|
|
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑ ἦταν Ἀγλαΐα. Ὅταν
τὴ γνώρισα μικρός, εἶχε περάσει τὰ 70 καὶ ἔζησε μέχρι κοντὰ τὰ 100. Ἡ
ἄφθαρτη θεότητα τοῦ πραγματικοῦ δικαίου τὴν ἀντάμειψε γιὰ τὶς ὑπηρεσίες
ποὺ πρόσφερε στὸν κόσμο, καταχωρώντας την στὴν ἀνεξίτηλη συλλογικὴ
μνήμη. Πανύψηλη, καλοστεκούμενη ὀστεϊκή, μορφὴ Ὁσίας, μὲ κάτι
παπούτσια περίεργα μὲ χοντρὸ τετράγωνο τακούνι, ἀσυνήθιστο στὴν ἐποχή
της. Ἦταν παντρεμένη, εἶχε καὶ ἄντρα καὶ γιό. Μὰ ἀγαποῦσε καὶ τὴν ἀγαποῦσαν
ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἰδίως ἐκεῖνα τὰ ὀρφανὰ καὶ δυστυχισμένα
τῶν πολέμων. Ἀνὰ λίγες ὧρες, μοῦ μολογοῦσαν, ἔβγαινε καὶ μοίραζε
συσσίτιο στὰ ἀπροστάτευτα ἀπὸ τὸ ὑστέρημά της. Καὶ τὰ παιδιὰ τὴν ἔβαζαν
στὴ μέση μὲ τεντωμένα χέρια, στόμα ὀρθάνοιχτο καὶ τὴν προσμονὴ στὰ
μάτια. Ἐμένα Μάνα, Μάνα. Ἐμένα. Καὶ κείνη ξεχώριζε τὰ πονηρὰ χεράκια
ποὺ ἁπλώνονταν γιὰ νὰ πάρουν καὶ δεύτερη μερίδα καὶ τὰ χτυποῦσε μὲ ἕνα
μικρὸ ξυλάκι, σὰ μπαγκέτα μαέστρου. «Θὰ φᾶς πολλὲς ἂν ἐπιμένεις, ἐξυπνάκια»,
ἔλεγε τάχαμου αὐστηρά. Ἔπρεπε τὸ φαῒ νὰ φτάσει γιὰ ὅλα. Μαντήλα καφέ,
μὲ κρόσσια, βαλκανικὴ ἀνάμικτη φορεσιὰ στολὴ ὁλόκληρη πράσινο βελοῦδο
γιλέκι, φόρεμα καφὲ μὲ μπορντοῦρες κίτρινες, καθαρὲς καὶ περιποιημένες,
τὰ μαλλιὰ δυὸ κοτσίδες κοριτσίστικες στὸ στῆθος της, μέχρι τὴ μέση
σχεδόν. Τὸ στόμα της ὀπισθοχωροῦσε σὲ κάθε χαμόγελό της, ὅπως συμβαίνει
στοὺς κάτισχνους, ἀφήνοντας μιὰ τρύπα μικρὴ στρόγγυλη, χωρὶς πολλὰ
δόντια. Τὰ μάτια της ἀνοιχτογάλαζα, λίγο θολά, μὰ καλοσυνάτα καὶ
στὸ ἡφαιστειακὸ βλέμμα της ὧρες-ὧρες μαζευόταν ὅλη ἡ γλύκα της, ποὺ ἰσοπέδωνε
κάθε ἐμπόδιο. Τὸ κοπάδι τῶν ὀρφανῶν καὶ πεινασμένων παιδιῶν μεγάλωνε
συνεχῶς. Λίγο οἱ θάνατοι γονιῶν ἀπὸ ἀρρώστιες καὶ κακουχίες, λίγο
ἡ ἀνέχεια ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ πληρωμένες υἱοθεσίες μὰ καὶ σὲ ἐγκατάλειψη
παιδιῶν, τὰ ὀρφανοτροφεῖα καὶ τὰ οἰκοτροφεῖα γέμιζαν καὶ περίσσευαν
ὀρφανά, ἐνῶ πάντα ὑπῆρχαν καὶ τὰ παραπεταμένα ἀπ’ τὴ γέννα τους
παιδιὰ ποὺ ξέμεναν στὸ δρόμο. Ἀπὸ μέρα σὲ μέρα ἀρκετὰ ἀπ’ αὐτὰ κατέληγαν
ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι της. Μάνα, Μάνα πεινᾶμε καὶ ἔκλαιγαν νὰ σοῦ καῖνε τὰ
σωθικά. Καὶ ἡ γιαγιὰ Ἀγλαΐα στὴν ἀρχὴ τὰ ἔπαιρνε μὲ τὸ ἄγριο, γιὰ νὰ
σκληρύνουν καὶ νὰ μάθουν νὰ μὴν κλαῖνε καὶ μετὰ κλεινόταν μέσα κάνοντας
πυρετωδῶς ἑτοιμασίες, ἀπὸ ψωμὶ μὲ ζάχαρη καὶ λάδι ἢ ζάχαρη καὶ νερό,
μέχρι ψωμὶ μὲ ἐλιὲς ἢ τυρί, κυκλοφοροῦσαν κίτρινα τυριὰ ἀπὸ ξένες
βοήθειες, ἀμερικάνικες προπαντός. Πάντα βάσταγε ἕνα κιούπι μὲ ἐλιές,
πικρῆς ποικιλίας ἐκεῖ στὰ ὀρεινά, μὰ ποιός νοιαζόταν καὶ στὶς γιορτὲς
κανόνιζε καὶ γιὰ καμιὰ κονσέρβα χοιρινό. Καὶ πάντα ὑπῆρχε γιὰ τὰ προγραμματισμένα
καὶ ἡ κατσαρόλα, μὲ ὄσπρια ἢ δημητριακά. Τὸ ρύζι καὶ τὰ κριθαράκια
στὴ χούφτα, τὰ ζουμερὰ σὲ κεσεδάκια. Ἡ γειτονιὰ ἐνοχλούνταν, ἰδίως
ἀπ’ τὴν ἰαχὴ «Μάνα, Μάνα» καὶ τῆς ἔκανε παρατήρηση, ἰδίως γιὰ τὶς
φωνές τους. Τὴ θεωροῦσαν τρελὴ κι ἀλλόκοτη, ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν πλησίαζε
ποτὲ στὶς παρέες τους. Εἶχε τὴ δική της ἀποστολή. Κι ὅσο τὰ χρόνια
περνοῦσαν τόσο καὶ ὅλοι ξέχναγαν τὸ ὄνομά της —Ἀγλαΐα— καὶ υἱοθετοῦσαν
τὸ ὄνομα ποὺ τῆς ἔδωσαν τὰ παιδιὰ «Μάνα, Μάνα». Κι αὐτὸ σιγὰ σιγὰ ἐξελίχτηκε
καὶ ἔμεινε στὴν τοπικὴ μνήμη μονολεκτικό, «Μαναμάνα».
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Πλανόδιον
Νίκος Τακόλας (Λάρισα) καὶ μεγάλωσε στὰ Γρεβενά. Σπούδασε Ἠλεκτρολόγος
Μηχανικός. Πρῶτο του βιβλίο Τὸ
κρυμμένο ἀριστούργημα τοῦ Ζοζὲφ Ἰνεμπράο (διηγήματα,
Ἕνεκεν, 2011), τελευταῖο του Τὸ
κάστρο τῆς νιφάδας (Νησίδες, 2016) Ζεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἔχει
ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν κινηματογραφικὴ κριτικὴ καὶ τὸ πολιτικὸ δοκίμιο.
Στὴν κηδεία της οἱ συμπατριῶτες ἦταν λίγοι, τὸ ἴδιο καὶ οἱ συγγενεῖς
ποὺ τὴν ἀπομόνωσαν γιὰ τὶς ἰδιοτροπίες της. Μὰ ὑπῆρχαν καμιὰ πενηνταριὰ
ἀγόρια καὶ κορίτσια, παιδιὰ τοῦ πολέμου, τῆς φτώχειας καὶ τῶν ἐμφυλίων,
πάνω κάτω 30 χρονῶν, μὲ πρησμένα μάτια ποὺ ἔκλαιγαν βουβὰ καὶ χώρια,
ψιθυρίζοντας τὸ πραγματικό της ὄνομα. Αὐτὸ ποὺ τῆς ἄξιζε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου