Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Άλέξανδρος Στεφανίδης: The letters



October 25 1970.

Dear Alexander,
I have received your picture and I am glad to have a fine looking boy like you. I am a teacher of the second grade in Warwick, New York...


­πρί­λιος 16 1971

Dear Alexander,
Χά­ρη­κα ποὺ ­λα­βες τὸ γράμ­μα μου. Δὲν ­χω φω­το­γρα­φί­α τοῦ Ἐμ­πά­ι­αρ Στέ­ητ Μπίλ­ντινγκ, τοῦ ψη­λό­τε­ρου κτι­ρί­ου τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά σοῦ στέλ­νω τὸ ­γαλ­μα τῆς ­λευ­θε­ρί­ας. Ἂν πο­τὲ ­πι­σκε­φτεῖς τὴ Νέ­α ­όρ­κη, θὰ τὸ συ­ναν­τή­σεις κα­θὼς θὰ ἔρ­χε­σαι. Εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λο, στὸ κε­φά­λι του μπο­ροῦν νὰ στα­θοῦν σα­ράν­τα ἄν­θρω­ποι... Θὰ ἤ­θε­λα πο­λὺ νὰ ἐ­πι­σκε­φτῶ κά­πο­τε τὴν Ἑλ­λά­δα...


8 Αὐ­γού­στου 1973

Dear Alexander,
Πραγ­μα­τι­κὰ χά­ρη­κα τὸ γράμ­μα σου. Περ­νᾶς ξε­κού­ρα­στες δι­α­κο­πὲς στὴ θά­λασ­σα; Τὶς τε­λευ­ταῖ­ες βδο­μά­δες τα­ξί­δε­ψα στὸ δυ­τι­κὸ τμῆ­μα τῶν ΗΙΙΑ καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να στὴν Ἀ­ρι­ζό­να, στὴν Κα­λι­φόρ­νια καὶ στὸ Γκρὰντ Κά­νυ­ον ποὺ τὸ δι­α­σχί­ζει ὁ πο­τα­μὸς Κο­λο­ράν­το...

Yours truly
Your mother
Grace Klees

­τσι κά­πως ­τσι ἄρ­χι­σε καὶ συ­νε­χί­στη­κε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α τους γιὰ ­πτὰ χρό­νια. ­κεί­νη μιὰ φι­λάν­θρω­πος κυ­ρί­α ­πὸ τὴν ­με­ρι­κή, πί­στευ­ε πὼς ἀλ­λη­λο­γρα­φοῦ­σε μ' ­να παι­δὶ ­πὸ κά­ποι­ο ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο στὴν Ἑλ­λά­δα κι ­τι ­κεῖ­νο ­παν­τοῦ­σε μὲ τὴ δι­κή του θέ­λη­ση καὶ σκέ­ψη. Οἱ ­παν­τή­σεις ­μως δὲν ­ταν δι­κές του. ­ταν κοι­νὲς ­λων των παι­δι­ῶν τοῦ ­δρύ­μα­τος σὲ κά­θε ­ναν ­πὸ ­κεί­νους τοὺς φι­λάν­θρω­πους, ποὺ κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο εἶ­χαν υἱ­ο­θε­τή­σει, ­πὸ μα­κριὰ ­να παι­δὶ τοῦ Ὀρ­φα­νο­τρο­φεί­ου, γιὰ νὰ ­πι­κοι­νω­νοῦν μα­ζί του.
Στὴν ­πο­γευ­μα­τι­νὴ με­λέ­τη, πέρ­να­γε ­πὸ τὶς τά­ξεις δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ ­δρύ­μα­τος καὶ μοί­ρα­ζε στοὺς παι­δο­νό­μους τὴν ­πάν­τη­ση. Αὐ­τὸ τὸ ἀ­παν­τη­τι­κὸ γράμ­μα γρα­φό­ταν στὸν πί­να­κα κι ὅ­λα τα παι­διὰ ἀν­τι­γρά­φα­νε τὴν ἴ­δια ἀ­πάν­τη­ση. Ἔ­πει­τα, ἡ γραμ­μα­τέ­ας με­τέ­φρα­ζε τὸ γράμ­μα στ' ἀγ­γλι­κά, τὸ κό­πια­ρε στὴ γρα­φο­μη­χα­νή, ἔ­γρα­φε ξε­χω­ρι­στὰ τ' ὄ­νο­μα τοῦ κά­θε παι­διοῦ στὸ φά­κε­λο κι ἔ­τσι ἦ­ταν ἕ­τοι­μο ν' ἀ­πο­στα­λεῖ στοὺς πα­ρα­λῆ­πτες, στὶς δι­ά­φο­ρες πο­λι­τεῖ­ες τῶν ΗΠΑ.
Τὰ γράμ­μα­τα ποὺ ἔ­παιρ­νε, ἀ­φοῦ εἶ­χαν με­τα­φρα­στεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­εύ­θυν­ση, τὰ δι­ά­βα­ζε μὲ προ­σο­χὴ πολ­λὲς φο­ρές, Γιὰ μέ­ρες ἦ­ταν τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του ἀ­νά­γνω­σμα. Τὰ βρά­δια κου­κου­λω­νό­ταν μὲ τὴν κου­βέρ­τα καί, φω­τί­ζον­τάς τα μὲ τὸ φα­κό, τὰ ξα­να­δι­ά­βα­ζε κοι­τών­τας ἐ­πί­μο­να τὶς κάρ­τες μὲ τὰ το­πί­α: Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Γκρὰντ Κά­νυ­ον, ἡ γέ­φυ­ρά τοῦ Σὰν Φραν­τσί­σκο, τὸ Ἄ­γαλ­μα τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἄλ­λα. Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φω­το­γρα­φί­ες, τα­ξί­δευ­ε νο­ε­ρὰ μέ­χρι νὰ τὸν πά­ρει ὁ ὕ­πνος.
Κά­ποι­ες φο­ρὲς τὰ γράμ­μα­τα εἶ­χαν καὶ με­ρι­κὰ δο­λά­ρια. Τὰ χρή­μα­τα τὰ δι­α­χει­ρι­ζό­ταν ὁ δι­ευ­θυν­τὴς στ' ὄ­νο­μα τοῦ «τυ­χε­ροῦ» παι­διοῦ. Τὰ ἀ­ξι­ο­ποι­οῦ­σε μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἔ­τσι μιὰ ἰ­δι­ό­τυ­πη «τρά­πε­ζα» γιὰ τὰ παι­διὰ τοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος. Σ' αὐ­τὴν δὲν ὑ­πῆρ­χαν χρή­μα­τα νὰ ἐ­κτα­μι­εύ­σουν. Ὑ­πῆρ­χαν μό­νο γλυ­κί­σμα­τα. Μὲ τὰ χρή­μα­τα ἡ δι­εύ­θυν­ση ἀ­γό­ρα­ζε σο­κο­λά­τες, κα­ρα­μέ­λες, μπι­σκό­τα, γκο­φρέ­τες, ἰ­δί­ως ὅ­σες εἶ­χαν μέ­σα συλ­λε­κτι­κὰ χαρ­τά­κια κι ἦ­ταν οἱ ἀ­γα­πη­μέ­νες τῶν παι­δι­ῶν. Κά­θε δυ­ὸ μῆ­νες πε­ρί­που, ὅ­σοι εἶ­χαν λε­φτὰ στὴν «τρά­πε­ζα» περ­νοῦ­σαν κά­ποι­ο συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πό­γευ­μα ἀ­πὸ τὸ γρα­φεῖ­ο τοῦ δι­ευ­θυν­τῆ, ὅ­που, πά­νω σ' ἕ­να με­γά­λο τρα­πέ­ζι, ὑ­πῆρ­χαν στοι­βαγ­μέ­να σὲ ὀρ­γα­νω­μέ­νες ντά­νες γλυ­κί­σμα­τα δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἀ­ξί­ας. Πέρ­να­γε, λοι­πόν, ὁ «δι­και­οῦ­χος», δι­ά­λε­γε ὅ,τι ἤ­θε­λε ἀ­πὸ τὰ γλυ­κί­σμα­τα καὶ στὸ τέ­λος ἀ­φαι­ροῦ­σαν τὸ κό­στος ἀ­πὸ τὸ λο­γα­ρια­σμό του. Ἂν ἀ­πὸ κα­κὸ ὑ­πο­λο­γι­σμὸ δι­ά­λε­γε με­γα­λύ­τε­ρης ἀ­ξί­ας γλυ­κί­σμα­τα, ἔ­πρε­πε ν΄ ἀ­φαι­ρέ­σει τό­σα ὅ­σα ν' ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται σὲ ὅ­σα χρή­μα­τα εἶ­χε στὸ λο­γα­ρια­σμό. Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ γρα­φεῖ­ο, πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι, ἐ­κεῖ­νοι, οἱ «ἄ­τυ­χοι», ὅ­σοι δὲν εἶ­χαν « κε­φά­λαι­ο » καὶ πε­ρι­τρι­γύ­ρι­ζαν τὸν ἐ­ξερ­χό­με­νο, ποὺ κρα­τοῦ­σε μὲ πε­ρη­φά­νια τὴ σα­κού­λα μὲ τὰ «πράγ­μα­τα», ὅ­πως τὰ ὀ­νό­μα­ζαν, γιὰ νὰ τὸν πεί­σουν νὰ δώ­σει κά­τι καὶ σ' ἐ­κεί­νους.
— Θὰ μοῦ δώ­σεις, φί­λε, θὰ μοῦ δώ­σεις; Ἔ­λα, ρέ...
Στὴν ἀρ­χὴ τὰ πρῶ­τα γράμ­μα­τα τὸν εἶ­χαν μπερ­δέ­ψει μὲ τὴν ὑ­πο­γρα­φὴ τοῦ τέ­λους: Sincerely, Your Mother, Grace Klees.
Ἡ μη­τέ­ρα σου... Grace Klees!
Ὅ­μως ἡ μά­να του, τὸ ἤ­ξε­ρε, ἔ­κα­νε ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς δου­λει­ὲς στὸ μη­χα­νουρ­γεῖ­ο τοῦ θεί­ου του. Πό­τε ἔ­γι­νε δα­σκά­λα; Πό­τε πῆ­γε στὴν Ἀ­με­ρι­κή; Ἄλ­λα­ξε τ' ὄ­νο­μά της;
Στὸ κυ­ρι­α­κά­τι­κο ἐ­πι­σκε­πτή­ριο τὴν κοι­τοῦ­σε δι­α­φο­ρε­τι­κά. Μᾶλ­λον σὰν νὰ τὴ θαύ­μα­ζε. Ἐ­κεί­νη τὸ πρό­σε­ξε καὶ τοῦ εἶ­πε:
— Μὰ τί ἔ­χεις;
Πῆ­γε κον­τά της.
— Μα­μά, εἶ­σαι δα­σκά­λα ;
Δὲν ἄ­κου­σε τί τῆς εἶ­πε καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ τὸν ρω­τά­ει ἂν εἶ­ναι κα­λά.1
— Εἶ­σαι, δα­σκά­λα; ξα­νά­πε πιὸ δυ­να­τά.
Ἔκ­πλη­κτη, κοί­τα­ξε τὴν παι­δο­νό­μο, λί­γο πιὸ κεῖ.
Ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τὸ βλέμ­μα της, ρώ­τη­σε:
— Μὰ τί λέ­ει;
ΠΗΓΗ : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου