Η ΖΑΚΕΤΑ τοῦ μπαμπᾶ κρέμεται στὴ ντουλάπα
στὸ ὑπνοδωμάτιό μου, στὸ ἐξοχικό μας στὴ θάλασσα. Εἶναι καφὲ
καὶ ἔχει τρία στρογγυλὰ κουμπιά, ποὺ γυαλίζουν ἀπὸ τὴ χρήση. Ὑπῆρχε
καὶ τέταρτο κουμπί, στὸ ὕψος τῆς μέσης, ἀλλὰ κάποια στιγμὴ κόπηκε,
τὸ χάσαμε καὶ δὲν ἀσχοληθήκαμε νὰ τὸ ἀντικαταστήσουμε. Ἔτσι
καὶ ἀλλιῶς ποτὲ δὲν τὸ ἔκλεινε. Ἀπὸ μαλλὶ μερινό, τοῦ τὴν εἶχα
φέρει δῶρο, ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, κάποια Χριστούγεννα. Εἶχα βαρεθεῖ
νὰ ψωνίζω πυτζάμες.
Ὁ πατέρας μου τότε, ἐργαζόταν, δὲν εἶχε πάρει
ἀκόμα σύνταξη, καὶ ἔτσι ἡ ζακέτα ζωντάνευε μόνο τὸ Σαββατοκύριακο.
Τὴ φοροῦσε καὶ πηγαίναμε ἐκδρομές. Περπατούσαμε στὴν ἡσυχία
τοῦ βουνοῦ καὶ μάζευα κυκλάμινα ἤ κρινάκια, ἀνάλογα τὴν ἐποχή.
Οι τσέπες της ἦταν πάντα γεμάτες μὲ θυμάρι ἤ ματζουράνα.
Προσωπικὰ προτιμοῦσα τὸ θυμάρι ὅπως καὶ τὰ
πολύχρωμα, στρογγυλὰ κούμαρα, ποὺ τὰ ἔκανα καρφίτσα. Ὅπως
προτιμοῦσα καὶ τὶς ἐκδρομὲς στὴ θάλασσα, ἀλλὰ εἶχε, ἔλεγε,
καὶ τὸ βουνὸ τὴν ὀμορφιά του. Εἶχε τὴν ἠρεμία ποὺ τὸν εὐχαριστοῦσε,
τὴ μοναξιὰ ποὺ τὸν χαλάρωνε, καὶ ἔτσι, ἡ μητέρα μου καὶ ἐγὼ τὸν
ἀκολουθούσαμε.
Τὴν φοροῦσε ὅταν καθόταν στὴν ἀγαπημένη
του πολυθρόνα, στὴ γωνία στὸ τζάκι, γιὰ νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὶς
τελευταῖες κυκλοφορίες τῶν βιβλίων.
Ὅταν κατέβαινε νὰ ταξινομήσει τὰ παλιά
του τὰ βιβλία στὴν ἀποθήκη.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν μαστόρευε στὸ σπιτάκι τοῦ κήπου,
πίσω ἀπὸ τὴν παχουλὴ λεμονιά.
Καὶ ἦταν ἐκεῖ ποὺ ἔγινε ἡ ζημιά, μιὰ Κυριακὴ
πρωί. Τὰ σχοινιὰ τῆς ξύλινης κούνιας μου, εἶχαν χαλαρώσει καὶ
παρόλο ποὺ δὲν τὴν χρησιμοποιοῦσα πιά, ἦταν ὑπέροχο νὰ κάθεσαι
καὶ νὰ ἀπολαμβάνεις τὶς μυρωδιὲς τῶν λουλουδιῶν καὶ ἰδιαίτερά
το διακριτικὸ ἄρωμα τῶν λεμονανθῶν.
Ὁ μπαμπὰς εἶχε ἀρχίσει νὰ καρφώνει καὶ νὰ
σφίγγει τὶς βίδες στὴ βάση τοῦ ξύλου ὅταν τὸν φώναξε ἡ μητέρα
μου. Τὸν ζητοῦσαν στὸ τηλέφωνο. Ἄφησε τὴν πένσα καὶ τὸ σφυρὶ
καὶ μπῆκε τρέχοντας στὸ σπίτι. Τὸ τηλεφώνημα τέλειωσε.
— Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κρέμεται στὴ ζακέτα σου;
τὸν ρώτησα. Γύρισε καὶ κοίταξε.
Ὁ ἀγκώνας τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ εἶχε μιὰ τρύπα.
Τὸ μαλλὶ ποὺ εἶχε τραβηχτεῖ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ βάση τῆς λεμονιᾶς.
Κόντευε νὰ ξηλωθεῖ τὸ μισὸ μανίκι.
Ἡ ζακέτα ἐπιδιορθώθηκε, χάρη στὴ δεξιοτεχνία
τῆς γιαγιᾶς. Καθαρίστηκε, διπλώθηκε καὶ φυλάχτηκε σὲ ἕνα
συρτάρι.
Δὲν τὴ φόρεσε ποτὲ ξανά.
Τὰ τελευταῖα εἰκοσιτέσσερα χρόνια κρέμεται
στὴ ντουλάπα μου, μέσα στὸ νάϋλον τοῦ καθαριστηρίου.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Σοφία
Γιάγκα (Ἀθήνα). Σπούδασε Ἱστορία
τῆς Τέχνης καὶ Οἰκονομικὰ στὸ Ἀμερικάνικο Κολλέγιο, Β.Α.
καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδές, Μ.Α. History στὸ Πανεπιστήμιο
τοῦ Birmingham. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολεῖται μὲ κεραμικὰ
καὶ παρακολουθεῖ σεμινάρια δημιουργικῆς γραφῆς.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου