του Λουκά Αξελού
Ασφαλώς τα ζητήματα που αναδεικνύει η νέα εκδοτική-πολιτιστική πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητα από την συνολική πορεία των πραγμάτων στην ευρύτερη κοινωνικοπολιτική σφαίρα. Η κυριαρχία της λογικής των αγορών, η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού και της Νέας Τάξης, η χρεοκοπία της παλιάς δεξιάς και αριστερής πραγματικότητας, η υποβάθμιση του ουσιαστικού γνωσιολογικού και αισθητικού υποβάθρου, η πλήρης αποσύμπλεξη της ηθικής από την πολιτική και η ανάδειξη ενός πολυπολιτισμικού τσελεμεντέ ως αποκλειστικής συνταγής της «νέας σύγχρονης σκέψης», δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον ευρύτερο χώρο του βιβλίου και της κυκλοφορίας των ιδεών.
Οι άνθρωποι που σήμερα κυριαρχούν και χειρίζονται τις τύχες του βιβλίου έχουν από καιρό ήδη παραβιάσει την συνδυαστική αρχή της ανάγκης ισορροπίας ανάμεσα στην πολιτισμική δημιουργία και την εμπορική αποτελεσματικότητα και λειτουργούν ως καλοί ή κακοί μαθητές της σχολής του Σικάγου.
Κοινός πλέον τόπος είναι ότι η επιβολή των σύγχρονων τεχνολογιών, η επικράτηση των οπτικοακουστικών ΜΜΕ, αλλά και ο τρόπος «γραφής» των κειμένων, αποτελούν μια πραγματικότητα που εν μέρει ανατρέπει τους παραδοσιακούς τρόπους πρόσληψης της γνώσης. Η «τηλεορασοποίηση» επηρέασε δραστικά όχι μόνον τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, αλλά και το βιβλίο. Αργά αλλά σταθερά, οι εφημερίδες και τα περιοδικά γνώμης εκτοπίζονται και είναι εμφανής η μειωμένη αντίσταση στην «λογική» της εικόνας και των αριθμών. Τώρα πια θεωρείται φυσικό να κατασκευάζουμε και βιβλία. Και νομίζω ότι δεν υπερβάλλω όταν επισημαίνω ότι τα τελευταία χρόνια δεκάδες βιβλία «φτιάχτηκαν» στην προσπάθεια του ανταγωνισμού και της νεοπλουτίστικης άποψης κάποιων συγγραφέων και εκδοτών που έχουν μπερδέψει την κυκλοφορία των ιδεών με την κυκλοφορία των επιταγών και στοχεύουν μέσω της συσσώρευσης χάρτινων «φερέτρων» να μονοπωλήσουν το βιβλίο στην Ελλάδα.
Μα θα αντιτάξει κανείς: Όλα τα κακά συμβαίνουν σε αυτόν τον τόπο; Προφανώς όχι. Φαινόμενα αντίστοιχα προηγήθηκαν και στην Βόρεια Ευρώπη και Αμερική, που πολλοί έχουν ως αποκλειστικό πρότυπο. Η επικράτηση όμως των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων δεν είχε ως αποτέλεσμα το «τέλος της ιστορίας», ούτε όπως κάποιοι αφελώς φαντάζονται, εξαφάνισε την υπόλοιπη εκδοτική πανίδα και χλωρίδα, τμήματα της οποίας πέρασαν στην «Αντίσταση», ανοίγοντας ένα παρατεταμένο ιδεολογικοπολιτικό αντάρτικο, σχηματίζοντας θύλακες συνειδητών αναγνωστών, που εν τοις πράγμασι «συμμετέχουν στον αγώνα», ενισχύοντας τις εκδοτικές εκείνες εστίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως κατεξοχήν διαρκές πολιτισμικό αγαθό.
Ίσως εδώ, πρέπει να κάνω κάτι σαφές. Η κριτική μου στην «συγκέντρωση και συγκεντροποίηση», δεν αποτελεί συνηγορία υπέρ του ελάσσονος και κατ’ επέκτασιν «καταγγελία» του μείζονος. Δεν υποστήριξα ποτέ εξιδανικευμένες απόψεις επιστροφής στην «αρχική συγγραφική-εκδοτική αθωότητα», πολλώ μάλλον στάθηκα πάντα κριτικός στην απαράδεκτη τσαπατσουλιά και προχειρότητα πολλών «αθώων μικροβιοτεχνών».
Αυτό όμως ποτέ δεν το μπέρδεψα με αυτόν που ήταν ο κύριος και κατεξοχήν εχθρός των ιδεών και του βιβλίου, δηλαδή το πελατειακό κράτος, συνισταμένη των αγράμματων ή ημιμαθών αριστεροδεξιών συντεχνιών, και το ολιγοπώλιο των μεγαλοεκδοτών, πρόθυμων διαχρονικά στην σταυροφορία «να κάνουν τσιμέντο» όλον τον εκδοτικό χώρο, γεμίζοντάς τον με χάρτινα «φέρετρα».
Διερωτώμαι αν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα υπάρχει εκπαιδευτικός-πολιτισμικός μηχανισμός με τέτοιο βαθμό αναλγησίας απέναντι στο κομβικότερο στοιχείο υπάρξεως ενός λαού, ενός έθνους την γλώσσα, την παιδεία, τον πολιτισμό του.
To πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο να κατανοήσουμε σήμερα τα όρια δράσης του σύγχρονου εκδοτικού «χόμο καταφέρτζικους». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό αφορά στον ίδιο τον πολιτισμό μας. Πιο απλά: Με βάση τα «στατιστικά» δεδομένα θα υποκλιθούμε στην λογική των αριθμών ή με το συνεπαγόμενο κόστος θα αντιτάξουμε την λογική του ποιος-ποιον, την λογική της ποιότητας, αφού πάντα η ποιότητα ήταν, είναι και θα είναι το τελικό κριτήριο για την αξία ενός έργου;
Είναι, άραγε, διερωτώμαι ένδειξη πολιτισμικής αναβάθμισης η κυριαρχία μιας κατηγορίας πολυπολιτισμικών ασπόνδυλων, (μεγάλο τμήμα των οποίων είναι μεταλλαγμένοι αριστεροί), θιασωτών του «ιμπεριαλισμού των δικαιωμάτων» και της υπό νεοταξική επικυριαρχία παγκοσμιοποιήσεως; Γεγονός παραμένει, ότι η κατηγορία αυτή ισχυρά δικτυωμένη σε πανευρωπαική κλίμακα, προσπαθεί συστηματικά να επιβεβαιώσει τις θεωρίες για το «τέλος της ιστορίας», προωθώντας με κάθε μέσο την πολιτική εκείνη που οδηγεί στην απάλειψη των ταυτοτικών-πυρηνικών στοιχείων κάθε εθνικού πολιτισμού.
Η ανεπάρκειά της στο να μπορεί με αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα να προσεγγίσει την κάθε συγκεκριμένη εθνική πραγματικότητα αποτυπώνεται χαρακτηριστικά και στο ότι συνειδητά κλείνει τα μάτια ή – στην καλύτερη περίπτωση – αγνοεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η δύναμη κάθε μεγάλου έργου, είτε λογοτεχνικό, είτε φιλολογικό, είτε πολιτικό είναι αυτό, είναι ότι στηρίζεται σε μιαν ισχυρή εθνική βάση – αφετηρία.
Γιατί αυτό που φαντάζει και στηλιτεύεται ως εθνικιστικό από τους μικροευρωπαίους επαρχιώτες μας, ήταν απόλυτα φυσικό για μια διάνοια σαν αυτή του Φρειδερίκου Ένγκελς, που μιλώντας λ.χ. για τον Ερρίκο Ίψεν, τον μεγάλο Νορβηγό και Ευρωπαίο συγγραφέα, επεσήμανε με εξαιρετική διαύγεια πως ο Ίψεν έγινε μεγάλος συγγραφέας, όχι παρά την επαρχιακή του γενέτειρα, όχι παρά την μικρή του χώρα, αλλά εξαιτίας αυτής.
Λάθος, λοιπόν, έχουν καταλάβει οι ψοφοδεείς αριστεροδεξιοί λογοτεχνικοί μας φωστήρες, που κρατούν σιωπή ιχθύος για το κράτος του ζόφου, της υπό την μπότα των μνημονίων Ελλάδας, ότι δια της εξαφανίσεως της ιθαγένειας και των ιδιαίτερων ταυτοτικών στοιχείων που συγκροτούν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κάθε εθνικής λογοτεχνίας (βαθύτερης έκφρασης της ψυχής ενός έθνους, ενός λαού), θα γίνουμε πολίτες του κόσμου.
Είναι, διερωτώμαι, ένδειξη πολιτισμικής αναβάθμισης ο «εξορθολογισμός» του βιβλίου δια της εξαφανίσεως των μικρών εκδοτικών οίκων και της μετατροπής ακόμα και άξιων συγγραφέων σε μαζικούς παραγωγούς τυποποιημένων έργων; Τι άραγε επιδιώκουμε εν τέλει; Την φαστφουντοποίηση και του βιβλίου, ενός «πνευματικού εδέσματος» με κατεξοχήν απαιτήσεις γευσιγνωσίας;
Μήπως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τρόπο πνευματικής διατροφής;
Όλοι όσοι επιζητούν την επικράτηση μιας διαφορετικής λογικής στο τι τρώμε, οφείλουν να γνωρίζουν ότι ο συλλογισμός τους είναι ανεπαρκής, αν δεν θέσουν αφετηριακά το ζήτημα και στο τι διαβάζουμε.
Εξαιρετικό κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή