|
|
ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου.
Ἦταν ἕνα φτηνὸ μέρος μὲ κακὴ θέα. Θὰ χώριζαν, αὐτὸ εἶχαν πεῖ, μετὰ ἀπὸ
μιὰ τελευταία τους συνεύρεση. Θὰ ἦταν ἄγρια, ὅσο πιὸ ἄγρια γινόταν.
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου καὶ εἶχε φτάσει νωρίτερα
γιὰ νὰ καθαρίσει τὸ μυαλό της. Ἔπρεπε νὰ ἔχει τὸ τηλέφωνό της ἀνοιχτὸ
γι’ αὐτόν, ἀλλὰ τὰ παιδιά της κι ὁ Πίτερ τῆς ἔστελναν συνέχεια μηνύματα.
Ἐκείνη εἶχε πάει σὲ ἕναν ἄρρωστο φίλο ποὺ πέθαινε. Χαχάνιζε, καθὼς
ἔλεγε ψέματα, ἀλλὰ τὴν ἄφησαν ἥσυχη, οἱ μόνοι ποὺ εἶχε στὸν κόσμο. Ἡ
οἰκογένειά της ἦταν σὰν οἰκογένεια, τῆς ἄρεσε νὰ λέει. Κι ἐκεῖνος, ὁ
κύριος Ἀποχαιρετισμός, ἦταν καθ’ ὁδόν.
Τὸν περίμενε στὸ ξενοδοχεῖο. Ἔπειτα ἀπὸ ἐξάσκηση, εἶχε ἀρχίσει
νὰ ἐκτιμάει τὴ βιαιότητα στὸ κρεβάτι. Δὲν ἦταν ποτὲ ἐπιδειξίας.
Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀξιοπρεπής. Τί διαφορὰ ἔκανε αὐτὸ
στὴ ζωή της! Μὲ ὅλα τὰ ἄλλα νὰ πρέπει νὰ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀναδιοργανωθοῦν
γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὸν ἑαυτό της, τὸ καινούριο αὐτὸ ἄτομο.
Μέχρι αὐτὸν ἐδῶ, εἶχε πάει μὲ πέντε ἢ ἕξι ἄντρες καὶ εἶχε τὰ μάτια της κλειστὰ στὴ διάρκεια.
Νευρικὴ καὶ ἀρκετὰ ἀγχωμένη, ὥστε νὰ αἰωρεῖται στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀνησυχία της, εἶχε τρέξει μακριὰ ἀπὸ ὅ,τι χρειαζόταν. Πίστευε πὼς ἔτσι ἦταν οἱ περισσότεροι. Ντρεπόταν. Δὲν ἤθελε νὰ ἀποδεχτεῖ τὸ τραῦμα. Ἔκανε τὴν καλὴ γιὰ τὸ δικό της καλό. Μερικὲς φορές, πρέπει νὰ ἀφήνεις τοὺς ἄλλους νὰ σὲ μισοῦν.
Ὁ κύριος Ἀποχαιρετισμὸς ἦταν ὁ μόνος ποὺ τοῦ ἄρεσε νὰ μιλάει. Τὴ ρωτοῦσε
τί ἐπιθυμοῦσε, τῆς ἐξηγοῦσε τί ἤθελε νὰ κάνει. «Ἄνοιξε τὸ στόμα
σου νὰ βάλω τὰ δάχτυλά μου, σκύψε, ἄνοιξε τὸν ἑαυτό σου. Δεῖξε μου.
Πρέπει νὰ δῶ.» Τὴν ἔκανε κι ἐκείνη νὰ μιλάει. Τὶς χρησιμοποιοῦσε τὶς
λέξεις τώρα. Βλέπεις, οἱ δυό τους ἦταν τὸ κάτι ἄλλο.
Ἕνας χοντρός, τριχωτὸς καὶ πολυάσχολος ἄντρας, ἕνα γουρούνι, ἕνας
πωλητής, ἕνας ψεύτης καὶ ἀλαζόνας, μὲ μιὰ φωνὴ πιὸ φαλλικὴ ἀπὸ τὴν
ψωλή του. Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε μὲ τὸν κύριο Ἀποχαιρετισμὸ κατέφερε
ἕνα πλῆγμα σὲ ὅ,τι γνώριζε. Τὴν ἔκανε τόσο ἀβὰν-γκὰρντ ποὺ ἤθελε νὰ
τοῦ κόψει τὸ πρόσωπο μὲ τὰ δόντια, νὰ τὸ μεταφέρει μακριὰ καὶ νὰ ἀναγκάσει
ὅποιον ἤξερε νὰ τὸ φοράει.
Τὸν περίμενε στὸ ξενοδοχεῖο, κοιτώντας ἔξω μὲ τὶς παλάμες ἀκουμπισμένες
στὸ παράθυρο, ἐνῶ ἀεροπλάνα διέσχιζαν τὸν οὐρανό. Ὁ κόσμος κινοῦνταν
πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅσο θὰ περίμενες. Ἔβγαλε τὰ ροῦχα της, τὰ πέταξε κάτω
καὶ βάδισε στὸ δωμάτιο μὲ τὰ παπούτσια της, γυμνὴ μέσα σὲ ἕνα κουτί,
νιώθοντας πιὸ ἐλεύθερη ἔτσι.
Εἴμαστε ἀνώμαλοι στὴ φαντασία μας κι ἐκείνη δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός της,
ὅπως λένε. Τότε, ξέρεις πὼς δὲν ἔχεις τὸν ἔλεγχο τοῦ ἐαυτοῦ σου. Ὁ Ἔρωτας
τὴν ἔσπρωχνε παραπέρα καὶ τὸ σὲξ δὲν ἀποτελεῖ δικαιοσύνη, ἀποφάσισε.
Ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀηδία ἦταν ἀγαπημένες δίδυμες: ἤθελε νὰ εἶναι
βίαιη καὶ μισητή. Ἔγραφε λίστες μὲ ἐπιθυμίες γιὰ νὰ θυμίσει στὸν ἑαυτὸ
της ποιό εἶδος μισητῆς εἶχε στὸ μυαλό της. Ἀκόμα δὲν κατανοοῦσε ἀπὸ
ποῦ πήγαζε ὅλη αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ ἢ ποιόν θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει γι’ αὐτό.
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου. Στὰ εἴκοσι τῆς εἶχε πεῖ
κάποιος πὼς δὲν θὰ κατανοοῦσε τὸ πάθος προτοῦ φτάσει στὰ σαράντα ἢ δὲν
θὰ τὸ ἄντεχε πρὶν τὰ σαράντα πέντε της. Ἀκόμα καὶ τότε, δὲν θὰ ἦταν πολὺ
ἀργά. Παρ’ ὅλα αὐτά: τί προειδοποίηση! Ἦταν ἀλήθεια, ὅμως, δὲν εἶχε
ἰδέα τί μπορεῖ νὰ κάνει ἕνα σῶμα. Ἔπρεπε νὰ εὐχαριστεῖς ὅποιον σὲ
κάνει τόσο παράλογο.
Τὸν περίμενε καὶ ἤξερε ὅτι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ λαγνεία της ἦταν πολὺ
μετριασμένη ἀπὸ κάτι ὅπως ἡ ἀγάπη. Ὅταν ἔβλεπε τὸ πρόσωπό του ἦταν
πιὸ τρυφερὴ ἀπ’ ὅσο σκόπευε, τὸν φιλοῦσε πάρα πολύ. Τὴν εἶχε γδύσει
ὡς τὸ μεδούλι της. Λένε πὼς πρέπει νὰ μάθεις νὰ ζεῖς χωρὶς νὰ βασίζεσαι
σὲ ἄλλους. Κι ἂν εἶναι τόσο καλοὶ γιὰ σένα ποὺ ξεχνᾶς ὅλα τὰ ἄλλα;
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου καὶ σκέφτηκε νὰ μπεῖ κάτω ἀπὸ
τὸ κρεβάτι γιὰ νὰ τὸν ξαφνιάσει ὅταν θὰ ἐρχόταν. Θὰ στεκόταν ἐκεῖ σαστισμένος
καὶ θὰ ἄρχιζε νὰ καταλαβαίνει πῶς θὰ ἦταν χωρὶς ἐκείνη, πὼς πέρα ἀπὸ
δῶ δὲν ὑπῆρχε εὐτυχία. Ἴσως καθόταν. Μπορεῖ νὰ συλλογιόταν.
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου. Δὲν ἤθελε νὰ τὸν τρομάξει.
Ἤθελε νὰ καπνίσει, ἀλλὰ τὰ παράθυρα δὲν ἄνοιγαν. Ἀναρωτήθηκε ἂν
τοῦ ἄρεσε, γιατὶ εἶχε καταρρεύσει στὸ παρελθὸν καὶ τὴν εἶχαν κλείσει
σὲ κλινικὴ ἐπειδὴ εἶχε ἀνεξέλεγκτο μυαλό. Ἴσως νὰ νόμιζε πὼς ἄνθρωποι
σὰν ἐκείνη, θὰ ἔκαναν τὰ πάντα.
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου καὶ σύντομα, ὅπως λένε, αὐτὸ
θὰ ἦταν. Εἶχαν κάνει ὁτιδήποτε δυὸ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ κάνουν μαζί.
Ἀκόμα τὸν ἤθελε, θὰ μποροῦσε νὰ τὰ κάνει πάλι, ἀλλὰ εἶχε οἰκογένεια.
Ἐκεῖνος ἤθελε μιὰ φιλενάδα νὰ μοιράζεται τὸ κρουασάν του, ὄχι μιὰ
τρελάρα νὰ ψάχνει ἕνα δωμάτιο γιὰ νὰ τὴ βρεῖ.
Ἦταν στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου καὶ περίμενε νὰ δεῖ τὶς γκρίζες του
σόλες. Σύντομα, θὰ ἐγκατέλειπε αὐτὸ ποὺ ἀπολάμβανε περισσότερο
γιὰ νὰ ξαναμπεῖ στὴ φυλὴ τῶν Ἀγάμητων. Ἐκεῖνος τὴν ἔκανε νὰ γελάει,
ἀλλὰ ἐκείνη εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν κάνει νὰ βαριέται. Οἱ τρελοὶ εἶναι
αὐτοὶ ποὺ διώχνουν τοὺς ἄλλους. Φοβόταν νὰ τὸν ἀγαπήσει, περισσότερο
ἀπὸ ὅσο φοβόταν τὸν θάνατο. Τὸ πάθος ἔκανε τὴ συνηθισμένη ζωὴ ἀδύνατη
καὶ κλόνιζε τὸ σημεῖο μηδὲν τῆς πραγματικότητας, εὐτυχῶς.
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου. Ἀπολάμβανε τὰ παιδιά
της, τὸ καθῆκον της ἦταν νὰ φροντίζει τὸν ἄρρωστο σύζυγό της. Μαζί
του ἦταν σὰν νὰ προσπαθεῖς νὰ κάνεις ἔρωτα μὲ τὴ μάνα σου. Ἠθικὴ ἦταν
νὰ ἐγκαταλείπεις αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶς γιὰ νὰ ἱκανοποιήσεις κάποιον ποὺ
ἀντιπαθεῖς. Τώρα, εἶχε ἀνακαλύψει πὼς αὐτὸς ὁ ἄσχημος ἄντρας ἦταν
ὅ,τι καλύτερο. Πῶς συμβαδίζουν, ὅμως, αὐτὲς οἱ ἰδέες;
Τὸν περίμενε καὶ ὑπῆρχαν πολλὰ ποὺ δὲν ἤθελε νὰ μάθει. Μετὰ ἀπ’ αὐτό,
θὰ προσπαθοῦσε μὲ μανία νὰ ξεχάσει τὰ πράγματα ποὺ εἶχαν τὴ μεγαλύτερη
σημασία γιὰ κείνη.
Τὸν περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου τὶς ὧρες, τὰ λεπτά, τὰ δευτερόλεπτα
προτοῦ ἐκεῖνος γίνει φάντασμα κι ἐκείνη ἔρθει στὰ συγκαλά της. Τὸν
περίμενε στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου καὶ ὁποιοσδήποτε ὁπουδήποτε
περιμένει ὁτιδήποτε, περιμένει τὴν ἀγάπη.
Πηγή: Hanif Kureishi, What Happened? Faber &
Faber (2019). ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Χανὶφ Κιουρέισι (Hanif Kureishi) (Κέντ, Ἀγγλία,
1954). Σπούδασε φιλοσοφία στὸ Κὶνγκς Κόλετζ τοῦ Λονδίνου. Γράφει μυθιστορήματα,
διηγήματα, θεατρικὰ ἔργα, σενάρια καὶ δοκίμια. Ἔχει τιμηθεῖ μὲ
τὸ βραβεῖο Whitbread γιὰ πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα τὸ 1990 γιὰ τὸ
βιβλίο του Ὁ Βούδας τῶν
Προαστίων, μεταξὺ ἄλλων. Ἔχει μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες
καὶ τὰ ἔργα του ἔχουν ἀνεβεῖ μὲ μεγάλη ἐπιτυχία στὸ θέατρο, ἐνῶ τὰ
σενάριά του ἔχουν γίνει ταινίες ἀπὸ σκηνοθέτες ὅπως ὁ Στίβεν Φρίαρς.
Κατέχει τὸν τιμητικὸ τίτλο τοῦ Ἱππότη τῶν Τεχνῶν καὶ τῶν Γραμμάτων.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Βασίλης Μανουσάκης (Ἀθήνα, 1972). Συγγραφέας, μεταφραστὴς λογοτεχνίας,
ὑποτιτλιστής. Κάτοχος διδακτορικοῦ τίτλου στὴ Σύγχρονη Ἀμερικανικὴ
Ποίηση. Διδάσκει Δημιουργικὴ Γραφή, Λογοτεχνία, Λογοτεχνικὴ
καὶ Ὀπτικοακουστικὴ Μετάφραση στὸ Hellenic American University στὴν Ἀθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου