October 25 1970.
Dear Alexander,
I have received
your picture and I am glad to have a fine looking boy like you. I am a teacher
of the second grade in Warwick, New York...
Ἀπρίλιος 16 1971
Dear Alexander,
Χάρηκα ποὺ ἔλαβες τὸ γράμμα μου. Δὲν ἔχω φωτογραφία τοῦ Ἐμπάιαρ Στέητ Μπίλντινγκ, τοῦ ψηλότερου κτιρίου τοῦ κόσμου, ἀλλά σοῦ στέλνω τὸ Ἄγαλμα τῆς Ἐλευθερίας. Ἂν ποτὲ ἐπισκεφτεῖς τὴ Νέα Ὑόρκη, θὰ τὸ συναντήσεις καθὼς θὰ ἔρχεσαι. Εἶναι πολὺ μεγάλο, στὸ κεφάλι του
μποροῦν νὰ σταθοῦν σαράντα ἄνθρωποι... Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ ἐπισκεφτῶ
κάποτε τὴν Ἑλλάδα...
8 Αὐγούστου 1973
Dear Alexander,
Πραγματικὰ χάρηκα τὸ γράμμα σου. Περνᾶς ξεκούραστες διακοπὲς
στὴ θάλασσα; Τὶς τελευταῖες βδομάδες ταξίδεψα στὸ δυτικὸ τμῆμα τῶν
ΗΙΙΑ καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀριζόνα, στὴν Καλιφόρνια καὶ στὸ Γκρὰντ Κάνυον
ποὺ τὸ διασχίζει ὁ ποταμὸς Κολοράντο...
Yours truly
Your mother
Grace Klees
Ἔτσι ἤ κάπως ἔτσι ἄρχισε καὶ συνεχίστηκε ἡ ἀλληλογραφία τους γιὰ ἑπτὰ χρόνια. Ἐκείνη μιὰ φιλάνθρωπος κυρία ἀπὸ τὴν Ἀμερική, πίστευε πὼς ἀλληλογραφοῦσε μ' ἕνα παιδὶ ἀπὸ κάποιο ὀρφανοτροφεῖο στὴν Ἑλλάδα κι ὅτι ἐκεῖνο ἀπαντοῦσε μὲ τὴ δική του θέληση καὶ σκέψη. Οἱ ἀπαντήσεις ὅμως δὲν ἦταν δικές του. Ἦταν κοινὲς ὅλων των παιδιῶν τοῦ Ἱδρύματος σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς φιλάνθρωπους, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο εἶχαν υἱοθετήσει, ἀπὸ μακριὰ ἕνα παιδὶ τοῦ Ὀρφανοτροφείου, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί του.
Στὴν ἀπογευματινὴ μελέτη, πέρναγε ἀπὸ τὶς τάξεις ὁ διευθυντὴς τοῦ Ἱδρύματος καὶ μοίραζε στοὺς παιδονόμους τὴν ἀπάντηση. Αὐτὸ τὸ ἀπαντητικὸ γράμμα γραφόταν
στὸν πίνακα κι ὅλα τα παιδιὰ ἀντιγράφανε τὴν ἴδια ἀπάντηση. Ἔπειτα,
ἡ γραμματέας μετέφραζε τὸ γράμμα στ' ἀγγλικά, τὸ κόπιαρε στὴ γραφομηχανή,
ἔγραφε ξεχωριστὰ τ' ὄνομα τοῦ κάθε παιδιοῦ στὸ φάκελο κι ἔτσι ἦταν
ἕτοιμο ν' ἀποσταλεῖ στοὺς παραλῆπτες, στὶς διάφορες πολιτεῖες τῶν
ΗΠΑ.
Τὰ γράμματα ποὺ ἔπαιρνε, ἀφοῦ εἶχαν μεταφραστεῖ ἀπὸ τὴ
διεύθυνση, τὰ διάβαζε μὲ προσοχὴ πολλὲς φορές, Γιὰ μέρες ἦταν τὸ ἀγαπημένο
του ἀνάγνωσμα. Τὰ βράδια κουκουλωνόταν μὲ τὴν κουβέρτα καί, φωτίζοντάς
τα μὲ τὸ φακό, τὰ ξαναδιάβαζε κοιτώντας ἐπίμονα τὶς κάρτες μὲ τὰ τοπία:
Νέα Ὑόρκη, Γκρὰντ Κάνυον, ἡ γέφυρά τοῦ Σὰν Φραντσίσκο, τὸ Ἄγαλμα τῆς
Ἐλευθερίας καὶ ἄλλα. Μέσα ἀπὸ τὶς φωτογραφίες, ταξίδευε νοερὰ
μέχρι νὰ τὸν πάρει ὁ ὕπνος.
Κάποιες φορὲς τὰ γράμματα εἶχαν καὶ μερικὰ δολάρια. Τὰ
χρήματα τὰ διαχειριζόταν ὁ διευθυντὴς στ' ὄνομα τοῦ «τυχεροῦ» παιδιοῦ.
Τὰ ἀξιοποιοῦσε μὲ συγκεκριμένο τρόπο. Δημιουργήθηκε ἔτσι μιὰ ἰδιότυπη
«τράπεζα» γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἱδρύματος. Σ' αὐτὴν δὲν ὑπῆρχαν χρήματα
νὰ ἐκταμιεύσουν. Ὑπῆρχαν μόνο γλυκίσματα. Μὲ τὰ χρήματα ἡ διεύθυνση
ἀγόραζε σοκολάτες, καραμέλες, μπισκότα, γκοφρέτες, ἰδίως ὅσες εἶχαν
μέσα συλλεκτικὰ χαρτάκια κι ἦταν οἱ ἀγαπημένες τῶν παιδιῶν. Κάθε
δυὸ μῆνες περίπου, ὅσοι εἶχαν λεφτὰ στὴν «τράπεζα» περνοῦσαν κάποιο
συγκεκριμένο ἀπόγευμα ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ, ὅπου, πάνω
σ' ἕνα μεγάλο τραπέζι, ὑπῆρχαν στοιβαγμένα σὲ ὀργανωμένες ντάνες
γλυκίσματα διαφορετικῆς ἀξίας. Πέρναγε, λοιπόν, ὁ «δικαιοῦχος»,
διάλεγε ὅ,τι ἤθελε ἀπὸ τὰ γλυκίσματα καὶ στὸ τέλος ἀφαιροῦσαν τὸ
κόστος ἀπὸ τὸ λογαριασμό του. Ἂν ἀπὸ κακὸ ὑπολογισμὸ διάλεγε μεγαλύτερης
ἀξίας γλυκίσματα, ἔπρεπε ν΄ ἀφαιρέσει τόσα ὅσα ν' ἀνταποκρίνονται
σὲ ὅσα χρήματα εἶχε στὸ λογαριασμό. Ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο, περίμεναν
ὅλοι, ἐκεῖνοι, οἱ «ἄτυχοι», ὅσοι δὲν εἶχαν « κεφάλαιο » καὶ περιτριγύριζαν
τὸν ἐξερχόμενο, ποὺ κρατοῦσε μὲ περηφάνια τὴ σακούλα μὲ τὰ «πράγματα»,
ὅπως τὰ ὀνόμαζαν, γιὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ δώσει κάτι καὶ σ' ἐκείνους.
— Θὰ μοῦ δώσεις, φίλε, θὰ μοῦ δώσεις; Ἔλα, ρέ...
Στὴν ἀρχὴ τὰ πρῶτα γράμματα τὸν εἶχαν μπερδέψει μὲ τὴν ὑπογραφὴ
τοῦ τέλους: Sincerely, Your Mother, Grace Klees.
Ἡ μητέρα σου... Grace Klees!
Ὅμως ἡ μάνα του, τὸ ἤξερε, ἔκανε ἐξωτερικὲς δουλειὲς
στὸ μηχανουργεῖο τοῦ θείου του. Πότε ἔγινε δασκάλα; Πότε πῆγε στὴν Ἀμερική;
Ἄλλαξε τ' ὄνομά της;
Στὸ κυριακάτικο ἐπισκεπτήριο τὴν κοιτοῦσε διαφορετικά.
Μᾶλλον σὰν νὰ τὴ θαύμαζε. Ἐκείνη τὸ πρόσεξε καὶ τοῦ εἶπε:
— Μὰ τί ἔχεις;
Πῆγε κοντά της.
— Μαμά, εἶσαι δασκάλα ;
Δὲν ἄκουσε τί τῆς εἶπε καὶ συνέχισε νὰ τὸν ρωτάει ἂν εἶναι
καλά.1
— Εἶσαι, δασκάλα; ξανάπε πιὸ δυνατά.
Ἔκπληκτη, κοίταξε τὴν παιδονόμο, λίγο πιὸ κεῖ.
Ὅταν συνάντησε τὸ βλέμμα της, ρώτησε:
— Μὰ τί λέει;
ΠΗΓΗ : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου