OΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ἀπόγευμα
πάνω στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας. Τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν μου τεντώθηκαν,
λύγισαν καὶ σὲ μιὰ ἄρτια ποζισιὸν πάτησαν πάνω στὸ ἀλέκιαστο
τραπεζομάντηλο τῆς μαμᾶς σὰν σὲ πλῆκτρα πιάνου. Δὲν κινοῦνταν
τυχαία, μὰ ἔπαιζαν στ' ἀλήθεια μιὰ μελωδία ποὺ μόνο ἐγὼ μποροῦσα
ν' «ἀκούσω». Θὰ ἦταν, βέβαια, ἐξωπραγματικὸ ἂν σᾶς ἔλεγα ὅτι
δὲν ξέρω νὰ παίζω πιάνο. Ἀφιέρωσα τὰ καλύτερά μου χρόνια στὰ
ὠδεῖα καὶ πέρασα ἀτελείωτες ὧρες μελετώντας σὲ ὄρθια πιάνα
καὶ σὲ πιάνα μὲ οὐρά. Τὸ γεγονὸς ὅμως ποὺ σᾶς ἀναφέρω δὲν ἔγινε
ἔπειτα ἀπὸ μελέτη ὥστε νὰ ἐξηγεῖ τὴν κινητικότητα τῶν δαχτύλων.
Γι' αὐτὸ καὶ μὲ τρόμαξε.
Νὰ πάρουμε τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά. Δεσποινὶς
ἐτῶν τριάντα ἐννέα, ἔμενα μαζὶ μὲ τοὺς ἡλικιωμένους γονεῖς
μου καὶ δὲν θὰ ἤθελα κάποιο σχόλιο πάνω σ' αὐτό. Μ' ἀνάθρεψαν
μὲ τὴ λεγόμενη κλασικὴ παιδεία, ποὺ πάει νὰ πεῖ ἀπαραιτήτως
πιάνο καὶ γαλλικὰ σὺν τὶς σπουδὲς στὴ φιλολογία, γιὰ νὰ ἔχω γερὲς
βάσεις στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, στ' ἀρχαία καὶ στὰ λατινικά. Ὕστερα
ἀπ' αὐτά, ἀναμενόταν νὰ μὲ βροῦν ὅλες οἱ τύχες, ἀλλὰ μάταια.
Κι ἐπειδὴ ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ξέφυγα ἀπ' τὸ θέμα, δὲν μοῦ ἔφτανε
ἡ ἄχαρη ζωή μου, ἦρθε καὶ τὸ ἀναπάντεχο γεγονὸς νὰ μοῦ τὴν κάνει
ἀκόμα δυσκολοτερη.
Θὰ μοῦ πεῖτε, ποιὸ εἶναι τὸ πρόβλημα, ἐπειδὴ
κινοῦνται τὰ δάχτυλα σὰν σὲ πιάνο; Δὲν ἦταν μόνο αὐτό.
Ὅπου κι
ἂν στεκόμουν, τὰ δάχτυλα ξεκινοῦσαν μιὰ φρενήρη κίνηση ὄχι ἐπιτόπου
ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀκτίνα ἑνάμισι μέτρου μὲ κίνδυνο νὰ χτυπήσω ὅποιον
βρισκόταν κοντά μου ἐκείνη τὴ στιγμή. Καὶ τὸ πιὸ περίεργο ἦταν
ὅτι ἔπρεπε νὰ τελειώσει τὸ μουσικὸ ἔργο ποὺ ἔπαιζαν καὶ μετὰ
νὰ σταματήσουν. Φανταστεῖτε, λοιπόν, τί φρίκη, τὴν ὥρα ποὺ πήγαινα
μὲ τὸ λεωφορεῖο στὸ κέντρο ἢ ἔκανα τὰ ψώνια στὸ σουπερμάρκετ
ἢ στὴ λαϊκή, ν' ἁπλώνονται τὰ χέρια μου καὶ νὰ γαζώνουν μὲ τὰ
δάχτυλα τὸν ἀέρα.
Ζήτησα βοήθεια ἀπὸ εἰδικό, γιατί οἱ γονεῖς
ἂν τὸ ἀντιλαμβάνονταν θὰ εἴχαμε κοπετούς, τοῦ τύπου «τὸ καημένο
το κοριτσάκι μας τί τοῦ 'μέλλε νὰ πάθει». Νόστιμος ὁ νευρολόγος,
δὲν λέω. Εἶχε κάνει κι ἕνα ἀκαταλαβίστικο μεταδιδακτορικὸ
στὸ ἐξωτερικό. Ξεκίνησε παίρνοντας τὸ ἱστορικό μου. Μᾶλλον
δὲν ἀντιλήφθηκε ἐξαρχῆς τὴν ἡλικία μου καὶ τὸ ἕνα Α4 δὲν τοῦ ἔφτασε.
Σηκώθηκε νὰ φέρει καὶ δεύτερο. Τὸ πιὸ σημαντικὸ ἦταν ὅτι ἔγινε
μάρτυρας μιᾶς κρίσης τῶν ἀλλόκοτων δαχτύλων μου. Προσπάθησε νὰ
τὰ σταματήσει. Μάταια. Ἐκεῖνα ἠρέμησαν μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη,
εὐτυχῶς, φούγκα τοῦ Μπάχ. Αὐτό, βέβαια, τὸ ἤξερα μόνο ἐγώ. Ὁ
γιατρὸς ἀπέμεινε μ' ἔκπληκτο βλέμμα καὶ στοιχηματίζω ὅτι ἐκείνη
τὴ στιγμὴ ἦταν ἕτοιμος νὰ σκίσει τὰ πτυχία του.
Ἐγὼ πάλι εἶχα τὸν καημό μου. Δὲν ἔφτανε ποὺ
ἔχανα «τὸ τρένο τῆς ζωῆς», εἶχα ν' ἀντιμετωπίσω καὶ τὸ ἀλλόκοτο
αὐτὸ συμβὰν ποὺ μ' ἔκανε νὰ κλείνομαι ἀκόμα περισσότερο στὸν
ἑαυτό μου καὶ νὰ μειώνω τὶς πιθανότητες γιὰ μιὰ σχέση. Νά, ὁ
νευρολόγος, ἄς ποῦμε. Στὴν ἀρχή, ἦταν εὐγενικὸς καὶ διαχυτικός.
Μετὰ τὴν κρίση τῶν δαχτύλων, μὲ κοίταζε παράξενα καὶ εἶχα τὴν
αἴσθηση πὼς ἤθελε νὰ μὲ ξεφορτωθεῖ. Φεύγοντας, μοῦ ἔδωσε δυὸ
εἰδῶν χάπια: ἠρεμιστικὰ καὶ μυοχαλαρωτικά. Δὲν ξαναπῆγα.
Τὴ λύση τὴν βρῆκα μόνη μου, τυχαῖα. Ἔκανε
τσουχτερὸ κρύο καὶ φόρεσα γιὰ πρώτη φορὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ γάντια.
Πέρασε ὁλόκληρο τὸ πρωινὸ χωρὶς νὰ ἐκτελέσουν τ' ἀλλόκοτα
δάχτυλά μου κάποιο μουσικὸ ἔργο. Ὅταν ὅμως ἔβγαλα τὰ γάντια,
τὰ ἀντιλήφθηκα νὰ λυγίζουν καὶ νὰ τεντώνονται σὲ μιὰ προετοιμασία
βιρτουόζικης ἐκτέλεσης. Τὰ πρόλαβα ξαναφορώντας τὰ γάντια.
Αὐτὸ ἦταν. Καμία κίνηση. Κοιμήθηκα ἔτσι ἀκόμα καὶ τὸ βράδυ.
Τὴν ἄλλη μέρα προμηθεύτηκα γάντια ὅλων των εἰδῶν: μάλλινα,
βαμβακερά, σατέν, δερμάτινα, πλαστικὰ καὶ τῆς μιᾶς χρήσης. Δὲν
εἶχα σκοπὸ νὰ τὸ ἀφήσω νὰ μοῦ ξανασυμβεῖ. Θὰ ἔπαιζα μόνο σὲ
πιάνο κι ὄχι στὸν ἀέρα.
Ὁ Λουκᾶς μὲ γνώρισε νὰ φοράω τὰ γάντια μου
καὶ νὰ πίνω καφέ. Τὸ θεώρησε πολὺ σὶκ καὶ θέλησε νὰ ξαναβρεθοῦμε.
Τὴν ἑπόμενη φορὰ δὲν κρατήθηκε καὶ μὲ ρώτησε ἂν ἡ ἐμμονή μου
μὲ τὰ γάντια εἶναι κάτι σὰν μόδα ἢ ἔχω κάποιο πρόβλημα στὰ χέρια.
Τὰ ἔβγαλα, λοιπόν, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τὰ μακριὰ μυώδη δάχτυλα
πῆραν θέση στὸ τραπέζι, κι ἀπ' ὅσο κατάλαβα ἀπὸ τὴν ἔναρξη
καὶ τὰ μεγάλα ἀρπὲζ τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ, ἦταν ἡ σονάτα «ὑπὸ
τὸ σεληνόφως» τοῦ Μπετόβεν. Ὁ Λουκᾶς στὴν ἀρχὴ νόμιζε ὅτι ἀστειεύομαι.
Ἔβλεπε ὅμως ὅτι δὲν σταματοῦσα, κι ἄρχισε νὰ κοιτάζει γύρω
του σαστισμένος. Τέλος, θυμήθηκε μιὰ σημαντικὴ δουλειὰ ποὺ ἔπρεπε
νὰ κάνει κι ἔφυγε τρέχοντας.
Μὲ τὰ χρόνια συνήθισα τὰ γάντια καὶ ξέχασα
τ' ἀλλόκοτα δάχτυλα. Σὲ γιατροὺς δὲν ξαναπῆγα, ἔφτασα πενήντα
χρόνων καὶ ζῶ μόνη μου. Ἐργάζομαι ὡς μουσικὸς καὶ δὲν εἶναι λίγες
οἱ φορὲς ποὺ σὲ κοντσέρτα καὶ συναυλίες ἀνατρέχω στὴ μουσικὴ
βιβλιοθήκη τοῦ μυαλοῦ μου, βρίσκω τὰ πρὸς ἐκτέλεση ἔργα καὶ
βάζω στὴν κυριολεξία τὸν αὐτόματο πιλότο. Τὰ δάχτυλα τῶν
χεριῶν μου, ὅταν ἀπαλλάσσονται ἀπ' τὰ γάντια, μεγαλουργοῦν
κι ὅλοι μὲ θεωροῦν μιὰ μεγάλη σολίστ μὲ ἐξαιρετικὸ ταλέντο.
Ἡ σολίστ «μὲ τὸ γάντι».
Πηγή:
Ζωὲς σὲ ἀναδίπλωση
(διηγήματα, ἔκδ. Γαβριηλίδης, 2014) MEΣΩ ΠΛΑΝΟΔΙΟΥ
Λίνα
Βαλετοπούλου (Βόλος).
Σπούδασε κλασικὴ φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ εἶναι
διπλωματοῦχος πιάνου. Ἐργάστηκε στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση
ὡς καθηγήτρια μουσικῆς. Ἔχει κάνει σπουδὲς στὸ Μεταπτυχιακὸ
Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας.
Γνωρίζει ἀγγλικά, γαλλικὰ καὶ ἰταλικά. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν
στὴ συλλογικὴ ἔκδοση «Ὁδὸς Δημιουργικῆς Γραφῆς 2» (ἔκδ. Ὀσελότος,
Ἀθήνα 2013), καὶ ἀλλοῦ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου