Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Χαριτίνης Ξύδη : Σταύρος Τζουανάκος

 Ο Σταύρος Τζουανάκος αποτελεί μοναδική περίπτωση, για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Τον αγαπώ ιδιαίτερα και αυτό το αφιέρωμα στη μνήμη, το έργο και τη διαδρομή του, θα ήταν η πρώτη μου εκπομπή, μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές, αν δεν μας προλάβαιναν, η έξαρση του ιού, τα περιοριστικά μέτρα και, κατ' επέκτασιν, η καραντίνα. Οι περισσότερες πληροφορίες, του παρόντος δημοσιεύματος, αντλήθηκαν από το φόρουμ rebetiko.sealabs.net, αλλά και από διάσπαρτες προσωπικές του αφηγήσεις.


Ο Σταύρος Τζουανάκος γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1925 στον Πειραιά. Κατά τον Τάσο Σχορέλη, γεννήθηκε το 1921, όμως η πληροφορία αυτή δεν είναι σωστή. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και είναι γόνος του Θανάση Μανιάτη και της Κυπαρισσιώτισας, Ελένης Γεωργακοπούλου.
Ο Σταύρος Τζουανάκος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ολοκληρωμένου δημιουργού. Τη χρονική περίοδο, από το 1948 έως και το 1964, πρόσφερε στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι περίπου 140 όμορφα τραγούδια (δικά του, και άλλων δημιουργών) που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Είναι αναμφίβολα σημαντικός συνθέτης του ρεμπέτικου και εκφραστικότατος τραγουδιστής του.
Ανήκει στην τελευταία γενιά των δημιουργών του νεότερου ρεμπέτικου τραγουδιού (1940 - 1955) και θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ο τελευταίος των «Μοϊκανών»-Ρεμπετών, σαν συνθέτης και στιχουργός.
Αποτελεί σοβαρό κεφάλαιο για το Ρεμπέτικο Τραγούδι, που είναι άγνωστο τι διαστάσεις θα είχε πάρει το έργο του αν δεν έφευγε τόσο νέος από τη ζωή. Μάλλον δεν πρόλαβε να δώσει στο έργο του την πλήρη διάστασή του από άποψη όγκου και ποικιλίας. Η ποιότητά του όμως, στις υπάρχουσες δημιουργίες του, είναι αναμφίβολα δεδομένη.
Η φωνή του ήταν υπέροχη, με τεράστιες δυνατότητες, και σαν πρώτη και σαν δεύτερη. Γνήσια, ρεμπέτικη, φωνάρα, εκφραστική και νταλγκαδιάρικη. Την ακούς και σε «πειράζει» στην καρδιά, «φτιάχνεσαι». Το έχω ξαναπεί και θα το ξαναπώ, για μια φορά ακόμη, πως, κατά προσωπική μου εκτίμηση, ο Σταύρος Τζουανάκος, ως ερμηνευτής, κατατάσσεται αναμφίβολα ανάμεσα στους πέντε πρώτους, μεταπολεμικούς άντρες τραγουδιστές, του γνήσιου ρεμπέτικου (με τυχαία κατάταξη: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σταύρος Τζουανάκος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Θανάσης Ευγενικός και Γιάννης Κυριαζής). Με εξαίρεση, βέβαια, πάντα, μετά από το 1952, τον ανυπέρβλητο Στέλιο Καζαντζίδη, βασιλιά του κατοπινού (μετά το 1955) λαϊκού τραγουδιού.
Από πολύ μικρή ηλικία, ο Σταύρος έδειξε πως είχε κλίση στη μουσική, λόγω, όμως, οικογενειακών οικονομικών δυσκολιών, οι γονείς του δεν μπόρεσαν να τον ωθήσουν, παρά μόνον στην εφηβεία του, προσφέροντάς του το πρώτο του όργανο, που ήταν μια κιθάρα. Αυτοδίδακτος, με πολλή όρεξη, έμαθε πολύ γρήγορα να παίζει αρκετά καλά. Αργότερα, μαθαίνει και τρίχορδο μπουζούκι, στο οποίο τελειοποιείται.
Για να βοηθήσει, οικονομικά, την οικογένειά του, αναγκάζεται από πολύ μικρός να εργαστεί. Μαθαίνει λίγο την τέχνη του χρυσοχόου, εργαζόμενος σ' ένα μαγαζί, στην Ομόνοια, στο χρυσοχοείο του νονού και θείου του, κυρίως, όμως, έκανε βοηθητικές δουλειές. Ταυτόχρονα, πηγαίνει στο σχολείο, στον Πειραιά και τελειώνει με χίλιες δυσκολίες το νυχτερινό Γυμνάσιο (οκτατάξιο, τότε). Παράλληλα, στην εφηβεία του, μαθαίνει και την τέχνη του υδραυλικού, την οποία, έκτοτε, εξασκούσε στις δύσκολες περιόδους της ζωής του, παράλληλα με την μουσική και το τραγούδι.
Από τα πρώτα ακόμα χρόνια της Κατοχής, ο Σταύρος Τζουανάκος, ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι, ως συνθέτης, μπουζουξής, κιθαρίστας και τραγουδιστής, όταν πρωτοεμφανίστηκε, το 1942 (ή λίγο πριν), με τον Γιάννη Σαμιώτη, τον Παναγιώτη Πετσά, και άλλους, στην ταβέρνα του Γιούλη, επί της οδού Πατησίων. Ξεκίνησε, λοιπόν, παίζοντας σε ταβέρνες, ενώ, παράλληλα, εργαζόταν και ως υδραυλικός, όπως ήδη αναφέραμε. Η σοβαρή επαγγελματική του καριέρα αρχίζει αμέσως μετά την απελευθέρωση (1944), δίπλα στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος εκτιμώντας ιδιαίτερα το ερμηνευτικό ταλέντο του Τζουανάκου, τον πήρε μαζί του στο πάλκο.
Σιγά-σιγά, γνωρίζεται με τους γνωστότερους καλλιτέχνες του χώρου και της εποχής εκείνης, και, το 1948, του δίνεται η ευκαιρία να γραμμοφωνήσει τα δύο πρώτα του τραγούδια στην Columbia: το «Ένας διαβάτης», σε στίχους του Κώστα Κοφινιώτη, ερμηνευμένο απαράμιλλα από τον ίδιο, και το «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις», σε στίχους δικούς του, ερμηνευμένο από τον πρωτοεμφανιζόμενο, τότε, Ανδρέα Σπαγγαδώρο και τον Μανώλη Χιώτη, και με μπουζούκια το Χιώτη και τον ίδιο τον Τζουανάκο. Ο πρώτος του δίσκος γραμμοφώνου, με τα δυο συγκεκριμένα τραγούδια, κυκλοφόρησε λίγο αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου του 1949, με μεγάλη επιτυχία. Λίγες ημέρες αργότερα, από την πρώτη του ηχογράφηση, το 1948, γραμμοφωνεί, στην His Master's Voice, το περίφημο τραγούδι του: «Γυναίκα είναι, γυναίκα μένει», σε δικούς του στίχους, ερμηνευμένο υπέροχα και μοναδικά από το θρυλικό ντουέτο του ελληνικού λαϊκού πενταγράμμου Στελλάκη Περπινιάδη και Ιωάννας Γεωργακοπούλου.
Επηρεασμένος έντονα από τα σκληρά και απάνθρωπα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ο Σταύρος Τζουανάκος, μεταφέρει στα τραγούδια του -ίσως καλύτερα και εντονότερα από τους άλλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής του- το κλίμα της μελαγχολίας, της κοινωνικής αδικίας, της στέρησης, της απόγνωσης και της αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, της ερωτικής απόγνωσης και της απιστίας, του χωρισμού, του Χάρου και του Άδη, κλπ. Συχνά, ωστόσο, στα τραγούδια του, κινείται και σε κλίμακες αισιοδοξίας. Προσωπικά, πιστεύω πως στο είδος του είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος.
Είναι τόσο ωραία τα τραγούδια του, που προκαλούν θαυμασμό και ζήλια στο σινάφι του, ανάμεσα στους γνωστούς συνθέτες της εποχής. Ο νέος συνθέτης Τζουανάκος, κερδίζει γρήγορα την εμπιστοσύνη των διασημότερων στιχουργών της εποχής, που του δίνουν μερικά από τα καλύτερά τους τραγούδια. Έτσι, από τους παλαιότερους, συνεργάζονται μαζί του, ο Νίκος Μάθεσης-Τρελλάκιας, ο Μπάμπης Βασιλειάδης-Τσάντας, ο Νίκος Ρούτσος, ο Κώστας Μάνεσης, ο Κώστας Κοφινιώτης και ο Κώστας Μακρής. Και, από τους νεώτερους, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (η θρυλική Γριά), ο Κώστας Βίρβος, ο Χρήστος Αργυρόπουλος, ο Νίκος Μεϊμάρης, ο Νίκος Γκούμας, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, κ.α.
Αξίζει να σημειωθεί πως, η μεγάλη του επιτυχία, συμπορεύεται την ίδια εποχή, με την μεσουράνηση των ιερών τεράτων, του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Μανώλης Χιώτης, με πολλές και τεράστιες επιτυχίες στο ενεργητικό τους, ο καθένας απ' αυτούς. Μιλάμε για την τετράδα των δημιουργών με την κατ' εξοχήν μεγαλύτερη δισκογραφική παρουσία και τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες της περιόδου εκείνης. Στους τέσσερις αυτούς μεγάλους λαϊκούς δημιουργούς, μπορούμε να προσθέσουμε και τους πολύ αξιόλογους Μπάμπη Μπακάλη και Απόστολο Καλδάρα, με πολύ μεγάλο και σημαντικό έργο ο καθένας τους, καθώς και με μεγάλη εμπορικότητα. Από κοντά, στους πρωτοπόρους, έχουμε και τον Τόλη Χάρμα, τον Γιάννη Τατασόπουλο, Παναγιώτη Πετσά, κ.α. Όμως, φαίνεται πως, εκτός συναγωνισμού, ο Σταύρος Τζουανάκος γράφει τη δική του καλλιτεχνική ιστορία, γιατί είναι καμωμένος από άλλη στόφα και ανήκει σ' άλλη σχολή. Με άλλο ύφος και ποιότητα «μεταξένια» (χωρίς να γίνονται συγκρίσεις).
Μπορεί να πει κανείς πως μοιάζει κάπως με τον Γιάννη Τατασόπουλο-Ντίλιγκερ, με τον οποίο «έδεσε», σαν δίδυμο μπουζουκικό και τραγουδιστικό, στο πάλκο και στα στούντιο, (κυρίως, ως εκτελεστές), παίζοντας οι δυο τους μπουζούκι πρίμο-σεκόντο (ψηλά-χαμηλά), και, ηχογραφώντας παρέα, αρκετά τραγούδια τους. Κατά τη διάρκεια της επιτυχούς συνεργασίας τους, το δίδυμο Τζουανάκος - Τατασόπουλος, εμφανίστηκε, κατά καιρούς, με δικά του συγκροτήματα, σε διάφορα λαϊκά μαγαζιά, όπως το «Ταμπού» στη Μεσογείων, κ.α.
Από το 1948 μέχρι και το 1956, ο Τζουανάκος εμφανίζεται, με διάφορα λαϊκά σχήματα, σε διάφορα γνωστά λαϊκά μαγαζιά της εποχής εκείνης. Την περίοδο 1950 - 1953, εμφανίζεται, αρκετές φορές, στα κέντρα διασκέδασης «Πίνδος» του Αλεξανδριανού, και «Θείος», στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρέα με τον Μανώλη Χιώτη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δημήτρη Στεργίου-Μπέμπη, κ.α. Επίσης, εμφανίστηκε και σ' άλλα μαγαζιά, μαζί με τους Ανδρέα Σπαγγαδώρο, Γιάννη Σταματίου-Σπόρο, Μαρίκα Νίνου (με την οποία τραγούδησε ντουέτο -και σε δίσκους, ευτυχώς για μας- εκπληκτικά τραγούδια), Ρένα Ντάλια, Χρήστο Σύρπο (Χρηστάκης), Πόλυ Πάνου, κ.α.
Ο Σταύρος Τζουανάκος, εκτός από τα δικά του τραγούδια, τραγούδησε σε δίσκους υπέροχα, με έντονο προσωπικό στυλ, υπέροχα τραγούδια, και άλλων συνθετών, όπως των Βασίλη Τσιτσάνη, Μανώλη Χιώτη, Γιάννη Τατασόπουλου, Γιώργου Μητσάκη, Γιάννη Κυριαζή, Μπάμπη Μπακάλη-Τρικαλινού, Γιώργου Λαύκα, Στέλιου Χρυσίνη, Κώστα Καπλάνη, Άκη Σμυρναίου, Παναγιώτη Πετσά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, κ.α.
Το 1956, γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του Μαρία-Ρίτα Μπινοπούλου, αδελφή της γνωστής ηθοποιού Άννας Γκαλ, η οποία ήταν γυναίκα του Μάριου Δαλέζιου, γνωστού ιδιοκτήτη του πασίγνωστου λαϊκού κέντρου-καφενείου, επί της οδού Ίωνος 8 (που ήταν το στέκι των μεγαλύτερων λαϊκών καλλιτεχνών της εποχής). Η γνωριμία τους, έγινε στη περίφημη «Τριάνα» του Χειλά, επί της λεωφόρου Συγγρού, που τότε ήταν το πρώτο λαϊκό μαγαζί της Αθήνας, και ο Σταύρος Τζουανάκος εμφανιζόταν εκεί, με δικό του λαϊκό συγκρότημα, το χρονικό διάστημα 1955 - 1956. Οι δύο νέοι, Σταύρος και Μαρία, ερωτεύονται κεραυνοβόλα και παντρεύονται το 1957.
Την ίδια χρονιά, ο Σταύρος πραγματοποιεί το πρώτο του ολιγόμηνο καλλιτεχνικό ταξίδι, στην Αμερική, όπου εμφανίστηκε στα Ελληνικά κέντρα διασκέδασης «Νέα Ζωή», «Club Astor», «Zorba» και «Garden of Allah» και συνεργάστηκε εκεί με άλλους Έλληνες ξενιτεμένους μουσικούς και τραγουδιστές όπως, οι Γιάννης Τατασόπουλος, Κώστας Καπλάνης, κ.α. Επιστρέφει στην Ελλάδα και, εντυπωσιασμένος από το ταξίδι του αυτό, αποφασίζει με τη γυναίκα του να μεταναστέψει για οριστική εγκατάσταση πλέον στην Αμερική, το 1958. Με το ζεύγος Τζουανάκου αποφασίζει να φύγει και η Άννα, η αδελφή της Μαρίας, εγκαταλείποντας τον Μάριο Δαλέζιο.
Όμως, κατά μια άλλη πληροφόρηση, ο Τζουανάκος πρωτοπήγε, για εμφανίσεις, στην Αμερική το 1954, όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έμεινε εκεί δύο χρόνια. Η πληροφορία αυτή, θα πρέπει να είναι σωστή, μια και την διετία 1954 - 1955, έχει γραμμοφωνημένους δίσκους εκεί, με τη Μαρίκα Νίνου.
Η Μαρία-Ρίτα, η σύζυγός του Σταύρου, του συμπαραστέκεται όχι μόνο στις αποφάσεις του, αλλά, και στο πάλκο, συνοδεύοντάς τον, με την ωραία φωνή που διέθετε. Με την αναχώρηση του Τζουανάκου, η Ελλάδα, το ρεμπέτικο σινάφι, το Ρεμπέτικο Τραγούδι και οι χιλιάδες των θαυμαστών του, χάνουν, από κοντά τους, ακόμα έναν απαράμιλλο λαϊκό καλλιτέχνη. Τον έφαγε κι αυτόν η Αμερική. Είναι η μοίρα των φτωχών, γιατί ο Σταύρος δεν ήταν τυχοδιώκτης. Απλά, έψαχνε κι αυτός για μια καλύτερη μοίρα στη ζωή.
Το ζεύγος Τζουανάκου, ένα χρόνο μετά το γάμο τους, αποκτούν, το 1958, το πρώτο τους παιδί, τον Θανάση, και το 1964, την κόρη τους, Ιωάννα (Joanna). Και τα δυο παιδιά παρέμειναν και ζουν στην Αμερική. Η μικρή Τζοάννα, φαίνεται πως έχει καλή φωνή, αφού στο (μάλλον) τελευταίο τραγούδι του Σταύρου Τζουανάκου, το «ΔΕΝ ΕΙΜ' Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΟΥ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ», το 1974, συνοδεύει τον πατέρα της τραγουδώντας μαζί με την Μαρία Φλώρη, στην τρυφερή ηλικία των μόλις 10 ετών!
Μετά την εγκατάστασή τους στις ΗΠΑ, πολύ σύντομα, ο Τζουανάκος γίνεται πασίγνωστος και περιζήτητος, ένα από τα πρώτα ονόματα των Ελλήνων μουσικών. Δουλεύει ασταμάτητα, όπου τον καλούν, σε εκδηλώσεις, συναυλίες, γιορτές, γάμους, κλπ.
Εμφανίστηκε και συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους Έλληνες ξενιτεμένους μουσικούς της Αμερικής και με τους παλαιότερους και με τους νεότερους, όπως: ο θρυλικός Γιώργος Κατσαρός-Θεολογίτης, ο Αρμένης ουτιέρης Μάρκος Μέλκον, ο τροβαδούρος και κιθαρίστας Νίκος Γούναρης, (γνήσιος ρεμπέτης αυτός, εξ' απαλών ονύχων, όπως πολλές φορές -κατά καιρούς- ομολόγησαν με καμάρι επώνυμοι ρεμπέτες καλλιτέχνες), η Μαρίκα Νίνου, ο Θανάσης Ευγενικός (φωνή και ύφος που μοιάζουν πάρα πολύ με του Τζουανάκου), ο Τζιμ Αποστόλου (ο «ερασιτέχνης»-γκανιάν αριστοκράτης του λαϊκού ελληνο-αμερικάνικου πάλκου), ο Μπέμπης Στεργίου, ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα, ο Γιάννης Σταματίου-Σπόρος, ο Κώστας Καπλάνης, κ.α.
Στα 16 χρόνια της Αμερικής (1958 - 1964), ο Σταύρος Τζουανάκος εργάστηκε ως τραγουδιστής και μουσικός, ουσιαστικά, σε τρία κέντρα διασκέδασης, σε τρεις πόλεις. Δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη, άλλα δύο, στο Ντητρόϊτ, και δώδεκα στη Καλλιφόρνια. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ηχογράφησε πρωτότυπα νέα τραγούδια του, καθώς και επανεκτελέσεις γνωστών δικών του τραγουδιών, και άλλων συνθετών, στις αμερικάνικες δισκογραφικές εταιρείες BALKAN, LIBERTY, ΝΙΝΑ, STANDARD, κ.α.
Στην Ελλάδα, επιστρέφει, κατά καιρούς, και εμφανίζεται σε διάφορα κέντρα διασκέδασης, όπως η «Τριάνα» του Χειλά, και ηχογραφεί παλαιότερα και νεότερα τραγούδια του, όπως το «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω», σε στίχους του Κώστα Βίρβου, το «Χίλιες γυναίκες γλέντησα», σε στίχους του Νίκου Ρούτσου, κ.α.
Το 1962 και το 1964, ηχογραφεί τραγούδια του, στα στούντιο της Columbia, με τους: Πάνο Γαβαλά, Καίτη Γκρέϋ, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Χρηστάκη, Στράτο Διονυσίου και Βίκυ Μοσχολιού, στο πρώτο της τραγούδι με τίτλο «Να 'ξερες πόσο πόνεσα», όπου δεύτερη φωνή της κάνει ο ίδιος ο Τζουανάκος.
Το 1973, επιστρέφει, για τελευταία φορά, στην Ελλάδα και ηχογραφεί στην εταιρεία STANDARD το LP "ΤΖΟΥΑΝΑΚΟΣ: Οι καλλίτερες επιτυχίες"; με επανεκτελέσεις των γνωστότερων τραγουδιών του, και με μπουζούκια τους, Χρήστο Νικολόπουλο και Γιάννη Παλαιολόγου. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1974.
Η ζωή του, τελειώνει ξαφνικά και απροσδόκητα, από ανακοπή καρδιάς, στις 17 Δεκεμβρίου του 1974, σε ηλικία 49 ετών, μόλις πριν ζήσει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, στη μακρινή Φλώριντα των ΗΠΑ, σ' ένα ξενοδοχείο που έμενε και όπου είχε πάει για κάποιες ζωντανές εμφανίσεις και συναυλίες.
ΠΗΓΗ : Το Blog της Χαριτίνης Ξύδη Fish and mr Hiroshima

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου