὰ τὰ ἀναρτημένα μας διηγήματα, τὰ ὁποῖα ἀξιοποιοῦμε κι ἐμεῖς ἐμπλουτίζοντας
καὶ μὲ αὐτὰ τὴν ὕλη μας...
Ἔπειτα, ὑπάρχει ἐκείνη ἡ ξεχωριστὴ χαρὰ ὅταν ξανανακαλύπτεις ξεχασμένους
συγγραφεῖς, λησμονημένα κείμενα ποὺ ὅμως διατηροῦν τὰ ἀρώματά
τους ἀκόμα καὶ σήμερα, κι ἀξίζουν τὴν προσοχή μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα
τὰ πεζὰ τῆς κωνσταντινουπολίτισσας Ἀλεξάνδρας Παπαδοπούλου ἢ τοῦ
Ἀθανάσιου Γκράβαλη, κ.ἄ. Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὸ ἰστολόγιο
Ἱστορίες Μπονζάι καθὼς καὶ μὲ τὴν τωρινὴ ἔντυπη Ἀνθολογία συμμετέχουμε
στὴν ἐξάπλωση τῆς νέας αὐτῆς λογοτεχνικῆς φόρμας καὶ στὴν διαμόρφωση
τῆς αἰσθητικῆς της.
Τώρα, ὅσον μὲ ἀφορᾶ προσωπικά, ἔχουν ὑπάρξει καὶ περιπτώσεις πιὸ
δημιουργικῆς ἐμπλοκῆς μου, ὅπως συνέβη μὲ τὴ γνωστὴ φράση, τὸ ἐξαιρετικὸ
νανοδιήγημα, ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἔρνεστ Χέμινγουεϊ: «Πρὸς πώληση:
παιδικὰ παπούτσια, ἐντελῶς ἀφόρετα.»
Στὴ συγκεκριμένη ἱστορία μὲ δαιμόνιζε πάντα τὸ σχεδὸν αὐτονοήτως
ὑπονοούμενο μελὸ σκηνικό. Στοιχημάτισα, λοιπόν, μὲ τὸν ἑαυτό μου
γράφοντας ἕνα διήγημα μὲ τίτλο Τὰ
Δῶρα —τὸ ὁποῖο μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἀναρτημένο στὸ ἱστολόγιο—
ποὺ ἔχει ἴδιο θέμα ἀλλὰ καὶ ἀντιστρατεύεται καὶ ἀντιστρέφει ἐντελῶς
τὸ μελοδραματικὸ τόνο ποὺ ὑποβάλλει τὸ κείμενο τοῦ Χέμινγουεϊ.
Σίγουρα, ὅλα αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ ταξιδιοῦ. Καὶ μιλᾶμε γιὰ μεγάλο ταξίδι
μὲ πλούσιο φορτίο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σπίτι/κιβωτὸς ποὺ προσπαθήσαμε νὰ
φτιάξουμε μὲ τὸν Γιάννη εἶναι ὅσο γίνεται πιὸ εὐρύχωρο. Ἔχει κεντρικὸ
χῶρο ὑποδοχῆς τῆς κάθε νέας ἀνάρτησης, καὶ πολλὲς διακλαδώσεις. Ἀριστερὰ
βρίσκονται: συνεντεύξεις συγγραφέων, οἱ μεταφραστὲς τῶν 12 γλωσσῶν,
βιντεοσκοπημένες ἀναγνώσεις, θεματικὲς καὶ ὑφολογικὲς κατηγοριοποιήσεις
τῆς ὕλης, κ.ἄ. Δεξιά μας συναντᾶμε τὸ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος,
κείμενα ἀναφορᾶς σχετικὰ μὲ τὸ μικροδιήγημα, τὴν μεγάλη λίστα τῶν
παλαιῶν καὶ νεότερων συγγραφέων ποὺ φιλοξενοῦνται, καί, στὸ τέλος
τῆς δεξιᾶς στήλης, τὰ ὀνόματα τῶν ἑλλήνων συγγραφέων ποὺ ἔχουμε μεταφράσει
στὰ ἀγγλικά, ἀνοίγοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἕνα μικρὸ παράθυρο πρὸς τὴν
ἑλληνικὴ πεζογραφία γιὰ τὸν ἀγγλόφωνο ἀναγνώστη.
Γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ μέγεθος τοῦ ἐγχειρήματος μὲ ὅρους τοῦ
ἔντυπου κόσμου, μιὰ ποὺ ἡ δικτυακὴ εἰκόνα συνήθως μᾶς ἐξαπατᾶ, μιλᾶμε
γιὰ ἕνα ὑλικὸ κειμένων ποὺ θὰ ἰσοδυναμοῦσε, μέχρι σήμερα, μὲ περίπου
2000 ἐκτυπωμένες σελίδες Α4, ἢ μὲ δύο τροφαντοὺς τόμους τῶν 1000 σελίδων
ἕκαστος, ἢ μὲ ὀκτὼ τεύχη περιοδικοῦ, ὅπως τοῦ Πλανόδιου, τῶν 250 σελίδων
τὸ καθένα.
Μιὰ Ἀνθολογία ἀπὸ τὸ ὑλικὸ αὐτὸ – στὴν οὐσία μιὰ Ἀνθολογία Ἀνθολογίας,
τὴν σκεφτόμασταν ἀπὸ καιρὸ καὶ μάλιστα σὲ ἐτήσια βάση, καὶ χαιρόμαστε
ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν ἔκδοση, γιατί εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιστρέφουμε
τὴν δουλειά μας στὸ κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο προερχόμαστε, στὸν κόσμο τοῦ ἔντυπου
βιβλίου.
Συνεχίζοντας ἔτσι νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου