|
|
H ΚΟΡΗ ΤΗΣ ἐπέστρεφε ἔπειτα ἀπὸ πολὺ καιρό.
Ἡ μητέρα της θὰ μάθαινε ξανὰ νἆναι Μαμά. Ἔπειτα, θὰ μάθαινε πότε
μπορεῖ ν’ ἀγκαλιάζῃ, καὶ πότε νὰ συγκρατεῖται.
Δεκαπέντε
χρόνια νωρίτερα, ἡ κόρη της ἦταν ἕνα πρόωρα γεννημένο βρέφος μὲς σὲ
μιὰ θερμοκοιτίδα καὶ ζύγιζε ἀκριβῶς ἕνα κιλό. Ἦταν τότε ποὺ ἡ μητέρα
της ὁδηγοῦσε ὣς τὸ νοσοκομεῖο στὶς 04:00 π.μ. ἁπλὰ καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴ
δῇ ν’ ἀναπνέῃ. Τῆς σκάρωνε νανουρίσματα, ὥσπου κοιμόταν πλάι στὶς ὀθόνες.
Ἔπλεκε μάλλινα ―μυτερὰ στὴν κορυφὴ σὰν ξωτικοῦ― σκουφάκια, ποὺ ἔφταναν
τὸ μέγεθος ἑνὸς μήλου, ὡστόσο ἕνα πρωῒ ὅταν ἐκείνη θὰ ἔλειπε, μιὰ
νοσηλεύτρια ἀπ’ τὴν κλινικὴ τῶν ἐνηλίκων ἀσθενῶν ποὺ ἀναπλήρωνε
κάποιον στὴ ΜΕΘ τῶν νεογέννητων, τοποθέτησε τὴ λάθος ταινία στό
πρόσωπο τοῦ βρέφους προκειμένου νὰ σιγουρέψῃ τὸν τροφοδοτικὸ σωλήνα.
Ὅταν αὐτὴ ἔπρεπε ν’ ἀφαιρεθῇ, τὸ ἀνώτερο τμῆμα τοῦ βρεφικοῦ δέρματος
σκίστηκε, δημιουργῶντας ἕνα κάπαλο, κι’ ἀργότερα μιὰν οὐλὴ στὸ ζυγωματικὸ
τοῦ νεογνοῦ, ἡ ὁποία τελικὰ ἀπορροφήθηκε καταλήγοντας νὰ μοιάζῃ
μὲ ἕνα ξεθωριασμένο ἀσημένιο ψάρι.
Ὅταν ἦταν νήπιο, ἡ μητέρα της ἔπρεπε νὰ σταματήσῃ νὰ χρησιμοποιῇ σαπούνι γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἐκζέματος τοῦ κοριτσιοῦ. Θὰ τὴν ἄλειφε μὲ τὴν ὑδαρῆ κρέμα ποὺ ἔκανε ἀφροὺς μὲς στὴ λεκάνη. Ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴ βλάβη ποὺ μποροῦσε νὰ προξενήσῃ ὁ ἀφρικανικὸς ἥλιος, ἱκετεύοντας τὸ νεαρὸ πλέον κορίτσι νὰ φορᾷ καπέλο, ἀντηλιακὴ προστασία, προειδοποιῶντας την παράλληλα γιὰ τὴν ἐμφάνιση φακίδων καὶ τὸν καρκίνο. Ἀργότερα, ὅταν πλέον ἡ κόρη της ἐρχόταν σπίτι τὰ σαββατοκύριακα ὡς ἐπισκέπτρια, θὰ ρωτοῦσε μὲ τὴ σειρά της τὴ μητέρα της γιὰ φαρμακευτικὲς κρέμες γιὰ τὰ σπυράκια, καὶ γιὰ προϊόντα ἐνυδάτωσης. Θὰ ψώνιζαν παρέα. Ἡ μητέρα της θὰ τῆς ἀγόραζε κι ἀρώματα, λέγοντάς της, Γιὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι κάθε φορὰ ποὺ θὰ τὸ μυρίζῃς.
Τὸ κορίτσι
ἀπέκτησε πλέον νέα σημάδια σὰν στοιχισμένους μενεξεδένιους γυμνοσάλιαγκες,
ποὺ ἕρπονται στὸ μπράτσο της, ἀδύνατον νὰ καταφέρῃ κανεὶς νὰ τ’ ἀγγίξῃ.
Ἀφότου ἔκοψε τὶς φλέβες της, ὁ δερματολόγος της τῆς πρότεινε νὰ κάνουν
πλαστικὰ ράμματα, ὡστόσο οἱ πιὸ βαθιὲς ἀπ’ αὐτὲς τὶς τομὲς παραλίγο
νὰ φτάσουν στὴν ἁρτηρία. Ἡ μητέρα τρίβει ἔλαιο ἀπὸ κυνόροδο στὸ
δέρμα τοῦ παιδιοῦ της, προσπαθῶντας νὰ καταπραΰνῃ τὸν χηλοειδῆ ἱστό,
ἐνθυμούμενη τὶς παλιές της ἀνησυχίες, ποὺ εἶχαν πιὰ πετάξει μακριὰ
σὰν φουσκάλες σὲ ποτήρι ἀναψυκτικοῦ, ἀνάλαφρες σὰν κονφετὶ ἀπὸ ρυζόχαρτο.
Ὅταν
παντρεύτηκε τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ της, τὸ δέρμα της ἦταν καθαρό. Δὲν
εἶχε στίγματα ἀϋπνίας, οὔτε μελανιὲς ἀπ’ τὶς ἀνακρίσεις στὶς ἕντεκα,
τὰ μεσάνυχτα, στὴ μία, στὶς δύο. Μόνον οἱ ἀργοὶ χτύποι τοῦ ρολογιοῦ ἦταν
μάρτυρες στὸν φόβο της.
Τώρα, ἡ
μητέρα ἀκούει τὶς σιωπηλὲς ὧρες τὴν κόρη της νὰ στριφογυρνᾷ στὸν ὕπνο
της. Ἀκούει τὶς σοῦστες τοῦ κρεβατιοῦ νὰ τρίζουν, κάθε ποὺ τὸ κορίτσι
σηκώνεται γιὰ νὰ πάῃ στὴν τουαλέτα. Μὲς στὴν ἡσυχία ἀναρωτιέται
γιὰ τὰ φορέματα τοῦ ἐτήσιου χοροῦ τῆς ἀποφοίτησης, γιὰ τὰ νυφικά. Τὸ
κορίτσι σχεδιάζει μὲ ξυλομπογιὲς στὸ τετράδιό της, δαντελένια μανίκια
ἢ τούλια, μακριὲς φοῦστες ποὺ νὰ καλύπτουν τὰ σημάδια ἀπ’ τὰ χαρακωμένα
καλάμια καὶ τοὺς μηρούς της.
Ἡ μητέρα
βρίσκει τὶς ζωγραφιὲς ὅταν τὸ κορίτσι λείπει στὸ σχολεῖο, τσαλακωμένες
στὰ σκουπίδια της. Τὶς παίρνει καὶ καθὼς τὶς σιδερώνει, ὁ ἀέρας πλημμυρίζει
ἀπ’ τὴ μυρωδιὰ τοῦ ζεστοῦ χαρτιοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου