ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΑΝ οἱ ἄνθρωποι ποὺ φοροῦν
δυνατὰ ἀρώματα. Ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ ὕποπτη ματαιοδοξία, εἶναι σὰν
νὰ θέλουν νὰ καλύψουν κάποια βαριὰ παραφωνία τῆς φύσης τους. Σὰν
τὸ ἄρωμα αὐτὸ νὰ συμπληρώνει μὲ κάποιο τρόπο τὴν ὕπαρξη τους
σ’ ἕνα κομμάτι ποὺ μένει γιὰ κείνους ἀξεδιάλυτο, λειψό. Οἱ ὑπόλοιποι
ἄνθρωποι ἔχουν κι ἐκεῖνοι τὴ χαρακτηριστική τους μυρωδιά, ὅμως
τὴν ἀποκτοῦν μὲ τρόπο πιὸ τίμιο, μέσα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀγγίζουν,
καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἡ μυρωδιὰ αὐτὴ χαράσσεται κάπου πολὺ πιὸ
βαθιὰ ἀπ’ τὸ δέρμα. Ὁ πατέρας μου θυμᾶμαι, εἶχε κι ἐκεῖνος τὴν
χαρακτηριστική του μυρωδιά, νὰ ἀναγγέλει τὸν ἐρχομὸ του δευτερόλεπτα
προτοῦ φανεῖ, μιὰ ἀξεδιάλυτη μυρωδιὰ ἀπὸ ταμπάκο καὶ ἁγιόκλημα,
μὲ μικρὲς μεταλλικὲς νότες ἀπὸ κάτι ποὺ θύμιζε μπαχαρικό. Ἤμουν
περήφανη γιὰ αὐτή του τὴ μικρὴ ἐπανάσταση, δίπλα στοὺς ἄλλους
πατεράδες ποὺ μυρίζαν φτηνὸ ἀφτερσέιβ καὶ ἀλκοόλ. Ἡ μυρωδιά
του αὐτὴ ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀπείθαρχης ζωῆς κι ὅπως συμπεραίνω
μεγαλώνοντας πιά, μιᾶς γενικότερης δυσθυμίας ἀπέναντι σὲ κάθετι
τὸ συμβατικό, μιᾶς ὁλικῆς ἄρνησης νὰ ἐνταχθεῖ στὸν κόσμο τῶν μεγάλων.
Συνήθιζε νὰ καπνίζει
στὸ κρεββάτι, μιὰ βρώμικη συνήθεια ποὺ εἶχε ἀποκτήσει στὸ στρατὸ
καὶ θυμᾶμαι ὅτι σὰν παιδὶ μὲ ἐξόργιζε. Ἡ μάνα μου τὸν παρακαλοῦσε
νὰ βγεῖ στὸ μπαλκόνι, ὅμως ἦταν τόσο δοσμένος σὲ αὐτὴ τὴ μικρὴ ἡδονὴ
ποὺ σύντομα ἐγκαταλείψαμε τὴν προσπάθεια νὰ τοῦ ἀλλάξουμε γνώμη.
Ὅσο γιὰ τὸ ἁγιόκλημα, τὸ πιὸ καθοριστικὸ ἴσως συστατικό τῆς
μυρωδιᾶς του, ἦταν ἕνα ἄγριο ἀναρριχητικὸ κάπου στὸ ὕψος του,
ποὺ φύτρωνε στὸν κῆπο ἀπ’ τὸ πατρικό του στὸ χωριό. Κάθε καλοκαίρι,
ἔκοβε τὰ ξεραμένα κλαδιὰ μὲ τὰ χέρια του «γιὰ νὰ πετάξουν καινούριες
φύτρες». Ἡ μυρωδιὰ τοῦ πατέρα μου συμπληρωνόταν ἀπὸ τὶς βαριὲς
μεταλλικὲς νότες τοῦ ἱδρώτα πάνω στὴ μάλλινη μπλούζα, τὸν ἀφρὸ
ξυρίσματος ὂλντ σπάις καὶ τὶς φλοῦδες ἀπὸ μανταρίνι. Ἄρωμα δὲν
καταδέχτηκε νὰ φορέσει ποτέ.
Ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ὅταν πέθανε ἡ μάνα μου καὶ τὰ ἀδέρφια μου σκόρπισαν τὸ καθένα
σ’ ἄλλη πόλη, ἐκεῖνος μάζεψε δυὸ ροῦχα καὶ γύρισε στὸ χωριό. Ἀπὸ
τότε δὲ φάνηκε. Τὰ σκεπάσματά του δὲ σταμάτησαν ποτὲ νὰ μυρίζουν
ἁγιόκλημα καὶ καπνό.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Χριστίνα
Μπότσου. (Ἀθήνα, 1995). Σπούδασε
στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολή.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου