ΠΑΝΤΑ θὰ κυνηγοῦσε τὴν
κόκκινη Ferrari... Τὸ καμπριολὲ εἶχε σταματήσει δίπλα του, στὰ φανάρια.
Πρόσεξε πρῶτα τὸ κορίτσι στὸ τιμόνι. Ξανθιὰ βέβαια, πὼς ἀλλιῶς, μὲ
τὰ γυαλιὰ ἡλίου σὰν στέκα στὰ μαλλιά. Τὴν κοίταζε ἀχόρταγα. Τὸ κοντὸ
φόρεμα ἀποκάλυπτε τὰ μαυρισμένα της πόδια.
Ἡ κοπελιὰ μίλαγε στὸ κινητὸ καὶ γελοῦσε. Εἶχε ἀέρινα χαρακτηριστικά.
Ἔνιωσε νὰ τοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ φανάρι ἔγινε
πράσινο. Τὸ κορίτσι χαμογέλασε καὶ πάτησε τὸ γκάζι. Ξύπνησε τὸ ἀγρίμι.
Βρυχήθηκε ὁ κινητήρας. Βιάστηκε κι αὐτὸς νὰ γκαζώσει. Σανίδωσε τὸ
πεντάλ. Ἄλλαζε ἀγχωμένος τὶς ταχύτητες. Νόμιζε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ
τὴν ἀκολουθήσει. Τοῦ φάνηκε μάλιστα πὼς γιὰ κάποια δευτερόλεπτα
τρέχανε μαζί, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον… Ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσε νὰ μὴν
ξεμείνει, ἔβλεπε τὸ κόκκινο αὐτοκίνητο νὰ ἀπομακρύνεται γρήγορα.
Τοῦ κόρναρε θριαμβευτικά. Σὲ λίγο… εἶχε χαθεῖ…
«Σίγουρα θὰ πάει στὴν παραλία.»
Τὴν φαντάστηκε νὰ βγάζει μὲ χάρη τὸ λευκό της φόρεμα γιὰ νὰ μείνει μὲ
τὸ μαγιό. Σὰν νὰ γδυνόταν μπροστά του κι ὄχι γιὰ τὴν θάλασσα. Θὰ πήγαινε
νὰ τὴν βρεῖ! Νὰ τὴν προλάβει! Οὔτε ποὺ πρόσεξε τὰ σήματα ποὺ κάνανε οἱ
ἀπέναντι ὁδηγοί. Καὶ τὸν τροχονόμο τὴν τελευταία στιγμὴ τὸν εἶδε:
«Ἔτρεχες μὲ 150!»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Χρῆστος Χαρτοματσίδης (Σόφια, 1954) Σπούδασε ἰατρικὴ καὶ ἐργάζεται
ὡς διευθυντὴς Μικροβιολογίας στὸ Γενικὸ Νοσοκομεῖο Κομοτηνής.
Γνωρίζει βουλγαρικά, ρωσικὰ καὶ ἀγγλικά. Τὸ 1980 διακρίθηκε μὲ τὸ
2ο Βραβεῖο στὸν Πανβουλγαρικὸ Διαγωνισμὸ Διηγήματος καὶ τὸ 1990 ἀπέσπασε
τὸ 2ο βραβεῖο στὸ Διαγωνισμὸ Μυθιστορήματος τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου
"Χ.Γ. Δάνωφ" καὶ τοῦ Δήμου Φιλιππούπολης γιὰ τὸ μυθιστόρημα
Κιθαρίστας σὲ ταβέρνα.
Τὸ 2003 τὸ ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνῆς παρουσίασε τά δύο του μονόπρακτα Τό ἀσανσὲρ καὶ Ἡ ἔξοδος μετὰ τὶς 6μμ ἀπαγορεύεται.
Τὸ 2008 τὸ Κρατικὸ Θέατρο τῆς πόλης Σιλίστρα τῆς Βουλγαρίας παρουσίασε
τὸ θεατρικό του ἔργο Οἱ
ἐφιάλτες τοῦ δήμιου Σανσόν. Πρώτη του ποιητικὴ συλλογή: Ὁ ξένος (1986) καὶ τελευταῖο
Λίλια, (θεατρικό,
Μανδραγόρας, 2016). Τὸ διήγηµα Ὁ
Σοῦπερ G ἀπὸ τὴν Καλκάντζα ἐξεδόθη στὰ βουλγαρικὰ µἐ τίτλο
Ἱερὸ παιδί.
Δὲν τὸ πίστευε πὼς ἡ σακαράκα του μποροῦσε νὰ πιάσει τέτοια ταχύτητα.
Ἀφοῦ τρανταζότανε ὁλόκληρη, ἕτοιμη νὰ διαλυθεῖ.
«Πάνε στὴ συνάδελφο γιὰ τὴν κλήση!» τοῦ εἶπε αὐστηρά.
Ἡ ἀστυνομικίνα ἦταν μὲ τὴν πλάτη. Κάτι ἔγραφε… Γι’ αὐτὸ ξαφνιάστηκε
ὅταν ἀντίκρισε τὸ πρόσωπό της. Σχεδὸν ἴδια μὲ αὐτὴν ἀπὸ τὸ κόκκινο
καμπριολέ! Τὰ ἴδια χαρακτηριστικά, λιγάκι πιὸ ἁδρά, πιὸ γήινα. Καὶ
τὰ μαλλιὰ ξανθά, μόνο ποὺ μαζεμένα σὲ ἀλογοουρά! Ἔβλεπε ἀπὸ κοντά
τα βαμμένα βλέφαρα, τὰ γαλανὰ μάτια. Ἔνιωσε τὸ ἄρωμά της… Τοῦ ἦρθε
ζαλάδα.
«Εἶστε καλά, κύριε;»
«Ὄχι καὶ πολύ.» ψέλλισε σὰν φλῶρος. «Θὰ φταίει… ποὺ πρώτη φορὰ σᾶς βλέπω
ζωντανά… κι ὄχι στὸ ὄνειρο!»
Ἐντάξει, βλακεία ἦταν, μὰ κάτι ἔπρεπε νὰ πεῖ.
«Μήπως νὰ σᾶς κάνουμε ἀλκοτέστ;» μούτρωσε ἡ ἄλλη.
«Εἶστε τόσο ἐντυπωσιακή!» συνέχισε μὲ θράσος. «Θὰ σᾶς πήγαινε νὰ ὁδηγούσατε
μιὰ κόκκινη Ferrari!»
«Σκέφτεστε νὰ μοῦ προτείνετε μία Ferrari;»
Τὸ βλέμμα της γλίστρησε πρὸς τὸ αὐτοκίνητό του. Τουλάχιστον νὰ τὸ εἶχε
πλύνει.
«Μακάρι νὰ μποροῦσα!»
Τὸν κοίταξε εἰρωνικά:
«Προσπαθεῖτε νὰ μὲ καλοπιάσετε γιὰ τὴν κλήση;»
Μᾶλλον τὸν θεωροῦσε ἐλεεινό.
«Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἡ κλήση!»
«Θὰ ἔπρεπε! Ἔχετε τάση γιὰ ἐπικίνδυνες συμπεριφορές!»
Ἐπιτέλους χαμογέλασε. Κοροϊδευτικά.
Ἔκανε πὼς διστάζει, σὰν νὰ μάζευε τὸ θάρρος νὰ τῆς προτείνει:
«Θέλεις νὰ βγοῦμε μαζί;»
Ἀσυνείδητα εἶχε περάσει στὸν ἑνικό. Ἐκείνη σταμάτησε νὰ ἀσχολεῖται
μὲ τὰ χαρτιά. Ἴσως ὑπῆρχε ἐλπίδα:
«Δὲν βγαίνω μὲ παραβάτες!»
«Θὰ συμμορφωθῶ! Τὸ ὑπόσχομαι!» μετὰ συνέχισε μὲ πάθος: «Θὰ σὲ
περιμένω… στὴν παραλία!»
«Τὴν κλήση δὲν τὴν γλιτώνετε!»
«Θὰ εἶμαι ἐκεῖ! Θὰ σὲ περιμένω!»
Ἐντελῶς τυπικά τοῦ παρέδωσε τὸ χαρτί. Πῆγε κάτι νὰ πεῖ, μὰ τὴν διέκοψε:
«Πές μου ὅτι θὰ ἔρθεις!»
«Ἴσως…» χαμογέλασε: «Μὲ μιὰ κόκκινη Ferrari…».
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Χρῆστος Χαρτοματσίδης (Σόφια, 1954) Σπούδασε ἰατρικὴ καὶ ἐργάζεται
ὡς διευθυντὴς Μικροβιολογίας στὸ Γενικὸ Νοσοκομεῖο Κομοτηνής.
Γνωρίζει βουλγαρικά, ρωσικὰ καὶ ἀγγλικά. Τὸ 1980 διακρίθηκε μὲ τὸ
2ο Βραβεῖο στὸν Πανβουλγαρικὸ Διαγωνισμὸ Διηγήματος καὶ τὸ 1990 ἀπέσπασε
τὸ 2ο βραβεῖο στὸ Διαγωνισμὸ Μυθιστορήματος τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου
"Χ.Γ. Δάνωφ" καὶ τοῦ Δήμου Φιλιππούπολης γιὰ τὸ μυθιστόρημα
Κιθαρίστας σὲ ταβέρνα.
Τὸ 2003 τὸ ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνῆς παρουσίασε τά δύο του μονόπρακτα Τό ἀσανσὲρ καὶ Ἡ ἔξοδος μετὰ τὶς 6μμ ἀπαγορεύεται.
Τὸ 2008 τὸ Κρατικὸ Θέατρο τῆς πόλης Σιλίστρα τῆς Βουλγαρίας παρουσίασε
τὸ θεατρικό του ἔργο Οἱ
ἐφιάλτες τοῦ δήμιου Σανσόν. Πρώτη του ποιητικὴ συλλογή: Ὁ ξένος (1986) καὶ τελευταῖο
Λίλια, (θεατρικό,
Μανδραγόρας, 2016). Τὸ διήγηµα Ὁ
Σοῦπερ G ἀπὸ τὴν Καλκάντζα ἐξεδόθη στὰ βουλγαρικὰ µἐ τίτλο
Ἱερὸ παιδί.
This post is
ad-supported
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου